Την πρώτη φορά που διάβασα Άρλεκιν πρέπει να ήμουν γύρω στα 15. Δεν το διάβασα στην παραλία — αλλά κρυφά, στο πάτωμα της κουζίνας όταν οι υπόλοιποι κοιμούνταν στο σπίτι που διακοπεύαμε με την κολλητή μου. Τότε βλέπεις εκείνα τα βιβλία θεωρούνταν κάπως ταμπού, κάτι που έβρισκες στην κρεβατοκάμαρα της μαμάς (όχι της δικής μου μαμάς) ή της γιαγιάς (ξεκάθαρα της δικής μου γιαγιάς). Κάτι που διάβαζες χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι οι μεγάλοι και σου βάλουν τις φωνές. Κάτι που σε έβαζε σε σκέψεις για το τί ενδέχεται να συμβαίνει ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι όταν “κοιμούνται μαζί”. Αν δηλαδή το ζευγάρι είναι straight και ο άντρας έχει θεληματικό πηγούνι.
Από τότε μέχρι τώρα, έχουν κυλήσει πολλά Twilight και 50 Shades of Gray κάτω απ’ τ’ αυλάκι. Αυτό που αποκαλούμε “γυναικεία λογοτεχνία” έχει μεγαλώσει και επεκταθεί σε δεκάδες genres και subgenres. Πλέον, είτε σου αρέσει να διαβάζεις για εκατομμυριούχους με θεληματικό πηγούνι και bdsm τάσεις είτε για βρυκόλακες/λυκάνθρωπους/δράκους/ξωτικά/γοργόνους/μπλε εξωγήινους με προικισμένη ανατομία, υπάρχει ένα βιβλίο για σένα.(Αν δεν το βρίσκεις πες μου, τα’χω διαβάσει όλα, θα στο βρω εγώ.) Κυρίως και σημαντικότερα, η αγορά romance βιβλίων πλέον έχει καταλάβει ότι δεν είμαστε όλοι ετεροκανονικοί: υπάρχουν εκεί έξω υπέροχα γραμμένες ιστορίες για αγόρια που αγαπάνε αγόρια, κορίτσια που αγαπάνε κορίτσια και οποιαδήποτε άλλη έκφανση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. (Αν δεν βρίσκεις, πάλι πες μου, έχω διαβάσει πολλά, θα σου βρω εγώ.) Πλέον υπάρχουν ενεργές romance readers κοινότητες στα social media, άπειρα σάιτ και ορισμοί για τα διάφορα “tropes” που συνήθως συναντά κανείς σε ένα romance βιβλίο (πχ, για να θεωρείται romance πρέπει να έχει happy end) και γκρουπ όπου φανατικοί οπαδοί συγκεκριμμένων συγγραφέων ανταλλάσουν απόψεις για τις καυτές σκηνές των βιβλίων.
Ξέρεις όμως τι δεν έχει αλλάξει από τότε που διάβαζα Άρλεκιν κρυφά στο πάτωμα της κουζίνας; Η αποψάρα μερικών ανθρώπων για το τι είναι οκ να διαβάζουμε και τί όχι.
Απλά, πλέον, το επιχείρημα έχει λιγότερο να κάνει με την ηθική διαπαιδαγώγηση των κορασίδων και περισσότερο με τον πηγαίο σνομπισμό της λογοτεχνικής κοινότητας. “Δεν είναι βιβλία αυτά, είναι σκουπίδια” σου λένε με ύφος δέκα Ντοστογιέφσκι. Τα “σοβαρά” βιβλία πρέπει να σε κάνουν να στοχάζεσαι καίρια κοινωνικά ερωτήματα — όχι να περνάς όμορφα επειδή διάβασες κάτι ευχάριστο. Μην τυχόν και αποφασίσουμε να δραπετεύσουμε για λίγο από την καθημερινότητα μας, έστω και στην παραλία, με μια ιστορία απλή (απλοική, έστω) που ξέρουμε ότι στο τέλος θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Όχι, θα πρέπει να το πληρώσουμε με βλέμματα απαξίωσης από τους “σοβαρούς αναγνώστες”. Τί θα πει αλήθεια σοβαρός αναγνώστης; Πρέπει να διαβάζεις μόνο τίτλους που έχουν προταθεί για Νόμπελ Λογοτεχνίας; Ποίηση; Απομνημονεύματα; Μελέτες για το φεμινισμό; Κι αν όντως τα διαβάζεις όλα αυτά, είσαι κατά κάποιο τρόπο καλύτερος άνθρωπος από τον άνθρωπο στη διπλανή ξαπλώστρα που διαβάζει ρομάντζα;
Το πρόβλημα με το book shaming ως πρακτική, είναι ότι αντιμετωπίζει τα βιβλία σαν βαρόμετρο της κουλτούρας του καθενός, αντί για αυτό που στην πραγματικότητα είναι: ένα μέσο να διηγηθεί κάποιος μια ιστορία. Σκέψου το με όρους τηλεοπτικών σειρών: υπάρχουν σειρές αριστουργήματα, που θίγουν καίρια καίρια κοινωνικά ερωτήματα, υπάρχουν και σειρές που σκοπό έχουν να σε κάνουν να περνάς όμορφα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες shaming σε κάποιον για τις σειρές που βλέπει; Πιθανότατα ποτέ. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα περάσεις δίπλα απ’ την ξαπλώστρα κάποιου που διαβάζει “άρλεκιν”, “ρομάντζο” ή “βιβλίο παραλίας”, κάνε μου τη χάρη και κράτα το βαρόμετρο της κουλτούρας σου για τον εαυτό σου. Άντε και καλό καλοκαίρι.