Αναζητούσε θησαυρούς σε έναν πάγκο μεταχειρισμένων βιβλίων, όταν ένας ασυνήθιστος τίτλος τράβηξε το βλέμμα της: «Η ομηρία των πέντε αντιστράτηγων. Η ζωή των. Στρατόπεδα συγκέντρωσης». Η ανάγνωση του έργου οδήγησε την Αννίτα Π. Παναρέτου σε μια έρευνα επτά χρόνων και στη συγγραφή του χρονικού «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» (εκδ. Παπαδόπουλος, 2020). Μια μοναδική συλλογή μαρτυριών από Έλληνες μη Εβραίους ομήρους και αιχμαλώτους σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Ο βίαιος εκτοπισμός Ελλήνων μπορεί να μην αποσκοπούσε στην εξόντωση, όπως στην περίπτωση των Εβραίων και άλλων πληθυσμών που βρέθηκαν στο στόχαστρο του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά εξυπηρετούσε την απαλλαγή από ανεπιθύμητα πρόσωπα, που είχαν κατηγορηθεί για αντιστασιακή δράση ή για αριστερά φρονήματα, και την τροφοδοσία της γερμανικής πολεμικής οικονομίας με εργατικά χέρια.
«Διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου, διαφορετικής επαγγελματικής απασχόλησης και πολιτικής τοποθέτησης, είχαν ο καθένας τη δική του “προϊστορία” και τη δική του πορεία, σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας» γράφει για τους ομήρους και τους αιχμαλώτους η κ. Παναρέτου στην εισαγωγή του βιβλίου της, για να προσθέσει: «Μοιράστηκαν την πείνα, τις σκληρότατες καιρικές συνθήκες, την εξοντωτική εργασία, τους βασανισμούς, την ταπείνωση, τη σαδιστική εκμετάλλευση, τον καθημερινό κίνδυνο, την αγωνία, τον σωματικό πόνο, την ψυχική οδύνη, την απειλή του θανάτου ως άμεσου επακόλουθου μιας ευτελισμένης ζωής. Επέζησαν, αλλά χρειάστηκε να φέρουν σε πέρας έναν ακόμα άθλο: την πολύμηνη οδύσσεια της επιστροφής στην πατρίδα».
«Μοιράστηκαν την πείνα, τις σκληρότατες καιρικές συνθήκες, την εξοντωτική εργασία, τους βασανισμούς, την ταπείνωση, τη σαδιστική εκμετάλλευση, τον καθημερινό κίνδυνο, την αγωνία, τον σωματικό πόνο, την ψυχική οδύνη, την απειλή του θανάτου»
Το «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» παραχωρεί το νήμα της αφήγησης σε πρόσωπα που δεν θα συναντήσουμε σε άλλα βιβλία Ιστορίας. Το ίδιο και ένα παλαιότερο βιβλίο της Αννίτας Π. Παναρέτου, που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα σε επαυξημένη έκδοση, με τίτλο «Η παρηγορία των επιστολών σου…» (εκδ. Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 2021). Μια επινοημένη, ανεκπλήρωτη αλληλογραφία στους χρόνους του ‘21 ανάμεσα σε δύο υπαρκτές αλλά παραγνωρισμένες γυναίκες, τις Ευανθία Καΐρη και Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Με αφορμή τη 2οοη επέτειο από την Ελληνική Επανάσταση και ενόψει της εθνικής γιορτής της 28ης Οκτωβρίου, η συγγραφέας μίλησε για τα δύο αυτά αναγνώσματα στο marieclaire.gr.
