Όταν η Αλεξάνδρα Αϊδίνη παρακολούθησε για πρώτη φορά την ταινία «Underground» του Εμίρ Κουστουρίτσα στη δεκαετία του ’90 τίποτα δεν την προδιέθετε ότι μια μέρα θα πρωταγωνιστούσε στη μεταφορά της στο σανίδι. Παρόλο που μεγάλωνε σε ένα σπίτι ξέχειλο από τέχνη και δημιουργικότητα, με πατέρα τον εικαστικό Διαμαντή Αϊδίνη και μητέρα τη δημοσιογράφο Ελιζαμπέτα Καζαλότι, η οικογένειά της δεν συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο. Έπρεπε να περιμένει μέχρι την εφηβεία για να πάει στην πρώτη της παράσταση, μαζί με τη γιαγιά της.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέχρι που ήρθε στην επιφάνεια μια μακρινή ανάμνησή της από τις αρχές του ενενήντα, «ίσως και τα τέλη του ογδόντα. Ο μπαμπάς μου με είχε πάει σε μια κατάληψη στη Βίλα Αμαλία όπου ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έκανε μια από τις πρώτες παραστάσεις του. Θυμάμαι σαν σε όνειρο συρτάρια να ανοίγουν και να κλείνουν».
Άλλωστε, η ίδια η καθημερινότητα του σπιτιού τους ήταν «σαν θεατρική σκηνή, σαν μια τεράστια πρόβα»: «Μπαινόβγαιναν τόσοι άνθρωποι, με έντονους προβληματισμούς και εκφραστικές ανησυχίες, με τον μπαμπά μου σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και τη μαμά μου σε αγωνιστική διάθεση μέσω της γραφής. Όλο αυτό έβραζε και προφανώς το αναζήτησα στη σκηνή».
Όταν τελικά πέρασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (που χρειάστηκε να εγκαταλείψει όταν της προτάθηκε να παίξει στο «Λιβάδι που Δακρύζει» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, για να ολοκληρώσει τελικά τις σπουδές της στη σχολή του Γιώργου Αρμένη), «έγινε μια έκρηξη με ό,τι κράταγα μέσα μου. Τρόμαξα κι εγώ με τον εαυτό μου. Αλλά ήταν η μεγαλύτερη στιγμή ικανοποίησης και ελευθερίας, η συνειδητοποίηση πως ό,τι κι αν γίνει εγώ αυτό θα κάνω, πως θα το συνδυάζω με ό,τι χρειάζεται για να επιβιώνω γιατί η ψυχή μου είναι εκεί».
Όταν τελικά πέρασε στη Δραματική Σχολή «ήταν η μεγαλύτερη στιγμή ικανοποίησης και ελευθερίας, η συνειδητοποίηση πως ό,τι κι αν γίνει εγώ αυτό θα κάνω, πως θα το συνδυάζω με ό,τι χρειάζεται για να επιβιώνω γιατί η ψυχή μου είναι εκεί».
Το θέατρο λειτούργησε σαν φάρμακο για την Αλεξάνδρα. Τη βοήθησε να αρχίσει να αμφισβητεί τον ρόλο «του καλού παιδιού» που είχε αναλάβει («δεν ξέρω από πού είχε έρθει αυτό»). Το εσωστρεφές, κάπως αποστασιοποιημένο κοινωνικά μέχρι τότε κορίτσι άρχισε να κάνει φίλους, «να συνυπάρχω με πολλούς ανθρώπους χωρίς να νιώθω την ανάγκη να κρυφτώ σε κάποια γωνιά και να τους παρατηρώ από μακριά, να είμαι μαζί με τους άλλους, και να είμαι φίλη με τον εαυτό μου. Αλλά ακόμα παλεύω με τις κοινωνικές προσδοκίες, είναι πολύ δύσκολο να πετάξεις τις μάσκες-μικρά καταφύγια που κάποτε υπήρξαν πολύ βοηθητικά για να επιβιώσεις ψυχικά, είναι ένα work in progress».
Η οικογενειακή ιστορία της θα μπορούσε άνετα να τροφοδοτήσει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή της για τον ρόλο της «Μαρίνας» στη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση -για τον οποίο είχε μοιραστεί τότε, μαζί με την Ιωάννα Παππά, το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη»- είχε πιάσει το νήμα ακόμα από την εποχή που η γιαγιά της, Νίκη, επιβιβάστηκε στα 20 χρόνια της σε ένα τρένο ως νοσηλεύτρια τραυματιών πολέμου και ξεκίνησε ένα ταξίδι από την Κρήτη με προορισμό την Ιταλία και το όνειρο να σπουδάσει Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία. Κατέληξε να ερωτευτεί έναν Ιταλό. Τη μητέρα της Αλεξάνδρας, την Ελιζαμπέτα, τη γέννησε στη Ρώμη. Τα καλοκαίρια επέστρεφαν οικογενειακώς για διακοπές στην Ελλάδα.
