Ένα γεγονός τοπικής εμβελείας, η μετατροπή ενός συνοικιακού εστιατορίου σε takeaway spot, έγινε η αφετηρία για ένα άρθρο του Derek Thompson στο The Atlantic με παγκόσμιες προεκτάσεις, όπως προδιαθέτει ήδη ο τίτλος του «The Anti-Social Century», «Ο αντικοινωνικός αιώνας». Γιατί μπορεί ο αρθρογράφος να εστιάζει στις ΗΠΑ αλλά το θέμα του, η μοναξιά, οι παράγοντές και οι συνέπειές της, δεν γνωρίζει σύνορα.

Ο ίδιος παρουσιάζει τη σύγχρονη μετάβαση από το φαγητό έξω στο πακέτο για το σπίτι ως ένα από τα συμπτώματα, ενδεχομένως και τα αίτια, μιας σύγχρονης τάσης προς την απομόνωση. Μπορεί να τοποθετούμε αυτή τη μετάβαση στην εποχή της πανδημίας -πράγματι, τότε απογειώθηκε για λόγους δημόσιας υγείας- αλλά οι απαρχές της εντοπίζονται πολλά χρόνια νωρίτερα. Σύμφωνα, συγκεκριμένα, με στατιστικά δεδομένα που παραθέτει ο Thompson, το ποσοστό των Αμερικανών ενηλίκων που βγαίνουν για φαγητό έξω έχει μειωθεί κατά 30% μέσα στα τελευταία 20 χρόνια.

Ακόμα και τα σπιτικά καλέσματα για φαγητό ή ποτό, για όσους ίσως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα (πλέον) να βγαίνουν συχνά, μοιάζουν να μειώνονται. Από τα τέλη των 70s έως τα τέλη των 90s η συχνότητα των συγκεντρώσεων στο σπίτι (είτε μιλάμε για δείπνα είτε για μπάρμπεκιου ή πάρτι) μειώθηκε κατά 45%, βάσει στοιχειών που παραθέτει ο πολιτικός επιστήμονας Robert Putnam, συγγραφέας του βιβλίου «Το Bowling Alone: ​The Collapse and Revival of American Community».

Ακόμα και τα σπιτικά καλέσματα για φαγητό ή ποτό, για όσους ίσως δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα (πλέον) να βγαίνουν συχνά, ακολουθούν πτωτική τάση. Από τα τέλη των 70s έως τα τέλη των 90s η συχνότητα των σπιτικών συγκεντρώσεων (είτε μιλάμε για δείπνα είτε για μπάρμπεκιου ή πάρτι) μειώθηκε κατά 45%.

Στα δικά μας, ο σεφ Άκης Πετρετζίκης, σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο Marie Claire, με αφορμή το νέο βιβλίο του «Ευκολάκι» (εκδ. Διόπτρα), σχολίασε το φαινόμενο της αναστολής λειτουργίας πολλών εστιατορίων και της στροφής του κόσμου στο takeaway και το delivery, που έγινε ιδιαίτερα έντονο στη διάρκεια του lockdown: «Το φαγητό έξω ήταν ανέκαθεν ένας τρόπος διασκέδασης για τον κόσμο. Στην πανδημία, αυτό άλλαξε. Ο κόσμος άρχισε να παραγγέλνει περισσότερο στο σπίτι. Οπότε σχεδόν όλα τα εστιατόρια και οι επιχειρηματίες της εστίασης έβαλαν την επιλογή του delivery. Ακόμα και όταν βγήκαμε από την πανδημία, η συγκεκριμένη συνήθεια παρέμεινε. Ο κόσμος συνεχίζει να τρώει σπίτι και να βγαίνει λιγότερο στα εστιατόρια, στις ταβέρνες, στα μεζεδοπωλεία». Ενώ η ψυχολόγος Καλλιόπη Εμμανουηλίδου στο βιβλίο της «Ψυχο-γαστρονομία» (εκδ. Μεταίχμιο) μάς προσκαλεί να ξαναβρούμε τη χαμένη απόλαυση του φαγητού και ως μέσου κοινωνικοποίησης, μεταξύ άλλων προτείνοντάς μας μια κατηγορία συνταγών με τίτλο «φαγητό της μοιρασιάς» (που κάνει και το μαγείρεμα και το γεύμα μια συντροφική εμπειρία).

