Τι θα συνέβαινε αν οι σπουδαιότεροι ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας μεταφέρονταν να ζήσουν εις το διηνεκές σε μια αχανή πανσιόν; Αυτό το ερώτημα έγινε η αφετηρία για να αναπτύξει ο Αλέξης Σταμάτης το νέο του μυθιστόρημα «Το Λευκό Δωμάτιο» (εκδ. Καστανιώτη), στο οποίο η Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν συμβιώνει, μεταξύ άλλων, με την Μπλανς Ντιμπουά του Ουίλιαμς, ενώ αναζητά έναν τρόπο να αποκτήσει έναν πραγματικό εαυτό, να ζήσει, να ερωτευτεί, να υπάρξει ως οντότητα.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα λογοτεχνικό θρίλερ με κλειστοφοβική ατμόσφαιρα – ιδιαίτερα ταιριαστή στη συνθήκη του εγκλεισμού που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια – το οποίο ζωντανεύουν σε κάθε σελίδα οι εκπληκτικά αληθοφανείς και συνεπείς προς τους χαρακτήρες διάλογοι. Ένα από τα καλύτερα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη, όπως σχολιάζουν και κάποιες κριτικές του. Εύκολα θα μπορούσαμε να το φανταστούμε στο θεατρικό σανίδι και, πράγματι, πρόσφατα μεταφέρθηκε στο Θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, με πρωταγωνίστρια την Εύα Σιμάτου. Με αυτή την αφορμή, ο συγγραφέας και η ηθοποιός μοιράστηκαν με το Marie Claire τη σχέση της τέχνης με την αληθινή ζωή, τα διαχρονικά μοτίβα της μυθοπλασίας, αλλά και την καθημερινότητά τους ως ζευγάρι με ένα μικρό παιδί πλέον, τον Ερμή.
Απαντά η Εύα Σιμάτου:
Από την εμπειρία σας από τις «Άγριες Μέλισσες», ποια είναι η παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει ένας τηλεοπτικός ρόλος σε μια ηθοποιό που ερμηνεύει κυρίως στο θεατρικό σανίδι;
«Το ότι αυτή η σειρά σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία που κατάφερε να ανοίξει το δρόμο για τη μυθοπλασία στο γυαλί ξανά, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Είμαι πολύ περήφανη για το αποτέλεσμα της συμμετοχής μου, όπως αποτυπώθηκε, και χαρούμενη για τη συνεργασία μου με όλους τους συντελεστές της σειράς. Η ευθύνη να υπηρετήσει ο ηθοποιός ένα ρόλο στο σανίδι ή στο γυαλί είναι εξίσου σοβαρή».
Μέσα από ποια ερευνητική διαδικασία προσεγγίσατε το ρόλο της Έντα Γκάμπλερ στο «Λευκό δωμάτιο»;
«Μέσα από μια επιλογή αναφορών, αναλύσεων, συγγραμμάτων, αλλά και δουλεύοντας πάνω σε κάποια βαθύτερα ένστικτα. Διάβασα αναλύσεις γύρω από την παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο Dramaten το 1964. Βρήκα πολύ κομβική την αίσθηση της κλειστοφοβίας. Εστίασα στους φόβους και στις επιθυμίες της Έντα Γκάμπλερ. Επίσης, είχα την τύχη να βρω κάποιες σημειώσεις του ίδιου του Ίψεν για την ηρωίδα και με επηρέασαν πάρα πολύ οι εξής φράσεις: ‘subterranean forces and powers’ και ‘woman as mine-worker’. Ναι, έχω κάποια κοινά με αυτόν το χαρακτήρα, αλλά και πολλά στοιχεία αντικρουόμενα. Αντιλαμβάνομαι το πώς είναι να νιώθει κανείς αποξενωμένος, παγιδευμένος σε κοινωνικές συνθήκες, δέσμιος των περιορισμένων επιλογών».
Αν και έχετε ακολουθήσει τη δική σας αξιόλογη καλλιτεχνική διαδρομή, από τη στιγμή που συναντήθηκε με εκείνη του Αλέξη Σταμάτη νιώσατε ποτέ να αντιμετωπίζεστε μειονεκτικά λόγω στερεοτύπων του φύλου σας; Π.χ., να σας παρουσιάζουν πρωτίστως σαν τη «σύντροφο του συγγραφέα»;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω νιώσει ποτέ μειονεκτικά. Ίσως επειδή ακριβώς πριν να συναντηθούμε με τον Αλέξη είχα διαγράψει μια σοβαρή πορεία. Το να με αναφέρουν δημοσιεύματα και ως σύζυγό του δεν το θεωρώ ατόπημα. Είναι ένα γεγονός. Φροντίζω πάντα να μιλάω μόνο με αφορμή κάποια δουλειά μου και να εστιάζω όσο μπορώ σε αυτήν, αλλά φυσικά απαντώ και σε κάποιες ερωτήσεις που αφορούν τη ζωή μου και την προσωπικότητά μου. Αυτό είναι αναπόφευκτο».
