Σε ένα δυστοπικό νησί της Ελλάδας γύρω στο 1900, η Χαδούλα, χήρα Ιωάννου Φράγκου, έχει μάθει να επιβιώνει στην ανδροκρατούμενη, πατριαρχική κοινωνία υπηρετώντας αυτό που της πέρασε η μητέρα της – μια σκυτάλη δύσκολη, που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας. Η Χαδούλα επαναστατεί μέσα της κι αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί και προς τα έξω. Τα μικρά κορίτσια του νησιού γίνονται θύματά της. Αφαιρώντας τους τη ζωή, νιώθει ότι τα απαλλάσσει από το κοινωνικό φορτίο που συνοδεύει την ύπαρξή τους. Οι πράξεις της κάποια στιγμή αυτονομούνται και τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον νόμο. Εγκαταλείπει το σπίτι της και βρίσκει καταφύγιο στη φύση. Όμως, όσο και αν η ηθική της τής υπαγορεύει ότι έπραξε σωστά, στην πραγματικότητα το χρόνιο τραύμα της την ακολουθεί παντού.
Η «Φόνισσα», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έρχεται στις 30 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους από την Τanweer. Με αυτή την αφορμή, μιλήσαμε με τη Μαρία Πρωτόπαππα, που αυτή την περίοδο απολαμβάνουμε στο ρόλο της «Μαρίνας» στον «Σασμό» στον Alpha και που στην ταινία θα δούμε να υποδύεται τη μάνα της «Φόνισσας», Δελχαρώ, μια δεσπόζουσα μητριαρχική μορφή η οποία κληροδοτεί στην κόρη της το διαγενεαλογικό τραύμα που κι εκείνη κληρονόμησε κάποτε.
Πριν από τα γυρίσματα της «Φόνισσας» είχατε επαφή με τα κείμενα και τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη; Τι σας γοητεύει περισσότερο στο λογοτεχνικό σύμπαν του;
«Ναι, βέβαια. Όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου μάς διάβαζε τα διηγήματά του. Ως ενήλικας και ηθοποιός συναντήθηκα μαζί του μέσω του κυρίου Θοδωρή Γκόνη, ο οποίος οργάνωσε την ηχογράφηση αναγνώσεων για την ΕΡΤ και, ορμώμενοι οι δυο μας από τον θαυμασμό και την αγάπη που νιώσαμε για αυτόν το δάσκαλο, κάναμε παραστάσεις σε κάποια αρχαία θέατρα στην Ελλάδα. Θυμάμαι να μελετάω τη γλώσσα, τον λόγο του και, ανακαλύπτοντας την ψυχή του, τη ματιά του και τη μουσική του, να νιώθω δέος και ευγνωμοσύνη. Έχω καταπιαστεί με κείμενά του και σε μαθήματα υποκριτικής ως καθηγήτρια σε σχολές θεάτρου. Νιώθω πως ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να διδάσκεται μεθοδικά και ασταμάτητα σε όλες τις τάξεις του σχολείου, εστιάζοντας στην ελληνική γλώσσα και τις δυνατότητες που προσφέρει για δημιουργία σκέψης, στην ποίηση, την ενσυναίσθηση, τη λογική και το ήθος. Έτσι τα παιδιά θα είχαν ένα πανίσχυρο αντίδοτο στην επίθεση της ανοησίας και κενότητας που δέχονται».
«Νιώθω πως ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να διδάσκεται μεθοδικά και ασταμάτητα σε όλες τις τάξεις του σχολείου, εστιάζοντας στην ελληνική γλώσσα και τις δυνατότητες που προσφέρει για δημιουργία σκέψης, στην ποίηση, την ενσυναίσθηση, τη λογική και το ήθος».
Συστήστε μας την ηρωίδα που υποδύεστε στη «Φόνισσα»: Ποια είναι τα σημεία επαφής που βρήκατε μαζί της και ποιες υπήρξαν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ερμηνεία της;
«Η μητέρα της Φόνισσας στην ταινία επισκέπτεται την Χαδούλα λίγο ως ανάμνηση και ως βαθύτερη αιτία της σκληρότητας και λίγο ως υποσυνείδητη συνοδεία στον δρόμο προς το “ψήλωμα του νου”. Στις σύντομες παρουσίες είναι δύσκολο να μπορέσεις να ενσωματωθείς και να συντονιστείς αποτελεσματικά και με θέρμη. Ευτυχώς η πρότερη γνωριμία μου με τους περισσότερους συντελεστές και κυρίως με τις κυρίες Κ. Καραμπέτη και Ε. Νάθενα έγιναν πλαίσιο στήριξης».