Ως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες συγγραφής του βιβλίου «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» έχετε αναφέρει το γεγονός ότι έπρεπε να συμπυκνώσετε περισσότερες από 9.500 σελίδες μαρτυριών στις 500 σελίδες του βιβλίου. Με ποια κριτήρια επιλέξατε τις μαρτυρίες και τα αποσπάσματα που εντάχθηκαν στο πόνημά σας;
«Αυτό που με εντυπωσίασε σ’ αυτές τις χιλιάδες σελίδες είναι η μοναδικότητα της κάθε μαρτυρίας: όσο κι αν ο κύριος “κορμός” είναι ο ίδιος (η σύλληψη στην Ελλάδα, το μαρτυρικό πολυήμερο σιδηροδρομικό ταξίδι ώς το στρατόπεδο προορισμού, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και καταναγκαστικής εργασίας, ο αγώνας για επιβίωση, η συχνά πολύμηνη οδύσσεια του επαναπατρισμού), ωστόσο η περιπέτεια καθενός Έλληνα εκτοπισμένου είχε κάτι ξεχωριστό, εντελώς δικό της. Έτσι, επέλεξα να παραθέσω αποσπάσματα αντιπροσωπευτικά αυτής της πολυμορφίας, ώστε να αναδυθεί μια κατά το δυνατό πληρέστερη εικόνα, ακόμη και μέσα από συντομότερες αναφορές».
«Η καταγραφή της προσωπικής εμπειρίας αποτελούσε και μια αποφόρτιση, έναν πρόσφορο τρόπο διαχείρισης του ψυχικού τραύματος, που άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερο, τους ακολούθησε ως το τέλος της ζωής τους»
Γιατί, πιστεύετε, πολλοί από τους εκπατρισμένους και φυλακισμένους Έλληνες του βιβλίου «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» αποφάσισαν να καταγράψουν σε μια γραπτή μαρτυρία την πιο σκοτεινή, πιθανότατα, περίοδο της ζωής τους;
«Οι πιο πολλοί, αν όχι όλοι, είχαν πλήρη επίγνωση της σημασίας της ιστορικής στιγμής στην οποία άμεσα και οδυνηρά συμμετείχαν ως αυτόπτες μάρτυρες. Θεώρησαν λοιπόν ότι όσα έζησαν έπρεπε να κοινοποιηθούν, ώστε η μνήμη να περισωθεί και να διδάξει την αποφυγή ανάλογων τραγωδιών στο μέλλον. Ταυτόχρονα, η καταγραφή της προσωπικής εμπειρίας αποτελούσε και μια αποφόρτιση, έναν πρόσφορο τρόπο διαχείρισης του ψυχικού τραύματος, που άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερο, τους ακολούθησε ως το τέλος της ζωής τους».
Πώς προέκυψε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Η παρηγορία των επιστολών σου»;
«Πριν πολλά χρόνια διάβαζα την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, όταν μου έστειλαν τα Πρακτικά ενός συνεδρίου για την Ευανθία Καΐρη. Η σύνδεση έγινε αυτόματα: δυο γυναίκες συνομήλικες (η Ευανθία γεννημένη το 1899 και η Ελισάβετ το 1801), μορφωμένες, με πνευματικές ανησυχίες και συγγραφική επίδοση, μπροστά από την εποχή τους και γι’ αυτό αδικαίωτες και δυστυχείς. Αν είχαν γνωριστεί, σίγουρα θα είχαν γίνει φίλες και αυτή η φιλία θα ήταν παρηγοριά και στήριγμα και για τις δυο. Ρομαντικά ίσως, θέλησα να τους προσφέρω αυτή την παρηγοριά με τη μορφή μιας μεταξύ τους αλληλογραφίας – κι ας μην ήταν πια σε θέση να την αντιληφθούν».
«Δυο γυναίκες συνομήλικες (η Ευανθία γεννημένη το 1899 και η Ελισάβετ το 1801), μορφωμένες, με πνευματικές ανησυχίες και συγγραφική επίδοση, μπροστά από την εποχή τους και γι’ αυτό αδικαίωτες και δυστυχείς».