Απαντά ο Αλέξης Σταμάτης:
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους χαρακτήρες που τοποθετήσατε στην πανσιόν του «Λευκού Δωματίου»; Και γιατί αποφασίσατε να μετατρέψετε σε κεντρικό πρόσωπο την Έντα Γκάμπλερ;
«Η κεντρική ιδέα του έργου “Το Λευκό Δωμάτιο” είναι η εξής: Υπάρχουν κάποιοι θεατρικοί ήρωες που έχουν επιβιώσει πολλά χρόνια και είναι πλέον πασίγνωστοι, όπως η Έντα Γκάμπλερ, η Μπλανς Ντιμπουά – θα μπορούσε να είναι ο Άμλετ ή ακόμα και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και άλλοι πολλοί.
»Αυτοί οι ήρωες, λοιπόν, από τη στιγμή που ξεπήδησαν από το νου του δημιουργού τους, του θεατρικού συγγραφέα, τον οποίο ονομάζω “Νονό”, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να αναγνωστούν στο βιβλίο ή να παρασταθούν επί σκηνής από ηθοποιούς. Ύστερα, να πάρουν τη θέση τους στο συλλογικό ασυνείδητο των θεατών που θα έχουν δονηθεί από την ισχυρή εντύπωση των χαρακτήρων αυτών, είτε μέσα από τη σελίδα είτε μέσα από την υποκριτική, και οι οποίοι θα κουβαλούν αυτούς τους ήρωες, ίσως και διά βίου.
»Έχω ζήσει στο θέατρο και τις δύο αυτές ηρωίδες, την Έντα Γκάμπλερ και την Μπλανς Ντιμπουά, τις γνωρίζω καλά από την εφηβεία μου. Έχω δει αρκετές παραστάσεις και από τα δύο έργα, τα έχω διαβάσει πολλές φορές, επίσης έχω περάσει μια εποχή όπου ασχολήθηκα πολύ με τον Ίψεν. Πήγα στη Νορβηγία όπου έκανα μια έρευνα για τον συγγραφέα, οπότε αυτός ο ρόλος ήταν η άμεση επιλογή μου. Όταν ήρθε στο μυαλό μου η Έντα Γκάμπλερ αμέσως ήρθε και η Μπλανς Ντιμπουά από τον άλλο αγαπημένο μου συγγραφέα, τον Τενεσί Ουίλιαμς, σαν συμπλήρωμα, σαν αντίθετος αλλά και όμοιος χαρακτήρας μαζί».
«Πήγα στη Νορβηγία όπου έκανα μια έρευνα για τον συγγραφέα, οπότε αυτός ο ρόλος ήταν η άμεση επιλογή μου. Όταν ήρθε στο μυαλό μου η Έντα Γκάμπλερ αμέσως ήρθε και η Μπλανς Ντιμπουά από τον άλλον αγαπημένο μου συγγραφέα, τον Τενεσί Ουίλιαμς»
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις του να δώσετε νέα ζωή με την πένα σας σε ηρωίδες όπως η Έντα Γκάμπλερ και η Μπλανς Ντιμπουά;
«Νομίζω πως από τη στιγμή που τις “ανέλαβα”, συνεργάστηκαν απόλυτα μαζί μου. Ο συγγραφέας τους, ο “Νονός”, κατασκευάζοντάς τις πέτυχε την απόλυτη ψευδαίσθηση του πραγματικού. Κι έτσι είχα να κάνω με τρισδιάστατες οντότητες. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση αλλά και μια μεγάλη χαρά».
Απαντούν και οι δύο:
Γιατί πιστεύετε ότι επαναλαμβάνεται ως μοτίβο στην τέχνη ο αγώνας ενός επινοημένου ήρωα να αποδεσμευτεί από τον δημιουργό του; Τι συμβολίζει αυτό το εύρημα;
Αλέξης Σταμάτης: «Την προσπάθεια του ανυπάρκτου να δημιουργήσει το υπαρκτό. Ένας χαρακτήρας δεν είναι μόνο τα πεπερασμένα λόγια και οι δράσεις που του ανατίθενται στο βιβλίο ή στην παράσταση. Είναι πολύ περισσότερα. Η απελευθέρωση του δημιουργήματος από τον δημιουργό έχει αρχέγονες ρίζες, είναι ένα μύθος με ισχυρότατη παρουσία ανά τους αιώνες».