Φυσικά η μοναξιά δεν αποτυπώνεται μόνο στα εστιατόρια και στις τραπεζαρίες των σπιτιών μας (ένα δωμάτιο που επίσης τείνει προς εξαφάνιση). Εκφράζεται, και ευνοείται, ανάμεσα σε άλλα, και από την τρέχουσα κατάσταση στη βιομηχανία του κινηματογράφου, που ενώ στις απαρχές της πρότεινε τις σκοτεινές αίθουσες ως αποκλειστικό τρόπο απόλαυσης μιας ταινίας, πλέον καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κινηματογραφική εκδοχή του «σπιτικού delivery», δηλαδή τις τηλεοπτικές πλατφόρμες.

Στην πραγματικότητα βέβαια οι μεγάλες οθόνες άρχισαν να χάνουν την κυριαρχία τους ήδη από τότε που οι τηλεοράσεις έπαψαν να αποτελούν είδος πολυτελείας και μπήκαν σε κάθε σπίτι. Για την ακρίβεια η τηλεόραση αντικατέστησε, σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο τη σαββατιάτικη έξοδο για σινεμά αλλά κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Ήδη τη δεκαετία του ‘90, όπως γράφει ο Thompson, τα ζευγάρια περνούσαν τετραπλάσιο χρόνο παρακολουθώντας τηλεόραση παρά συζητώντας.

Η τηλεόραση αντικατέστησε, σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο τη σαββατιάτικη έξοδο για σινεμά αλλά κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Ήδη τη δεκαετία του ‘90 τα ζευγάρια περνούσαν τετραπλάσιο χρόνο παρακολουθώντας τηλεόραση παρά συζητώντας.

Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που προετοίμασαν το έδαφος για την έλευση του λεγόμενου «αντικοινωνικού αιώνα» για τον οποίο μιλάει το άρθρο. Όπως η αντικατάσταση των μέσων μαζικής μεταφοράς από το αυτοκίνητο, αλλά και οι εξελίξεις στην αστική αρχιτεκτονική, που αφενός δίνει έμφαση στην κατασκευή σπιτιώνφρούρια σχεδιασμένα έτσι ώστε να προσφέρουν απόλυτη απομόνωση και να ενσωματώνουν τεράστιες οθόνες και άλλες τεχνολογίες οικιακής ψυχαγωγίας, αφετέρου περιορίζει τους κοινόχρηστους χώρους. Ειδικά στις λεγόμενες υποβαθμισμένες συνοικίες.

«Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω επισκεφτεί φτωχές γειτονιές μεγάλων πόλεων και οι επικεφαλής των κοινοτήτων μού έχουν πει ότι οι νέοι δεν έχουν πουθενά να πάνε, τίποτα να κάνουν. Θα ήθελα να δω την κυβέρνηση να δημιουργεί κοινωνικές υποδομές για εφήβους, όπως αθλητικές εγκαταστάσεις, δημοτικά κολυμβητήρια και βιβλιοθήκες, με την ίδια δημιουργικότητα και γενναιοδωρία που διοχετεύουν οι εταιρείες στον σχεδιασμό των video games» λέει ο κοινωνιολόγος Eric Klinenberg στο The Atlantic.

Μάλλον όμως δεν υπάρχει πιο καθοριστικός παράγοντας από τα smartphones. Σήμερα οι Αμερικανοί περνούν 2,5 μήνες τον χρόνο στο κινητό τους, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο κοινωνικός ψυχολόγος Jonathan Haidt, συγγραφέας του βιβλίου «The Anxious Generation», «Η αγχωμένη γενιά». Ακόμα και οι έφηβοι και νέοι ενήλικες, που παραδοσιακά η ζωή τους περιστρεφόταν γύρω από τις παρέες και τις σχέσεις, γίνονται ανησυχητικά «σπιτόγατοι». Το ποσοστό εκείνων που σχεδόν καθημερινά μετά το σχολείο βγαίνει έξω και συναντιέται με φίλους έχει μειωθεί κατά 50% από τις αρχές των 90s. Αυτό δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τις ψηφιακές συσκευές και τα social media -άλλοι παράγοντες μπορεί να είναι, για παράδειγμα, οι υπέρογκες σχολικές υποχρεώσεις, η έλλειψη κοινόχρηστων χώρων, η οικονομική κρίση αλλά και η υπερπροστατευτικότητα των γονιών- όμως κανένας ειδικός δεν αμφισβητεί τον ρόλο που παίζει και η τεχνολογία. Μάλιστα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μια επίφαση κοινωνικοποίησης χωρίς να προσφέρουν όλα τα ψυχικά οφέλη της.