Η γιαγιά της, Νίκη, επιβιβάστηκε στα 20 χρόνια της σε ένα τρένο ως νοσηλεύτρια τραυματιών πολέμου και ξεκίνησε ένα ταξίδι από την Κρήτη με προορισμό την Ιταλία και το όνειρο να σπουδάσει Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία.
Σε ένα από εκείνα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα η Νίκη, αναζητώντας παρέα για τη 18χρονη τότε Ελιζαμπέτα, τη σύστησε στον γιο μιας ιδιοκτήτριας καταστήματος που είχε γνωρίσει τυχαία στα ψώνια της. Ήταν ο πατέρας της Αλεξάνδρας, ο Διαμαντής. Ο έρωτάς τους υπήρξε αρκετά δυνατός και επίμονος ώστε να τον οδηγήσει κοντά στην αγαπημένη του, στη Ρώμη, όπου γεννήθηκε η Αλεξάνδρα.
Όταν η Αλεξάνδρα έγινε έξι ετών, οι γονείς της αποφάσισαν να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα. «Στην Ιταλία ο πατέρας μου είχε πει, δεν μπορώ άλλο, θέλω να γυρίσω πίσω. Η μητέρα μου ακολούθησε με μεγάλη δυσκολία. Αλλά η Ελλάδα τής έβγαλε ένα πιο φωτεινό κομμάτι, πιο ανέμελο, πιο αντεργκράουντ, πιο δημιουργικό και άπαξ και η μητέρα μου βρήκε αυτό το κομμάτι εδώ και ο πατέρας μου ήταν πλέον στη χώρα του, τελείωσε. Ποτέ δεν σκέφτηκαν να γυρίσουν πίσω».
Οι γονείς της θεωρούσαν την Ιταλία πιο καθωσπρέπει, πιο συντηρητική από την Ελλάδα, διαποτισμένη από τον Καθολικισμό, μια ιδέα που πέρασαν και στην Αλεξάνδρα. Αν και «εκ των υστέρων βλέπω ότι η δική μας, πιο ελεύθερη φύση κρύβει έναν μύχιο συντηρητισμό, έναν επαρχιωτισμό, ενώ για τους Ιταλούς είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα».
«Θυμάμαι ότι ο Μπέος πρώτα ανέφερε το όνομα Κασσελάκης και γέλασε η ομήγυρη, σαν να ήταν επιθεώρηση όπου πετάω ένα όνομα και, αν τσιμπήσει το κοινό, το γκράντε αστείο. Προβληματίζομαι και θυμώνω με αυτό το γέλιο: προετοιμάζεις το έδαφος για τη μεγάλη καφρίλα, την οποία θέλει η ψυχούλα σου».
Με αυτή την αφορμή η συζήτησή μας ταξιδεύει από την Αιώνια Πόλη στον Βόλο όπου, λίγες μέρες νωρίτερα, ο δήμαρχος Αχιλλέας Μπέος είπε τη διαβόητη ατάκα μετά την επανεκλογή του («υιοθετούμε παιδιά και παράγουμε π**στηδες»): «Θυμάμαι ότι πρώτα ανέφερε το όνομα Κασσελάκης και γέλασε η ομήγυρη, σαν να ήταν επιθεώρηση όπου πετάω ένα όνομα και, αν τσιμπήσει το κοινό, το γκράντε αστείο. Προβληματίζομαι και θυμώνω με αυτό το γέλιο: προετοιμάζεις το έδαφος για τη μεγάλη καφρίλα, την οποία θέλει η ψυχούλα σου. Εκεί λες, κάποιο μεγάλο πρόβλημα υπάρχει, που έχει να κάνει με την ηθική, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία».