Εύα Σιμάτου: «Το έμφυτο αίσθημα ανάγκης απόκτησης της ανεξαρτησίας, την τάση υπερίσχυσης του εγώ, την ανάγκη αυτοεκτίμησης και τη σύνδεση με τον πραγματικό εαυτό μας. Και αυτό είναι πάντα επίκαιρο. Νομίζω ότι οι μεγαλύτερες “μάχες” που δίνει κανείς στη ζωή του έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς: πώς μπορεί δηλαδή να κατακτήσει τον εαυτό του, να συνδεθεί με αυτό που είναι πραγματικά και να ζήσει σύμφωνα με το βαθύτερο εγώ του χωρίς να εγκλωβίζεται σε προκαθορισμένες νόρμες που του επιβάλλουν ή που έχει απορροφήσει από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον».
«Νομίζω ότι οι μεγαλύτερες “μάχες” που δίνει κανείς στη ζωή του έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς: πώς μπορεί να συνδεθεί με αυτό που είναι πραγματικά και να ζήσει σύμφωνα με το βαθύτερο εγώ του χωρίς να εγκλωβίζεται σε προκαθορισμένες νόρμες»
«Η Έντα, έστω και σαν επινοημένο ον, αυτό αποζητούσε. Την ελευθερία. Να τραβήξει την καρδιά της από το κείμενο και να τη μεταφέρει στο σώμα της» σύμφωνα με το «Λευκό δωμάτιο». Πόσο κοντά είμαστε στους επινοημένους ήρωες που ζουν στην πανσιόν του βιβλίου; Έχουμε ελεύθερη βούληση;
Α.Σ.: «Το βιβλίο είναι μια αλληγορία του εγκλεισμού. Υπό αυτή την έννοια, ειδικά αυτή την περίοδο είμαστε ακόμη πιο κοντά στους ήρωες του βιβλίου. Είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε κάπου απ’ όπου είναι δύσκολο ν’ αποδράσουμε (πού να πάμε άλλωστε;). Η ελεύθερη βούληση είναι ένα τεράστιο θέμα. Με την έννοια της ελευθερίας δεν θα την έχουμε ποτέ. Η λέξη ελευθερία σημαίνει “εκείνη που θα ’ρθει”. Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το αρχαιοελληνικό “ελευθήσομαι”. Άρα η ελευθερία δεν θα ’ρθει ποτέ. Δεν θα τη βιώσεις ποτέ. Θα ζήσεις με την αναμονή της».
Ε.Σ.: «Σίγουρα έχουμε ελεύθερη βούληση εάν διαθέτουμε το σθένος. Το ερώτημα είναι κατά πόσο επιμένουμε να την ασκούμε. Ή κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα των επιλογών μας. Λίγοι αποφασίζουν να ακούσουν την εσωτερική τους φωνή και ίσως πιο λίγοι ακόμα καταφέρνουν να την ακολουθήσουν».
«Η λέξη ελευθερία σημαίνει “εκείνη που θα ’ρθει”. Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το αρχαιοελληνικό “ελευθήσομαι”. Άρα η ελευθερία δεν θα ’ρθει ποτέ. Δεν θα τη βιώσεις ποτέ. Θα ζήσεις με την αναμονή της»
«Η κάθε μέρα των ανθρώπων έξω είναι κομμάτια και θρύψαλα. Ενώ εμείς έχουμε τις πλούσιες στιγμές μας, τις δοξαστικές μας ώρες. Όλα τα μνημειώδη που μας χάρισε ο Νονός μας. Έχουμε το μεγαλείο των χαρακτήρων μας». Με αφορμή αυτό το απόσπασμα του βιβλίου, αναρωτιέμαι: Αν βάζαμε στη ζυγαριά την τέχνη και την πραγματικότητα, ποια θα είχε το μεγαλύτερο βάρος;
Α.Σ.: «Δεν μπαίνουν σε ζύγι αυτά τα πράγματα. Εξάλλου αρκετές φορές αλληλοεισδύει η μια μέσα στην άλλη. Υπάρχουν και διαφορές. Η πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη, η τέχνη είναι περισσότερο πειστική γιατί ξέρεις ότι διαβάζεις ένα ψέμα φτιαγμένο από αλήθειες. Η πραγματικότητα έχει χρονική διάσταση, η τέχνη όχι».