Σήμερα οι Αμερικανοί περνούν 2,5 μήνες τον χρόνο με το κινητό τους, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο κοινωνικός ψυχολόγος Jonathan Haidt, συγγραφέας του βιβλίου «The Anxious Generation», «Η αγχωμένη γενιά». Ακόμα και οι έφηβοι και νέοι ενήλικες, που παραδοσιακά η ζωή τους περιστρεφόταν γύρω από τις παρέες και τις σχέσεις, γίνονται ανησυχητικά «σπιτόγατοι».

Τελικά η πιο πρόσφατη μετάβαση, στην τεχνητή νοημοσύνη, όπου για παράδειγμα δεκάδες εκατομμύρια χρήστες του Character.ai ξοδεύουν καθημερινά κατά μέσο όρο 93 λεπτά στην επικοινωνία με chatbots, δεν υπήρξε τόσο απότομη, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια συντηρούμε πολλές σχέσεις αποκλειστικά μέσα από chatrooms: σε κάποιες περιπτώσεις, με ανθρώπους που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ από κοντά και δεν μπορούμε καν να είμαστε 100% σίγουροι ότι υπάρχουν.

«Η ανθρώπινη αλληλεπίδραση δεν προκύπτει εν κενώ και σίγουρα χτίζεται με κόπο» έχει πει ο καθηγητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας Αντώνιος Ντακανάλης στο Marie Claire. «Προϋποθέτει ότι βγαίνουμε από το σπίτι μας, πηγαίνουμε σε περιβάλλον με άλλους ανθρώπους, βρίσκουμε ανθρώπους με ίδια ενδιαφέροντα, φροντίζουμε τη συμπεριφορά μας ώστε να είμαστε συμπαθητικοί, δημιουργούμε κάποια σχέση φιλική, ερωτική ή άλλη, συντηρούμε τη σχέση με ό,τι αυτό συνεπάγεται και βέβαια υποκείμεθα πάντα στο ενδεχόμενο ο άλλος να αδιαφορήσει, να μας εγκαταλείψει, να μας προδώσει, να αρρωστήσει και να πεθάνει ή πολύ απλά να μην μας κάνει τα κέφια όποτε, όταν και όπως εμείς θέλουμε. Σε αντιδιαστολή, το chatbot είναι πάντα εκεί, στην άκρη του χεριού μας 24/7. Μπορούμε να του μιλάμε και να φερόμαστε όπως θέλουμε χωρίς επιπτώσεις, δεν μας απορρίπτει, δεν μας κρίνει, δεν μας αποδοκιμάζει, δεν μας εγκαταλείπει, δεν έχει απαιτήσεις, δεν κοιμάται, δεν κουράζεται, δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα, δεν αρρωσταίνει, δεν πεθαίνει. Βολικό, δεν είναι; Με λίγα λόγια η αλληλεπίδραση με ένα chatbot δεν απαιτεί καμία κοινωνική δεξιότητα ούτε οριοθέτηση ούτε ανάληψη ευθύνης για τις πράξεις μας. Η μόνη προϋπόθεση είναι να έχουμε σύνδεση στο διαδίκτυο».

Δεν χρειάζεται να δαιμονοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη: μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη, εφόσον καταφεύγουμε σε αυτήν με μέτρο και αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς και τους κινδύνους της. Αλλά οι ειδικοί συμφωνούν ότι τουλάχιστον μέχρι στιγμής, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Ότι η κοινωνικοποίησή μας παραμένει ζωτικής σημασίας, παρόλο που δεν χρειάζεται πλέον, για να επιβιώσουμε, να βγούμε από σπηλιές και να κυνηγήσουμε σε ομάδες ή να μετακινηθούμε συλλογικά αναζητώντας με μεγαλύτερη ασφάλεια πιο εύφορους τόπους.

Οι ειδικοί συμφωνούν ότι τουλάχιστον μέχρι στιγμής, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Ότι η κοινωνικοποίησή μας παραμένει ζωτικής σημασίας, παρόλο που δεν χρειάζεται πλέον, για να επιβιώσουμε, να βγούμε από τις σπηλιές μας για να κυνηγήσουμε σε ομάδες ή να μετακινηθούμε σε κοπάδια αναζητώντας με μεγαλύτερη ασφάλεια πιο εύφορους τόπους.

