Η «Ορέστεια» του Αισχύλου που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, την Παρασκευή 12 και το Σάββατο 13 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, είναι το θεατρικό γεγονός του φετινού καλοκαιριού και, όχι αναπάντεχα, έχει γίνει ήδη σχεδόν sold-out (απομένουν ελάχιστες θέσεις και για τις δύο μέρες). Και γιατί είναι η πρώτη συνεργασία του Εθνικού Θεάτρου με τον διεθνώς καταξιωμένο Έλληνα σκηνοθέτη και δάσκαλο και για τους εξαιρετικούς συντελεστές της και για τη διαχρονική δύναμη της τριλογίας – την οποία μάλιστα το Εθνικό Θέατρο έχει ανεβάσει πέντε φορές στην Επίδαυρο: το 1954 και το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1972 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και το 2019 με την Ιώ Βουλγαράκη, τη Λίλλυ Μελεμέ και τη Γεωργία Μαυραγάνη.
Η τριλογία («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες») γράφτηκε δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Αισχύλου, το 458 π.Χ., σε μια εποχή βίαιων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών. Κεντρικός άξονάς της είναι το τραγικό βραχυκύκλωμα του Ορέστη που διαχέεται σε όλα τα πρόσωπα του δράματος και στον χορό μέσα από διαδοχικά στάδια: από την αποσταθεροποίηση στο αδιέξοδο, στην τρέλα. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται η Αθηνά στο τρίτο μέρος της τριλογίας, για να θεσμοθετήσει τη δημοκρατία με τη βία, μέσω μιας αμφιλεγόμενης σύναψης ειρήνης.
H Κασσάνδρα, η γυναίκα με το προφητικό χάρισμα, καταραμένη να μην την πιστεύει κανένας, γίνεται τρόπαιο του Αγαμέμνονα, ο οποίος επιστρέφει νικητής από τον Τρωικό Πόλεμο στο παλάτι και στη σύζυγό του, Κλυταιμνήστρα. Την υποδύεται η Έβελυν Ασουάντ, η ηθοποιός-επί ετών συνεργάτιδα του Θεόδωρου Τερζόπουλου και τραγουδίστρια-μέλος των Pagan, του μουσικού σχήματος που μας συστήνει εκ νέου τη μουσική παράδοση. Λίγο πριν από την Επίδαυρο, μας μίλησε για την υποκριτική, τη μουσική αλλά και τις πολυπολιτισμικές καταβολές της.
Γιατί η «Ορέστεια» ασκεί τόση γοητεία στους θεατρικούς δημιουργούς;
«Είναι η μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος. Και μόνο αυτό ως γεγονός την καθιστά πολύ ελκυστική για έναν δημιουργό. Όπως λέει και ο Θεόδωρος Τερζόπουλος η τραγωδία είναι το πιο δύσκολο είδος, το πιο συναρπαστικό. Θίγει πολύ βαθιά ανθρωπιστικά και πολιτικά ζητήματα, που υφίστανται ακόμη και σήμερα, γεγονός που την καθιστά διαχρονική και επίκαιρη. Η ύπαρξη των τριών έργων δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο θεατής περνάει από διάφορα στάδια πολιτικής, ιστορικής, μυθολογικής και οντολογικής μύησης, μέχρι να έρθει αντιμέτωπος με μια υπό αμφισβήτηση δημοκρατία».
«Η ύπαρξη των τριών έργων δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο θεατής περνάει από διάφορα στάδια πολιτικής, ιστορικής, μυθολογικής και οντολογικής μύησης, μέχρι να έρθει αντιμέτωπος με μια υπό αμφισβήτηση δημοκρατία».
Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην «Ορέστεια» έχει το τίμημά της. Ποιες Ευμενίδες έχουμε εξορίσει για να εγκαταστήσουμε το δικό μας, σύγχρονο πολίτευμα;
«Στις “Ευμενίδες”, ο χορός των Ερινυών, των χθόνιων αρχαίων θηλυκών θεοτήτων, αποτελεί προβολή του λαού που βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το πρωτογενές στοιχείο, τα ένστικτα και τις παρορμήσεις. Στο τέλος της τραγωδίας, η Αθηνά, προσπαθώντας να λήξει τις εχθροπραξίες και να επιβάλει την τάξη, εγκαθιδρύει τη δημοκρατία, το νέο κόσμο, τη νέα τάξη πραγμάτων. Ντύνοντας τις Ερινύες με τα χαρακτηριστικά ενδύματα των μετοίκων, τις ανακηρύσσει “Ευμενίδες” και τις αναχαιτίζει, τις οδηγεί μακριά από το κέντρο της πόλης, στην αφάνεια, στη λήθη, στο βάθος της γης. Για να εγκαθιδρυθεί όμως η τάξη, η κάθε νέα τάξη, είναι απαραίτητο να ασκηθεί κάποιου είδους βία: να αποκοπεί το μέρος του ζωντανού σώματος που δεν μπορεί να συμπορευτεί με το νέο καθεστώς. Η νέα τάξη πραγμάτων που επιβάλλεται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς απαιτεί τη θυσία όλων αυτών των στοιχείων που είναι ασύμβατα μαζί της.