Παρόλο που δεν υποδύεστε την ίδια τη «Φόνισσα», καθώς ήρθατε σε επαφή με την ιστορία της νιώσατε την ανάγκη να αναζητήσετε ελαφρυντικά στις αποτροπιαστικές πράξεις της;
«Μα δεν πρόκειται για δικαστήριο. Η φρίκη απέναντι στη βία προς τα παιδιά μάς διέτρεχε ακραία στις σκηνές που γυρίζαμε και μόνο με τη φυσική παρουσία των παιδιών. Έχοντας αναλύσει τη διαδρομή και τα βιώματα της Φόνισσας νιώθαμε συμπόνια για εκείνη».
Μοιάζει σοκαριστικό το γεγονός ότι ο θεσμός της προίκας καταργήθηκε μόλις το 1983. Πώς συνδέεται με το σήμερα η ιστορία της «Φόνισσας»; Ποιες εκφάνσεις της πατριαρχικής κοινωνίας του Παπαδιαμάντη επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας;
«Είναι ο περιορισμένος αριθμός γυναικών σε θέσεις διοίκησης και εξουσίας, οι κατώτεροι μισθοί σε ίσες εργασίες, οι προκαταλήψεις, οι βιασμοί, η βία, τα στερεότυπα, η έλλειψη στήριξης των νέων μητέρων, η εμπορευματοποίηση, η πορνεία, οι ρόλοι που διδάσκονται στα νέα κορίτσια, το ότι η γλώσσα δεν εμπεριέχει στο θηλυκό κάποια επαγγέλματα, και πολλά πολλά άλλα, μικρά και μεγάλα».
«Η φρίκη απέναντι στη βία προς τα παιδιά μάς διέτρεχε ακραία στις σκηνές που γυρίζαμε και μόνο με τη φυσική παρουσία των παιδιών. Έχοντας αναλύσει τη διαδρομή και τα βιώματα της Φόνισσας νιώθαμε συμπόνια για εκείνη».
Το φύλο του σκηνοθέτη -εν προκειμένω της Εύας Νάθενα- μπορεί να επηρεάσει με κάποιον τρόπο την προσέγγιση θεμάτων όπως αυτά που πραγματεύεται η «Φόνισσα», για παράδειγμα η προίκα και η παιδοκτονία;
«Μια γυναίκα που αυτοανακαλύπτεται συνεχώς σίγουρα νοιάζεται πιο πολύ ή, μάλλον, στέκεται προσωπικά στο ταξίδι διότι, βιωματικά και σωματικά ακόμα, γνωρίζει τα θέματα από πρώτο χέρι».
Παρά την πλούσια διαδρομή σας στο θέατρο και τον κινηματογράφο, πολλοί σας ξέρουν πλέον σαν τη «Μαρίνα» του «Σασμού». Πώς αισθάνεστε για την αναγνωρισιμότητα που φέρνει η τηλεόραση και την ταύτιση ενός ηθοποιού, τουλάχιστον για το κοινό της, με έναν συγκεκριμένο ρόλο;
«Η αναγνωρισιμότητα είναι αναπόφευκτο φαινόμενο. Φέρνει στιγμές άλλοτε απλές, ανθρώπινες, καμιά φορά συγκινητικές, άλλοτε ενοχλητικής αδιακρισίας ή ακόμα και έλλειψης σεβασμού ή προσβολής. Αλλά αφού η φυσιογνωμία σου μπαίνει στο σπίτι των τηλεθεατών γίνεται οικεία. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την προσωπικότητά σου, που παραμένει άγνωστη. Εγώ αυτά τα δύο δεν τα συγχέω. Και δεν προδίδω τον εαυτό μου, τον σέβομαι, όπως και αυτούς που με σέβονται. Είναι σημαντικά τα μηνύματα που μεταδίδουμε μέσω της δουλειάς, κάποτε και έξω από αυτήν, αλλά πάντα η πρόσληψη εξαρτάται από τον αποδέκτη εξίσου».
«Η αναγνωρισιμότητα είναι αναπόφευκτο φαινόμενο. Φέρνει στιγμές άλλοτε απλές, ανθρώπινες, καμιά φορά συγκινητικές, άλλοτε ενοχλητικής αδιακρισίας ή ακόμα και έλλειψης σεβασμού ή προσβολής. Αλλά αφού η φυσιογνωμία σου μπαίνει στο σπίτι των τηλεθεατών γίνεται οικεία».