Ο γενικός χειρουργός του Joe Biden, Vivek Murthy, συγκρίνει τις συνέπειες της «επιδημίας της μοναξιάς», όπως την αποκαλεί, με εκείνες του καπνίσματος και της παχυσαρκίας. Σε κάποιες χώρες, όπως η Βρετανία και η Ιαπωνία, έχουν πλέον «υπουργό Μοναξιάς» για να τις αντιμετωπίσει. Στις νεότερες γενιές η απομόνωση συντελεί σε ανεπαρκή ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων όπως η συνεργασία και η διαχείριση των συγκρούσεων. Σε κάθε ηλικία συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας όπως το άγχος ή η κατάθλιψη – που πρόσφατη δημοσκόπηση στους εφήβους (2023, ΗΠΑ) έδειξε ότι τα επίπεδά τους έχουν πιάσει ιστορικό υψηλό.

Ακόμα και αν νιώθουμε συναισθηματικά καλυμμένοι, και σίγουρα πιο προστατευμένοι, μέσα στη ζώνη βολής μας, όταν για παράδειγμα κάνουμε binge watching στο Netflix ή ανταλλάσσουμε αστεία μηνύματα με τους φίλους μας στα chatrooms ή φλερτάρουμε σε εφαρμογές γνωριμιών, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι αγνοούμε, ή επιλέγουμε να αγνοήσουμε, το θεμελιώδες γεγονός ότι είμαστε κοινωνικά όντα. Όταν μάλιστα στερούμε τον εαυτό μας από την ευκαιρία να βγούμε από τον μικρόκοσμο της πυρηνικής οικογένειάς μας ή των φίλων μας στα social media και να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο εκεί έξω, όπως εξηγεί ο Marc J. Dunkelman, ερευνητής του Πανεπιστημίου Μπράουν, οι επιπτώσεις ξεπερνούν τα όρια της ψυχικής υγείας μας και γίνονται  πολιτικές. «Όταν συναντάμε στον πραγματικό κόσμο ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις από εμάς γινόμαστε πιο μετριοπαθείς. Μια σημαντική επίπτωση του θανάτου του μεσαίου κοινωνικού δακτυλίου μας [όπως ο επιστήμονας αποκαλεί κοινότητες σαν τη γειτονιά μας] είναι ότι δεν κατανοούμε και δεν σεβόμαστε την αφήγηση της άλλης πλευράς».

Η κοινότητά μας είναι η καλύτερη αρένα για να ασκήσουμε δεξιότητες θεμελιώδεις σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όπως η ειρηνική διαφωνία και ο συμβιβασμός. «Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι καθώς εξαφανίζεται δίνει τη θέση της σε μια γκροτέσκα πολιτική, όπου κάθε πλευρά αισθάνεται επιφορτισμένη με τη ζωτικής σημασίας αποστολή να εξολοθρεύσει τον αντίπαλό της», προσθέτει ο αρθρογράφος του The Atlantic.

Η κοινότητά μας είναι η καλύτερη αρένα για να ασκήσουμε δεξιότητες θεμελιώδεις σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όπως η ειρηνική διαφωνία και ο συμβιβασμός. «Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι καθώς εξαφανίζεται δίνει τη θέση της σε μια γκροτέσκα πολιτική, όπου κάθε πλευρά αισθάνεται επιφορτισμένη με τη ζωτικής σημασίας αποστολή να εξολοθρεύσει τον αντίπαλό της», προσθέτει ο αρθρογράφος του The Atlantic.

Ο Thompson συνδέει, έτσι, τη σύγχρονη μοναξιά με τη ρητορική μίσους και την πόλωση που έχουν σχετιστεί με φαινόμενα όπως η άνοδος και η επανεκλογή του Donald Trump: «Η νίκη του στις εκλογές του 2024 είχε πολλές αιτίες, όπως ο πληθωρισμός και η απογοήτευση από τον Joe Biden». Αλλά μπορεί να έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο Trump αντιπροσωπεύει ένα σώμα ψηφοφόρων που γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτικό στις διαφορετικές πολιτικές απόψεις και που αντιμετωπίζει ως εχθρούς όσους τις υποστηρίζουν, σχολιάζει ο αρθρογράφος. «Για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από την προεκλογική καμπάνια του, αποκαλούσε τους Δημοκρατικούς “εχθρούς της δημοκρατίας” και τα ειδησεογραφικά μέσα “εχθρούς του λαού”».