»Σήμερα, στην προσπάθειά μας να εγκαθιδρύσουμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα συμβατό με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, έχουμε εξορίσει όλα εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν την ίδια την ουσία του ανθρώπινου: την ενσυναίσθηση, τα ένστικτα, τη μνήμη, τη φαντασία, τις παρορμήσεις, τη ζωική δύναμη. Σίγουρα η δημιουργία μιας κοινότητας απαιτεί κάποιους όρους και νόμους ικανούς να διαφυλάξουν την εύρυθμη λειτουργία της, αλλά με ποιο κόστος; Και πώς μπορούμε να ορίσουμε τι είναι το ανθρώπινο σήμερα; Πώς να το διαφυλάξουμε; Αυτά είναι ερωτήματα που αξίζει να σκεφτεί κάποιος».
Μάντισσα με προφητικό χάρισμα αλλά χωρίς πειθώ (ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε το όνομά της για να περιγράψουμε μια αναξιόπιστη προφητεία), ερωτικό λάφυρο που δολοφονείται από ζηλιάρα σύζυγο… Τι μας λέει η Κασσάνδρα για τη θέση της γυναίκας τότε και τώρα; Τι συμβολίζει για εσάς η μυθική ηρωίδα;
«Η Κασσάνδρα έρχεται μέσα από τα ερείπια της Τροίας σαν ένα ακόμη λάφυρο και φέρει πάνω της όλες τις πληγές του πολέμου. Ως γυναίκα-τρόπαιο αντιπροσωπεύει κάθε άνθρωπο που υποφέρει από τη φρίκη της κατάκτησης. Που ξεριζωμένος από τον τόπο του ζει σαν ζωντανός νεκρός κάτω από τον ζυγό του κατακτητή αφέντη που αποφασίζει για την τύχη της ζωής του σκλάβου του. Δεν αντιπροσωπεύει μόνο τις καταπιεσμένες γυναίκες αλλά ολόκληρους λαούς. Όπως και όλους τους καταπιεσμένους επί γης, τους ανθρώπους του περιθωρίου, που βρίσκονται δίπλα μας και δεν τους βλέπουμε, που δεν θεωρούνται υπολογίσιμες μονάδες. Η ύπαρξη της Κασσάνδρας ως μάντισσας όμως έχει έναν πολύ σκοτεινό συμβολισμό κατά την άποψή μου, γιατί δεν ξέρουμε ποιος είναι τελικά πιο καταραμένος, αυτή που προφητεύει και δεν την πιστεύουν ή αυτοί που μαθαίνουν για τα δεινά που έρχονται και αδιαφορούν, οδηγούμενοι νομοτελειακά στην τραγωδία».
«Η ύπαρξη της Κασσάνδρας ως μάντισσας έχει έναν πολύ σκοτεινό συμβολισμό κατά την άποψή μου, γιατί δεν ξέρουμε ποιος είναι τελικά πιο καταραμένος, αυτή που προφητεύει και δεν την πιστεύουν ή αυτοί που μαθαίνουν για τα δεινά που έρχονται και αδιαφορούν, οδηγούμενοι νομοτελειακά στην τραγωδία».
Τι επιτρέπει σε μια καλλιτεχνική συνεργασία να μακροημερεύσει, σύμφωνα με τη δική σας εμπειρία με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο;
«Η πίστη, η αφοσίωση και το κοινό όραμα. Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή του Θεάτρου Άττις για να παρακολουθήσω το καλοκαιρινό σεμινάριο. Δεν βρέθηκα τυχαία εκεί. Απ’ όταν φοιτούσα στη Δραματική Σχολή είχα την επιθυμία να συνεργαστώ με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο. Όταν το κατάφερα επιβεβαίωσα κάθε μου προσδοκία και σήμερα εξακολουθώ να νιώθω την ίδια ανυπομονησία για να με καθοδηγήσει όπως την πρώτη φορά. Είναι μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης».