Μιλώντας για την Ελλάδα του σήμερα, ποια είναι τα σημεία επαφής της με την παράσταση «Underground»;
«Είμαστε πολύ κοντά με τους Σέρβους ως λαός, είμαστε και οι δύο Βαλκάνιοι, με τρομερές επιρροές από αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική και με μια διαδρομή γεμάτη αλλαγές και προσμείξεις. Αυτό είναι η ευχή και η κατάρα μας: η ανταριασμένη φύση μας. Από εκεί και πέρα μιλάμε για εποχές ένδειας, τότε λόγω του πολέμου, τώρα με πολέμους που δεν είναι ορατοί αλλά εξελίσσονται σε υπόγεια και το μόνο που νοιάζει τους ανθρώπους είναι να προφυλάξουν τον μικρό χώρο τους, την επιβίωσή τους, ή ακόμα να εκμεταλλευτούν μια κατάσταση δίχως να τους απασχολεί το συλλογικό – όλο αυτό, της μικροαπατεωνιάς, της λαμογιάς, της διαφθοράς, της χειραγώγησης. Του “εγώ θα σου πω, κουμπάρε”, της ανοιχτής καρδιάς στην επιφάνεια και του “εγώ να είμαι καλά και αν μπορώ να σου πάρω και κάτι, δεν πειράζει” από κάτω.
»Επίσης διαβάζοντας τώρα για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, τον πρώτο που έζησα, διαβάζω για τον τρόπο που λειτουργεί η χειραγώγηση από τις μεγάλες δυνάμεις, για το πώς άνθρωποι που ήταν αδέλφια και γείτονες ξαφνικά έπρεπε να πολεμήσουν ο ένας τον άλλον. Γιατί; Για ποια συμφέροντα, για ποια εξουσία, για ποια θρησκεία σκοτώνονται άμαχοι που ονομάζονται παράπλευρες απώλειες; Και ποια εδάφη προσπαθεί ο καθένας να προστατεύσει χωρίς να προστατεύει τους ανθρώπους τους; Σήμερα έχουμε έναν πόλεμο που συνεχίζεται και έναν καινούριο. Και ένα ερώτημα: γιατί;».
«Για ποια συμφέροντα, για ποια εξουσία, για ποια θρησκεία σκοτώνονται άμαχοι που ονομάζονται παράπλευρες απώλειες; Και ποια εδάφη προσπαθεί ο καθένας να προστατεύσει χωρίς να προστατεύει τους ανθρώπους τους;».
Μια από τις πλέον ιδιοφυείς αλληγορίες διαχρονικά στον κινηματογράφο είναι εκείνη του υπογείου στο «Underground», όπου ο Μπλάκι και οι άλλοι πρόσφυγες συνεχίζουν να κατασκευάζουν όπλα, παραπλανημένοι από τον Μάρκο ότι ο πόλεμος συνεχίζεται – στην πραγματικότητα, για να κερδοσκοπεί ο Μάρκο από την εργασία τους, ενώ οι «από κάτω νιώθουν ασφαλείς, δημιουργικοί και χρήσιμοι. Κάποιος είναι από πάνω και σε φλομώνει με ένα ψέμα που για εκείνον είναι πολύ λειτουργικό».
Αν το υπόγειο του «Underground» ήταν πραγματικό, στις μέρες μας ποιους θα μπορούσες να φανταστείς στο εσωτερικό του;
«Θα μπορούσαν να είναι πρόσφυγες, μετανάστες, άνθρωποι που θεωρούμε περιθωριακούς, που δεν θέλουμε να βλέπουμε, μας χαλούν την εικόνα, παρόλο που είμαστε φτιαγμένοι από αυτούς, που είναι το παρελθόν μας. Και σε ένα πολύ αλληγορικό επίπεδο ενδεχομένως να ήταν όλοι οι άνθρωποι που αυτή τη στιγμή δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα κιλό φέτα και παίρνουν μισό ή που πνίγονται, παρ’ όλα αυτά είναι πολύ ικανοποιημένοι και ψηφίζουν τον από πάνω και στηρίζουν τον αγώνα και την πρόοδο, ποιον αγώνα, ποια πρόοδο; Έχει πολλές αναγνώσεις αυτό το υπόγειο. Και στην ταινία έχει ποίηση και χιούμορ, που το κάνει ακόμα πιο τραγικό – ο τρόπος που κάνουν μπάνιο εκεί, το ότι έχουν τη δική τους μικρή καλλιέργεια, ζώα, μουσική, γλέντι, έρωτα, το ότι είναι μια μικρή κοινωνία».
«Στο υπόγειο του Underground ενδεχομένως να ήταν όλοι οι άνθρωποι που αυτή τη στιγμή δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ένα κιλό φέτα και παίρνουν μισό ή που πνίγονται, παρ’ όλα αυτά είναι πολύ ικανοποιημένοι και ψηφίζουν τον από πάνω και στηρίζουν τον αγώνα και την πρόοδο, ποιον αγώνα, ποια πρόοδο;».