Φαντάζομαι ότι κανένας ρόλος σας δεν σχολιάστηκε τόσο όσο αυτός της «Μαρίνας» στα social media, θετικά βέβαια. Με αυτή την αφορμή θα ήθελα να ρωτήσω ποια είναι η σχέση σας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είστε ανοιχτή στο να ακούσετε και να επεξεργαστείτε τα όσα αναπαράγονται εκεί;
«Ελάχιστο χρόνο δίνω, κυρίως διότι δεν μου περισσεύει. Και δευτερευόντως διότι προτιμώ να ασχολούμαι με κάτι δημιουργικό, όχι με σχόλια που επαναλαμβάνουν κάτι που έχει ήδη συντελεστεί, καλό ή κακό. Διαλέγω να μην ταυτίζομαι με τον αντίκτυπο, εκτός εάν κάτι συμβεί αυθόρμητα και καλοπροαίρετα».
Σε κάποιες από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις σας σχολιάστηκε το γεγονός ότι αναλάβατε τον ανδρικό ρόλο του «Οδυσσέα» στον «Φιλοκτήτη». Γιατί ξενίζει η ερμηνεία ενός ανδρικού χαρακτήρα από γυναίκα;
«Εμένα δεν με ξενίζει καθόλου. Ούτε το αντίστροφο, η ερμηνεία ενός γυναικείου χαρακτήρα από άνδρα. Η τέχνη του θεάτρου είναι πλατιά και δοκιμάζει τα πάντα, εξάλλου δεν είναι καθόλου καινούργιο ή πρωτότυπο. Σχολιάζεται και γράφεται συνήθως για λόγους επικοινωνίας ή από μη θεατρόφιλο κοινό».
Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι απολαμβάνετε έναν «μοναχικό τρόπο ζωής». Στην εποχή που η εξωστρέφεια αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο χρήσιμα προσόντα, εσείς τι απολαμβάνετε περισσότερο στη μοναχικότητα; Τι σας κουράζει ή ενδεχομένως σάς προκαλεί δυσφορία στην επαφή με τους ανθρώπους; Και τι σας βοηθάει να αποφορτιστείτε, να χαλαρώσετε;
«Η μοναχικότητα όπως και η συντροφικότητα ή η ανάγκη για κοινωνικότητα εναλλάσσονται. Χρειαζόμαστε από όλα. Αρκεί να αφουγκραζόμαστε τον εαυτό μας και να κρατιόμαστε γνήσιοι όσο γίνεται. Και σε ισορροπία και με θρεπτικές σχέσεις. Η “φασαρία” με κουράζει. Η ψευτιά. Με ξεκουράζουν ο στοχασμός, ο θαυμασμός, η αναπόληση και η έρευνα».
Η παρουσία σας στο θέατρο είναι πάντα σημαντική. Φέτος ετοιμάζετε κάτι καινούριο;
«Ετοιμάζομαι να ξεκινήσω πρόβες για το “Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” του Φ. Γκ. Λόρκα, μία παράσταση που θα ανέβει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν, τον Ιανουάριο, με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Στέργιογλου στον ομώνυμο ρόλο και με σταθερή μου συνεργάτη την Εύα Νάθενα και μια αγαπημένη μου ομάδα συναδέλφων και συνεργατών».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Φόνισσα»:
Συντελεστές
Μια παραγωγή της Tanweer Productions σε συμπαραγωγή με τη View Master Films και την COSMOTE TV.
Πρωταγωνιστούν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Αριάδνη Βελλή
Σκηνοθεσία – Production Design – Koστούμια: Εύα Νάθενα. Σενάριο: Κατερίνα Μπέη. Concept Development- Script Editor: Εύα Νάθενα. Historical & Scientific consultant: Μαρία Τουγιανίδου. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Παναγιώτης Βασιλάκης. Casting: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης. Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου. Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου. Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης. Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου. Hair Stylist: Χρόνης Τζήμος. Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος. Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Κώστας Λαμπρόπουλος. Παραγωγή: Tanweer Productions σε συμπαραγωγή με τη View Master Films. Συμπαραγωγός: COSMOTE TV. Χορηγός: Optima bank. Με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ. Διανομή: Tanweer Alliances