Αναρωτιέμαι ποιες ιδιαίτερες προκλήσεις ενέχει μια παράσταση τρίωρης διάρκειας για τους συντελεστές της, δεδομένου ότι είναι μια συνθήκη απαιτητική ακόμα και για τους θεατές – ειδικά όταν αισθανόμαστε ότι έχει συντομεύσει η χρονική διάρκεια της προσοχής μας, το attention span μας.
«Δυστυχώς αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα της εποχής μας. Έχουμε μάθει να “σκρολάρουμε” στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ουσιαστικά να μη βλέπουμε και να μη δημιουργούμε τίποτα σε ολοκληρωμένη μορφή. Κατά συνέπεια γινόμαστε πιο ευάλωτοι στην εξαπάτηση, στη χειραγώγηση, και καταλήγουμε σε μια ακούσια αυτοφυλάκιση, χωρίς τις περισσότερες φορές να το γνωρίζουμε. Από αυτή την άποψη το να συμμετέχεις σε μια τρίωρη παράσταση είναι όντως μια πρόκληση για τον ηθοποιό αλλά και για τον θεατή. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα είδος εκπαίδευσης και για τους δύο.
»Στο παρελθόν οι τριλογίες γράφονταν και παρουσιάζονταν ολόκληρες. Οι θεατές έκαναν μια μακρά διαδρομή για να φτάσουν στο θέατρο και έμεναν εκεί ολόκληρη τη μέρα. Ήταν μια τελετουργία που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους. Βέβαια η ζωή ήταν τελείως διαφορετική και το θέατρο είχε άλλη σημασία στην ψυχαγωγία των ανθρώπων. Η “Ορέστεια” θα ήταν ελλιπής αν δεν παρουσιαζόταν ολόκληρη ως τριλογία. Εδώ να σημειώσω πως θαυμάζω τη δύναμη και το πάθος των ηθοποιών της παράστασης, ιδιαιτέρως αυτών που απαρτίζουν τον χορό, να κρατήσουν για τρεις ολόκληρες ώρες ψηλά την ενέργεια σε ένα τόσο απαιτητικό, σωματικά και ψυχικά, έργο».
Ανατρέχοντας στα παιδικά σας χρόνια, έχετε πει ότι αντιμετωπίσατε δυσκολίες λόγω της διπλής καταγωγής σας, από Ελλάδα και Συρία. Μεγαλώνοντας πώς καταφέρατε να διαχειριστείτε συναισθηματικά εκείνα τα γεγονότα; Ο πόλεμος στη Συρία και το προσφυγικό κύμα πώς επέδρασε μέσα σας, δεδομένου μάλιστα ότι δυνάμωσαν οι ακροδεξιές και ρατσιστικές φωνές;
«Η διπλή καταγωγή μου, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, θεωρώ ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο. Από μικρή έμαθα τι σημαίνει να είμαι πάντα η “ξένη”, να είμαι η “Ελληνίδα” στη Συρία ή έπειτα στον Καναδά όπου μετανάστευσαν οι δικοί μου και η “Σύρια” στην Ελλάδα. Τι σημαίνει να είσαι ο “άλλος”, ο διαφορετικός, και να βλέπεις μέσα από μια κριτική απόσταση τα πράγματα. Να προσπαθείς να ανακαλύψεις πώς λειτουργεί ο κόσμος. Μεγαλώνοντας, παράλληλα με τον ελληνικό πολιτισμό ανακάλυψα τον πολιτιστικό πλούτο του τόπου του πατέρα μου και συνειδητοποίησα τη μακρά ιστορία του. Ένιωσα τυχερή που κατάγομαι και από εκεί. Προέρχομαι από δύο μεγάλους πολιτισμούς και παραδόσεις που με διαμόρφωσαν και με δίδαξαν πολλά.
»Δυστυχώς σε όλα τα σημερινά γεγονότα εμείς είμαστε απλοί παρατηρητές. Μιλάμε μέσα από την τέχνη μας αλλά δεν είμαστε μέσα στη φωτιά. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τι υποφέρουν αυτοί οι άνθρωποι. Είναι πολύ βάναυσο όλο αυτό. Κι εκεί αναρωτιέσαι: “Τι είναι ο άνθρωπος;”. Ο κόσμος μας είναι υπό διάλυση. Ο ανθρωπισμός πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο όμως απέχουμε πολύ από αυτό».