Η Αλεξάνδρα υποδύεται τη Νατάλια, την ηθοποιό που ο Μπλάκι κλέβει από τη σκηνή του θεάτρου και, κατόπιν, ο Μάρκο από την αγκαλιά του φίλου και κουμπάρου του, «για να κάνει τη ζωή της μέσα στην άνεση που της υπόσχεται εκείνος αλλά μακριά από το θέατρο που υπεραγαπάει. Είναι ένας άνθρωπος φτιαγμένος για επιβίωση, θα πάει εκεί που είναι πιο βολικά για εκείνη χωρίς να γνωρίζει το κόστος του να απομυζά από καταστάσεις που της εξασφαλίζουν την ωραία ζωή. Είναι πολύ μακριά από εμένα αυτή η ηρωίδα, βέβαια δεν ξέρουμε τι θα έκανε ο καθένας μας σε μια τέτοια, τρομακτική συνθήκη. Στις πρόβες προσπαθώ να καταλάβω εκείνο το σπόρο μέσα της που λαχταρά να ζήσει, να προσκολληθεί σε ορμέμφυτα συναισθήματα σε μια περίοδο που πέφτουν οι βόμβες δίπλα της».
Η διαδρομή της μαζί με τη Νατάλια ακούγεται συναρπαστική, ειδικά όταν ανεβαίνει στη σκηνή και η ορχήστρα των χάλκινων πνευστών, που στην παράσταση θα παίζει ζωντανά Γκόραν Μπρέγκοβιτς αλλά και πρωτότυπη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου. «Όταν ήρθε η στιγμή να μπουν οι μουσικοί στις πρόβες εμείς [οι ηθοποιοί] είπαμε, εντάξει, ευχαριστούμε πολύ, δεν χρειαζόμαστε πια! Αν μπορούμε να πλαισιώσουμε ή να ανυψώσουμε αυτή την ήδη υπέροχη εμπειρία, όπου τα πόδια και η καρδιά σου χορεύουν, θα είμαστε ευτυχισμένοι».
Η Νατάλια πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος, με αδιαφορία, ή έστω άγνοια, για τις συνέπειες των πράξεών της. Η ηθοποιός που την υποδύεται, από την άλλη, αποπνέει ευαισθησία από κάθε πόρο του σώματός της. Όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά για όλα τα πλάσματα. Μιλάει για τον γάτο της, με τον οποίο «συμπορευόμαστε δέκα χρόνια σχεδόν, έχουμε μεγαλώσει και ωριμάσει μαζί». Για έναν σκύλο που είχε βρει ετοιμοθάνατο από Καλαζάρ στο χωριό της στην Εύβοια, «έγινε καλά, άνθησε, και μου χάρισε δύο υπέροχα χρόνια – υποτίθεται ότι τα σώζεις, αλλά εσύ είσαι ο σωσμένος.
»Δεν μπορώ να σκεφτώ την ύπαρξή μου χωρίς αυτά τα πλάσματα να σου αλλάζουν το σύμπαν και πολλές φορές νιώθω πολύ πιο ζωντανή κοντά τους παρά κοντά στους ανθρώπους, πολύ πιο ειλικρινής, πολύ πιο κοντά στη φύση μου. Έχω την ανάγκη να μιλήσω στον γάτο μου, να τον χαϊδέψω, ή να ανταλλάξω δυο κουβέντες με έναν αδέσποτο, να κοιταχτούμε στα μάτια και να συνεννοηθούμε, ότι είμαστε εδώ και οι δύο, ζωντανοί. Ακόμα και προς τα έντομα δυσκολεύομαι να λειτουργήσω βίαια, ζούμε σε έναν κόσμο όπου δεν είναι καθόλου δεδομένο το ότι όταν είσαι στην εξοχή θα δεις ένα αλογάκι της Παναγίας, αλλά αν σταθούμε και το δούμε και καταλάβουμε πόσο όμορφο είναι νομίζω ότι αλλάζουν η ματιά και οι πράξεις μας».
«Δεν μπορώ να σκεφτώ την ύπαρξή μου χωρίς αυτά τα πλάσματα να σου αλλάζουν το σύμπαν και πολλές φορές νιώθω πολύ πιο ζωντανή κοντά τους παρά κοντά στους ανθρώπους, πολύ πιο ειλικρινής, πολύ πιο κοντά στη φύση μου. Έχω ανάγκη να μιλήσω στον γάτο μου, να τον χαϊδέψω, ή να ανταλλάξω δυο κουβέντες με έναν αδέσποτο».