Η Ελισάβετ Μαρτινέγκου πέρασε όλη της τη ζωή, μέχρι το γάμο, περιορισμένη στο σπίτι. Ο εγκλεισμός της ήταν σύνηθες φαινόμενο της εποχής της ή ακραία περίπτωση γυναικείας καταπίεσης ακόμα και για τα τότε δεδομένα;
«Ο κατ’ οίκον εγκλεισμός της Ελισάβετ επί 365 μέρες τον χρόνο αποτελούσε κατάλοιπο ενός τραγικού “προνομίου” των ευγενών γυναικών της Ζακύνθου και η ίδια η Ελισάβετ ένα από τα τελευταία θύματα αυτού του “βαρβαρικού ήθους” (δικός της ο χαρακτηρισμός), το οποίο, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχε αρχίσει πλέον να εκλείπει».
Οι γυναίκες σχεδόν απουσιάζουν από τα αφηγήματα της Ελληνικής Επανάστασης, με λίγες εξαιρέσεις. Η συμβολή τους υπήρξε αντίστοιχα μικρή ή αποσιωπήθηκε, σε κάποιες περιπτώσεις;
«Οι γυναίκες είναι, όπως πάντα, οι αδικημένες. Ναι, υπάρχουν μερικές γυναίκες που αναφέρονται ευφήμως και επωνύμως. Υπάρχουν και άλλες, η συμβολή των οποίων είναι πολύ λιγότερο ή και καθόλου γνωστή. Θα χρησιμοποιήσω ένα πρόχειρο παράδειγμα: στην “Παρηγορία των Επιστολών σου” περιλαμβάνεται η επιστολή που απηύθυνε το 1825 η Ευανθία Καΐρη προς τις Φιλελληνίδες της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, από τις οποίες ζητά να συνδράμουν τον Αγώνα των Ελλήνων. Σε πόσους είναι γνωστή σήμερα αυτή η επιστολή, η οποία κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στο εξωτερικό; Και η οποία, επιπλέον, είχε υπογραφεί από 32 Ελληνίδες, της Αθήνας, των Κυκλάδων, της Χίου, της Ύδρας, των Σαλώνων και της Λειβαδιάς -που πιθανότατα ουδείς τις γνωρίζει. Εξάλλου, ο “Νικήρατος”, το πρώτο θεατρικό έργο για την πολιορκία του Μεσολογγίου, γράφτηκε από γυναίκα (την Ευανθία) 3 μόλις μήνες μετά την Έξοδο.
«Ο “Νικήρατος”, το πρώτο θεατρικό έργο για την πολιορκία του Μεσολογγίου, γράφτηκε από γυναίκα (την Ευανθία) 3 μόλις μήνες μετά την Έξοδο»
»Το γεγονός ότι οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της Επανάστασης δεν γνώριζαν ανάγνωση και γραφή τις κράτησε μακριά από πολλούς τρόπους συνδρομής.
»Αλλά αυτές οι ανώνυμες, λησμονημένες γυναίκες κράτησαν ζωντανό και όρθιο το γένος, γεννώντας και μεγαλώνοντας παιδιά, δουλεύοντας στα ρημαγμένα χωράφια, υποκαθιστώντας την ανδρική παρουσία σε όλες τις ειρηνικές εκφάνσεις της ζωής. Πιο σπουδαία συμβολή αδυνατώ να σκεφτώ».
Γιατί αποφασίσατε να επανακυκλοφορήσετε την «Παρηγορία των επιστολών σου»; Ποιες είναι οι διαφορές της νέας, επαυξημένης έκδοσης;
«Η επανακυκλοφορία του βιβλίου -που πρωτοεκδόθηκε το 2007– έγινε με την ευκαιρία της διακοσιοστής επετείου της εθνεγερσίας: Αφενός επειδή η εξέλιξη της Αλληλογραφίας καλύπτει εξ ολοκλήρου τα χρόνια του Αγώνα, ξεκινώντας το 1820 και σταματώντας με τον θάνατο της Ελισάβετ το 1832, και αφετέρου επειδή προτείνει μια διαφορετική ανάγνωση της Επανάστασης, μέσα από τη γυναικεία ματιά.