«Η διπλή καταγωγή μου, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, θεωρώ ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο δώρο. Από μικρή έμαθα τι σημαίνει να είμαι πάντα η “ξένη”, να είμαι η “Ελληνίδα” στη Συρία ή έπειτα στον Καναδά όπου μετανάστευσαν οι δικοί μου και η “Σύρια” στην Ελλάδα. Τι σημαίνει να είσαι ο “άλλος”, ο διαφορετικός, και να βλέπεις μέσα από μια κριτική απόσταση τα πράγματα».
Ομάδες όπως οι Pagan αναδεικνύουν την ομορφιά της παράδοσης και φέρνουν σε επαφή μαζί της ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ποιο μονοπάτι, από τη διαδρομή σας στο θέατρο, σας οδήγησε και στη μουσική; Τι σας γοητεύει περισσότερο στην ελληνική παράδοση; Έχετε σκεφτεί να τιμήσετε, με κάποιον τρόπο, και τη μουσική παράδοση της πατρίδας του πατέρα σας;
«Η ανάγκη μου να έρθω κοντά στις ρίζες του πατέρα μου με οδήγησε στο να ξεκινήσω να μαθαίνω αραβικά, για να κατανοήσω περισσότερο την κουλτούρα των προγόνων μου. Φέτος στην “Ορέστεια” ως Κασσάνδρα τραγουδάω στα αραβικά έναν θρήνο και θέλω να πιστεύω πως με αυτόν τον τρόπο τιμάμε όχι μόνο τις ρίζες του πατέρα μου αλλά και όλων των πολύπαθων αραβικών λαών.
»Γενικότερα είχα πάντα σχέση με τη μουσική και τραγουδούσα από μικρή. Με το που τελείωσα τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου άρχισα να εμφανίζομαι σε ρεμπετάδικα. Τελείωνα την παράσταση και έτρεχα να ανεβώ στο πατάρι, όπου οι άλλοι μουσικοί είχαν ήδη ξεκινήσει να παίζουν! Στην παραδοσιακή μουσική με μύησε ο Σταύρος Τσουμάνης. Αυτό που με γοήτευσε βαθιά ήταν η διονυσιακή της πλευρά, την οποία μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί. Γνώριζα μόνο τον Διόνυσο του θεάτρου. Αυτή η επιμονή στο ρυθμό και στην επανάληψη της “χρυσής λούπας” όπως την ονομάζει ο Σταύρος μπορεί να σε οδηγήσει στην έκσταση, στην απελευθέρωση της ενέργειας και τελικά στην ελευθερία».
Όταν τραγουδάτε με τους Pagan μεταμορφώνεστε, μέσα από κοστούμια, props, τον τρόπο που χρησιμοποιείτε τη φωνή και το σώμα σας. Αν ήσασταν θεατρικός χαρακτήρας, πώς θα τον περιγράφατε;
«Είναι μια απόκοσμη ύπαρξη. Εξωκοσμική. Άλλοτε απόμακρη και άλλοτε πιο προσιτή. Έχει τον δικό της χωροχρόνο, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον πραγματικό. Ενσαρκώνεται το δράμα των τραγουδιών και πλέκει τις ιστορίες τους με τη φωνή και το σώμα της. Τα props, τα σκηνικά και τα φώτα βεβαίως και στηρίζουν όλο το σύμπαν των Pagan, αλλά η ουσία είναι μάλλον πιο πυρηνική. Ξεκινάει από το μέσα μας και από τη βαθιά σύνδεση με τον ρυθμό, τη μελωδία και τον στίχο. Άλλωστε μουσική παίζουμε. Απλά είναι πιο ολιστική η προσέγγιση μας όσον αφορά στη σκηνική μας έκφανση».