Το γεγονός επίσης ότι ζούμε απομονωμένοι σε μια φούσκα, που στην καλύτερη περίπτωση μοιραζόμαστε με ομοϊδεάτες «φίλους» στα social media, εξηγεί σε κάποιο βαθμό το γιατί μπορεί να σκάει στον μικρόκοσμό μας σαν κεραυνός εν αιθρία μια εκλογική νίκη (όπως του Trump στην περίπτωση των ΗΠΑ ή, στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές, των Σπαρτιατών). «Πώς όλοι εμείς, που ζούμε σε κύκλους της ελίτ, δεν είδαμε τον Trump να κερδίζει ψήφους ακόμα και στους γείτονές μας;» διερωτάται χαρακτηριστικά ο Dunkelman στο The Atlantic.

Το γεγονός επίσης ότι ζούμε απομονωμένοι σε μια φούσκα, που στην καλύτερη περίπτωση μοιραζόμαστε με ομοϊδεάτες «φίλους» στα social media, εξηγεί σε κάποιο βαθμό το γιατί μπορεί να σκάει στον μικρόκοσμό μας σαν κεραυνός εν αιθρία μια εκλογική νίκη (όπως του Trump στην περίπτωση των ΗΠΑ ή, στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές, των Σπαρτιατών).

Και κάπως έτσι μπορεί ξαφνικά να μη μας φαίνονται πλέον τόσο ακραίες κάποιες επιλογές ζωής των Άμις, να υιοθετούν τεχνολογικές ανέσεις όπως το πλυντήριο ρούχων και το ψυγείο αλλά να απορρίπτουν την τηλεόραση γιατί, όπως είχε πει ένα μέλος τους, ο Tay Keong Tan, το 1998, «θα είχε ως αποτέλεσμα να προτιμάμε να μείνουμε σπίτι να δούμε τηλεόραση παρά να συναντηθούμε με άλλους».

Δεν χρειάζεται φυσικά να γίνουμε Λουδίτες, άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό. Μπορεί όμως, καθώς βιώνουμε τις αρνητικές συνέπειες της απομόνωσης, και ίσως υποκινούμενοι από κάποια  βαθιά εσωτερική ανάγκη, από μικρές, αθόρυβες αλλαγές να οδηγηθούμε ξανά σε έναν νέο «κοινωνικό αιώνα» κατά τον Thompson. Αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, μπορούμε να δούμε τάσεις όπως τα γεμάτα θέατρα και η εξάπλωση των καφέ με επιτραπέζια παιχνίδια όχι ως μεμονωμένα γεγονότα αλλά ως ενδείξεις ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει.

Σε κάθε περίπτωση, αν δεν μπορούμε μόνοι μας να αλλάξουμε τον κόσμο, ας μη σπεύσουμε τουλάχιστον να απορρίπτουμε την ταπεινή απόλαυση μιας κουβεντούλας στο λεωφορείο.

Πριν από μερικά χρόνια ο ψυχολόγος Nick Epley είχε ζητήσει από μια ομάδα εθελοντών να κάνουν ένα ταξίδι με τρένο συζητώντας με τους άγνωστους συνεπιβάτες τους και από μια άλλη να το περάσουν απομονωμένοι και σιωπηλοί. Στο τέλος, όσοι είχαν ζήσει ακόμα και εκείνη την εφήμερη εμπειρία κοινωνικής αλληλεπίδρασης ανέφεραν περισσότερα θετικά συναισθήματα. Εκείνο το πείραμα όμως υπήρξε ακόμα πιο καθοριστικό για τον ίδιο τον ερευνητή: «Ποτέ καμία άλλη έρευνα δεν έχει αλλάξει τη ζωή μου περισσότερο από αυτήν» λέει σήμερα ο Epley στο The Atlantic. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν περνάω καθόλου χρόνο μόνος, αλλά ότι απολαμβάνω περισσότερο τις στιγμές της ζωής μου γιατί έμαθα να αξιοποιώ τον “νεκρό χρόνο” της για να κάνω φίλους».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below