»Η Ελισάβετ, απομονωμένη στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, έζησε τα τεκταινόμενα ως απόηχο. Η Ευανθία όμως τα έζησε εκ των ένδον, καθώς ο αδελφός της, Θεόφιλος Καΐρης, έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, υπήρξε πληρεξούσιος της Άνδρου στη Β΄ και τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση και είχε έντονη παρουσία στα μετέπειτα πολιτικά πράγματα. Κατά συνέπεια, οι πολλές και ποικίλες ειδήσεις του Αγώνα αποτελούσαν προσφιλές θέμα στις επιστολές των δύο γυναικών. Εκτός από γνωστά γεγονότα, παρατίθενται επιμέρους επεισόδια και συμβάντα της μικροϊστορίας, κυρίως της Ζακύνθου και των Κυκλάδων (στο σύνολό τους μέχρι κεραίας αυθεντικά), άγνωστα στο ευρύ κοινό, από τις παραμονές της Επανάστασης ώς τη δολοφονία του Καποδίστρια.
«Ο αδελφός της Ευανθίας, Θεόφιλος Καΐρης, έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, υπήρξε πληρεξούσιος της Άνδρου στη Β΄ και τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση και είχε έντονη παρουσία στα μετέπειτα πολιτικά πράγματα»
»Η νέα, επαυξημένη έκδοση περιλαμβάνει μια εκτενή κατατοπιστική Εισαγωγή, μεγάλη Βιβλιογραφία και ένα Επίμετρο, στο οποίο η ιστορικός της Τέχνης Αφροδίτη Κούρια προσεγγίζει την Ελισάβετ Μαρτινέγκου μέσα από δύο πορτρέτα της φιλοτεχνημένα από τον Νικόλαο Καντούνη. Το ένα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη και το δεύτερο στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων της Ζακύνθου, που παραχώρησαν ευγενικά την άδεια αναπαραγωγής των πορτρέτων στο βιβλίο».
Με αφορμή το επίμετρο της κ. Κούρια, τι μπορεί να μας «πει» ένα πορτρέτο για την προσωπικότητα και τη ζωή του μοντέλου του;
«Η κυρία Κούρια θα ήταν η καθ’ ύλην αρμόδια να απαντήσει αυτό το ερώτημα. Πιστεύω πάντως ότι η “ευφράδεια” ενός πορτρέτου μοιράζεται εξ ημισείας στο μοντέλο και στον ζωγράφο. Το μοντέλο μιλά με τη στάση του σώματος, την ενδυμασία, τον γύρω του χώρο, την έκφραση του προσώπου, οπότε μια φωτογραφία θα μπορούσε να το αποτυπώσει πιο αξιόπιστα. Αλλά ένα πορτρέτο δεν είναι και δεν πρέπει να είναι φωτογραφία, οπότε ο ζωγράφος αποτυπώνει το μοντέλο όπως το βλέπει ή όπως θα ήθελε να το βλέπει. Συχνά το δημιουργεί εξαρχής. Εκεί έγκειται η πρόκληση και η ικανότητά του: να αποδώσει όσα έχει να πει το μοντέλο, χωρίς να αυθαιρετήσει και χωρίς να παραποιήσει».
Επανάσταση του 1821, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Στο πλαίσιο των ερευνών σας για τη συγγραφή των αντίστοιχων βιβλίων, εντοπίσατε κοινά μοτίβα στην ελληνική ιστορία των συγκεκριμένων περιόδων;
«Θα μπορούσα να αναφέρω την ανάμιξη του ξένου παράγοντα, αναπόφευκτη στην περίπτωση μιας μικρής χώρας με στρατηγική γεωγραφική θέση, καθώς και αυτό το είδος της πατριωτικής θείας μέθης, που συνείχε ένα μέρος των επαναστατημένων Ελλήνων το 1821 και την πλειονότητα όσων έλαβαν μέρος στην εποποιία 1940-1941. Ειδικότερα, για την περίοδο 1941-1944 μου έρχεται στο νου ένα ακόμη κοινό μοτίβο: μια πολύ συγκεκριμένη κακοδαιμονία μας, που στη διάρκεια της Επανάστασης κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο και στη διάρκεια της Κατοχής ανέδειξε καταδότες και δωσίλογους, υπεύθυνους για αναρίθμητες εκτελέσεις, βασανισμούς, φυλακίσεις και εκτοπισμούς συν-Ελλήνων».