Έχετε συμμετάσχει, έστω και με διαφορετικό τρόπο, σε δύο βραβευμένες ταινίες των τελευταίων χρόνων: «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου και «Abyss in» του Γιάννη Αϊβάζη. Ποια στοιχεία του ελληνικού κινηματογράφου μπορούν να τον κάνουν διεθνώς ανταγωνιστικό, ακόμα και αν υστερεί σε budget;
«Οι δύο δημιουργοί που αναφέρατε μαζί με τους συνεργάτες τους απέδειξαν για άλλη μια φορά πως υπάρχει ανθρώπινο υλικό με ταλέντο, πολλή όρεξη για δουλειά και μεγάλες προσδοκίες. Δεν φαντάζεστε πόσες δυσκολίες όμως πρέπει να ξεπεράσουν για να εκπληρώσουν όλες τις επιταγές του σύγχρονου σινεμά. Και αυτό γιατί όπως επίσης αναφέρατε υστερούν σε budget. Στο τέλος όμως διαγωνίζονται με ταινίες που είναι πιθανό να έχουν πολλαπλάσιο προϋπολογισμό σε σχέση με αυτές. Ο Γιώργος Λάνθιμος διέπρεψε όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εξωτερικό. Οφείλει η πολιτεία να μη θαυμάζει μόνο τα κατορθώματα τους, αλλά να στηρίξει έμπρακτα τον κινηματογράφο και ιδιαιτέρως τους διακεκριμένους δημιουργούς. Θα ανθίσει γρήγορα γιατί το πάθος, η αφοσίωση και το ταλέντο υπάρχουν και με το παραπάνω».
«Ο Γιώργος Λάνθιμος διέπρεψε όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εξωτερικό. Οφείλει η πολιτεία να μη θαυμάζει μόνο τα κατορθώματα τους, αλλά να στηρίξει έμπρακτα τον κινηματογράφο και ιδιαιτέρως τους διακεκριμένους δημιουργούς. Θα ανθίσει γρήγορα γιατί το πάθος, η αφοσίωση και το ταλέντο υπάρχουν και με το παραπάνω».
Πώς μπορούμε επιστρέφοντας στις ρίζες μας -από την αρχαιότητα του Αισχύλου μέχρι την εποχή που γράφτηκαν τα παραδοσιακά τραγούδια που προσεγγίζετε με τους Pagan- να κάνουμε ένα βήμα μπροστά ως κοινωνία;
«Η επιστροφή στη ρίζα θεωρώ πως αποτελεί πλέον ανάγκη και όχι απλά μια σύγχρονη τάση. Η ρίζα κουβαλάει μνήμη και η μνήμη μέλλον. Η μνήμη που ανακαλούμε φέρει μια πολύτιμη γνώση, κυρίως των λαθών του παρελθόντος και της ελπίδας ότι αυτά δεν θα επαναληφθούν. Η σημαντικότερη όμως εφαρμογή της σχετίζεται με την ανάκληση της μνήμης που φέρουμε στο ασυνείδητο και η αναγωγή στον πυρήνα μας, που αποτελεί τη βάση της σύνδεσης των ανθρώπων. Το σημαντικότερο εφόδιο μιας κοινωνίας για να κάνει βήματα μπροστά πιστεύω πως είναι η αλληλεγγύη και σε αυτό η “επιστροφή στη ρίζα” μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο».
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης «Ορέστεια»:
Info
12 και 13 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ώρα έναρξης: 21:00. Διάρκεια: 180 λεπτά. Προπώληση εισιτηρίων: more.com. Πληροφορίες: www.n-t.gr. H παράσταση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024. Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.
Θα ακολουθήσει μία ακόμα παράσταση στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Ιουλίου στο Θέατρο Δάσους. Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου. Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Θεόδωρος Τερζόπουλος. Συνεργάτης σκηνοθέτης: Σάββας Στρούμπος. Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος. Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Βελιανίτης. Σύμβουλος δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο. Δραματολόγος παράστασης: Ειρήνη Μουντράκη. Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή. Συνεργάτης σκηνογράφου: Σωκράτης Παπαδόπουλος. Συνεργάτιδα ενδυματολόγου: Παναγιώτα Κοκκορού. Συνεργάτης φωτιστή: Κωνσταντίνος Μπεθάνης. Καλλιτεχνική συνεργάτιδα: Μαρία Βογιατζή. Βίντεο: Νίκος Πάστρας. Φωτογραφίες: Johanna Weber
Παίζουν: Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσος Δήμας (Φύλακας/Προπομπός), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Πυλάδης), Έλλη Ιγγλίζ (Τροφός), Κώστας Κοντογεωργόπουλος (Ορέστης), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Άννα Μαρκά Μπονισέλ (Προφήτις), Νίκος Ντάσης (Απόλλων), Ντίνος Παπαγεωργίου (Κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Αλέξανδρος Τούντας (Οικέτης), Νιόβη Χαραλάμπους (Ηλέκτρα), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα/Το Είδωλον της Κλυταιμνήστρας)
Xορός: Μπάμπης Αλεφάντης, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Έλλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Άννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας, Giulio Germano Cervi