Η πρώτη επαφή με την ευαισθησία της Αλεξάνδρας ήταν όταν την είχα παρακολουθήσει από κοντά να δίνει την ψυχή της σε ένα παιδικό εργαστήρι: «Πριν από κάθε παιδική δράση φοβάμαι πιο πολύ κι από ό,τι στην Επίδαυρο! Φεύγοντας από το σπίτι παίρνω ό,τι βρω μπροστά μου -ένα χαρτί υγείας, ένα κασκόλ, τρεις παντόφλες, έναν αρκούδο και πολλά κομφετί- είναι τρομακτικό αλλά και αναγκαίο να φτιάξουμε κάτι μαζί με τα παιδιά, οπότε παίζεις με τις πιθανότητες να φας χυλόπιτα, τα παιδιά να αρχίσουν να κλαίνε, να φύγουν… Αλλά αν τα καταφέρεις, είναι πολύ μεγάλη χαρά. Κάθε φορά πηγαίνω με ένα τεράστιο βάρος και επιστρέφω διακόσια κιλά ελαφρύτερη, σαν να έχω πάρει οκτώ ελιξίρια, να έχω κάνει πέντε μάσκες ομορφιάς και τρεις μεσοθεραπείες, γυρίζω ευτυχισμένη».
«Αν τα καταφέρεις σε μια παιδική δράση, είναι πολύ μεγάλη χαρά. Κάθε φορά πηγαίνω με ένα τεράστιο βάρος και επιστρέφω διακόσια κιλά ελαφρύτερη, σαν να έχω πάρει οκτώ ελιξίρια, να έχω κάνει πέντε μάσκες ομορφιάς και τρεις μεσοθεραπείες, γυρίζω ευτυχισμένη»
Το παιδί έχει ως επίκεντρο και το θέμα της νέας τηλεοπτικής σειράς στην οποία τη βλέπουμε φέτος στην ΕΡΤ, την «Έρημη Χώρα» του Γιώργου Γκικαπέππα. «Υποδύομαι τη σύζυγο ενός εισαγγελέα ανηλίκων (Γιώργος Καραμίχος) ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση ενός κοριτσιού που χάνει τους γονείς του σε δυστύχημα όπου ήταν και το ίδιο μέσα στο αυτοκίνητο, την περίοδο που το ζευγάρι είναι σε μια πολύ εύθραυστη στιγμή στη σχέση του, καθώς παλεύει να κάνει παιδί με εξωσωματικές. Νομίζω ότι το θέμα της σειράς είναι η σχέση παιδιού και ενηλίκων και το παιδί που θέλουμε να αποκτήσουμε ενώ το κουβαλάμε μέσα μας αφού δεν μεγαλώσαμε ποτέ ούτε ως άτομα ούτε ως κοινωνία».
Δείτε το teaser trailer του «Underground»:
Info
«Underground», βασισμένο στην ομώνυμη εμβληματική ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα, στο θεατρικό έργο «Άνοιξη τον Ιανουάριο» και στο μυθιστόρημα «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα» του Ντουσάν Κοβάσεβιτς. Θέατρο Ακροπόλ από 18 Νοεμβρίου, Ιπποκράτους 9, Αθήνα, τηλ. 210 3648303, theatroakropol.gr. Πρόγραμμα παραστάσεων: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 17:45 & 21:00, Κυριακή στις 19:00. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.
Συντελεστές
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς. Μουσική από την κινηματογραφική ταινία «Underground»: Goran Bregovic. Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Άγγελος Τριανταφύλλου. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη. Κίνηση – Χορογραφίες: Αμάλια Μπένετ. Σχεδιασμός φωτισμών: Λευτέρης Παυλόπουλος. Video art: Κάρολος Πορφύρης. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή .Γραφιστικά – Σχεδιασμός αφίσας: Χριστόφορος Χαραλαμπόπουλος. Teaser videos: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος. Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Τσιμάρας. Διαδικτυακή επικοινωνία: Κωνσταντίνος Ζουρνάς | Digital.gr. Οργάνωση παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη. Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Γιώργος Μπινιάρης, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Αλέξανδρος Βιδαλάκης, Εμμανουήλ Κοντός, Νίκος Παπαδομιχελάκης, Νίκος Τσιμάρας, Χριστίνα Κυπραίου κ.ά. Συμμετέχει ζωντανή ορχήστρα επί σκηνής: Μενέλαος Μωραΐτης – Τούμπα. Σπύρος Νίκας – Σαξόφωνο, Κώστας Σαπούνης – Τρομπέτα, Βασίλης Παναγιωτόπουλος – Τρομπόνι, Περικλής Κατσώτης – Κρουστά. Παραγωγή: Θέαμα ΑΚΡΟΠΟΛ
Ευχαριστούμε το Free Thinking Zone (Σκουφά 64, Αθήνα) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.