«Μια πολύ συγκεκριμένη κακοδαιμονία μας στη διάρκεια της Επανάστασης κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο και στη διάρκεια της Κατοχής ανέδειξε καταδότες και δωσίλογους»
Πώς αξιολογείτε τους έως τώρα εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία; Ποιοι θα έπρεπε, πιστεύετε, να είναι οι στόχοι αυτών των επετειακών εκδηλώσεων;
«Όπως είναι φυσικό, η επέτειος τιμήθηκε (και αξιοποιήθηκε) δεόντως. Και με ποικίλους τρόπους. Δεν συμφωνούν όλοι με την αισθητική. Πραγματοποιήθηκαν όμως εξαιρετικές εκθέσεις και κυκλοφόρησαν εξαιρετικές και πρωτότυπες εκδόσεις, οι οποίες (ανεπηρέαστες από την πανδημία, που δυστυχώς -ή και ευτυχώς- ματαίωσε πολλές εκδηλώσεις) θα αποτελέσουν μια πολύ καλή παρακαταθήκη για τη θεώρηση της Εθνεγερσίας από εδώ και στο εξής».
Γιατί, όπως έχετε γράψει, για εσάς πλέον η Ιστορία έχει υποσκελίσει οριστικά τη θελκτικότητα της λογοτεχνίας; Πού έγκειται η ιδιαίτερη γοητεία της;
«Σε ό,τι με αφορά, η θελκτικότητα της λογοτεχνίας επικεντρώνεται πλέον στο καλό γράψιμο, στη δυνατή γραφή. Είναι τα εκφραστικά μέσα που θαυμάζω, όχι η πλοκή. Σε θέματα πλοκής η Ιστορία συχνότατα υπερβαίνει τη μυθοπλασία. Και εκεί έγκειται η ιδιαίτερη γοητεία της Ιστορίας: στην αλήθεια της. Κατά την προσωπική μου άποψη, η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει η λογοτεχνία είναι πολύ πιο πρόσκαιρη από τον διαρκή συγκλονισμό της Ιστορίας».
«Κατά την προσωπική μου άποψη, η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει η λογοτεχνία είναι πολύ πιο πρόσκαιρη από τον διαρκή συγκλονισμό της Ιστορίας»
Η αλληλογραφία, όπως αυτή ανάμεσα στις δύο γυναίκες της «Παρηγορίας», υπήρξε μέχρι πρόσφατα ένα από τα βασικά μέσα επικοινωνίας. Εσείς συνεχίζετε να χρησιμοποιείτε το «παραδοσιακό» ταχυδρομείο ή έχετε περάσει εξ ολοκλήρου στην ψηφιακή αλληλογραφία; Τι σας λείπει από την εποχή των φυσικών επιστολών;
«Έχω περάσει εξ ολοκλήρου στην ψηφιακή αλληλογραφία και είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Το μόνο που ίσως μου λείπει από την εποχή των φυσικών επιστολών είναι ο γραφικός χαρακτήρας του επιστολογράφου, ως συνέχεια της φυσικής παρουσίας του. Και πάλι όμως, η γραμματοσειρά αποτελεί ένα είδος γραφικού χαρακτήρα, καθώς η επιλογή της μαρτυρεί αρκετά για τον επιστολογράφο. Επιπλέον, νομίζω ότι το απρόσωπο της γραμματοσειράς δημιουργεί μια αλλιώτικη αίσθηση του προσώπου που υπάρχει πίσω της».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2021.