Ε.Σ.: «Η τέχνη της πραγματικότητας. Το να καταφέρνει κανείς να ζει τις δοξαστικές στιγμές του εκεί έξω στην καθημερινή ζωή. Αυτό είναι ύψιστη τέχνη και απαιτεί την πιο υψηλή ενάργεια».
Πώς γνωριστήκατε μεταξύ σας; Τι σας γοήτευσε περισσότερο στον άλλον;
Α.Σ: «Σε μια παρουσίαση βιβλίου. Εμένα με κατέκτησε ολοσχερώς. Με μάγεψε».
Ε.Σ.: «Με αφορμή την παρουσίαση ενός βιβλίου του Αλέξη. Αυτό που με γοήτευσε είναι η αίσθηση του περιπετειώδους, η πνευματική δύναμη και η φυσική έλξη».
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις αλλά και τα πλεονεκτήματα της καλλιτεχνικής σύμπραξής σας στο «Λευκό δωμάτιο»; Έχετε καταφέρει να θέσετε όρια ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική ζωή σας;
Α.Σ: «Δεν χρειάζεται να βάζουμε όρια. Η ζωή μας προκύπτει, ρέει, ελίσσεται. Είναι διαρκώς on. Έχουμε έναν κοινό ρυθμό, που λειτουργεί λίγο ως αυτόματος πιλότος».
Ε.Σ.: «Δεν χρειάστηκε ποτέ να θέσουμε όρια. Και δεν αντιμετωπίσαμε προκλήσεις. Τις ελάχιστες φορές που έχουμε αποφασίσει να συνεργαστούμε με τον Αλέξη –για δύο παραστάσεις συγκεκριμένα– μας έχει κατακλύσει ένα αίσθημα ευφορίας και καλλιτεχνικής σύμπνοιας».
«Το μεγαλύτερο βάρος το έχει η τέχνη της πραγματικότητας. Το να καταφέρνει κανείς να ζει τις δοξαστικές στιγμές του εκεί έξω στην καθημερινή ζωή. Αυτό είναι ύψιστη τέχνη και απαιτεί την πιο υψηλή ενάργεια».
Πριν από λίγα χρόνια υποδεχτήκατε και το αγοράκι σας, τον Ερμή. Μια προσωπική ζωή που χαρακτηρίζεται από ηρεμία και σταθερότητα διευκολύνει ή αποδυναμώνει την καλλιτεχνική δημιουργία;
Α.Σ.: «Όχι απλώς την ενδυναμώνει, την απογειώνει. Κι αυτό γιατί πρώτα πολλαπλασιάζει εμάς. Παρατηρώ πως πλέον δεν χάνω χρόνο σε περιφερειακά θέματα. Είμαι πιο πολύ “κουκούτσι”».
Ε.Σ.: «Την πλουτίζει. Η γέννηση ενός παιδιού σε πηγαίνει σε περιοχές συναισθηματικές και σε καταστάσεις που δεν θα πήγαινες ποτέ εάν δεν υπήρχε το παιδί. Επίσης, επαναφέρει κομμάτια του εαυτού σου με τα οποία μπορεί να είχες χάσει επαφή. Σε φέρνει ξανά σε επαφή με το τι σημαίνει να ζεις στη στιγμή, με απόλυτο συναίσθημα, με τον τρόπο που εξερευνάμε το βίωμα όταν είμαστε μικροί, με τη γνησιότητα της ανακάλυψης λειτουργιών και πραγμάτων. Είναι ένας πολλαπλασιαστής που κάνει τις στιγμές πιο έντονες και τη ζωή πιο γεμάτη. Εφόσον λοιπόν πλουτίζει κανείς ως άνθρωπος, εξελίσσεται φυσικά και ως καλλιτέχνης».
«Δεν χρειάζεται να βάζουμε όρια. Η ζωή μας προκύπτει, ρέει, ελίσσεται. Είναι διαρκώς on. Έχουμε έναν κοινό ρυθμό, που λειτουργεί λίγο ως αυτόματος πιλότος».
Ως γονείς πλέον ενός μικρού παιδιού, είναι εφικτή για εσάς η ισορροπία ανάμεσα στο νέο, απαιτητικό αυτό ρόλο και εκείνον του καλλιτέχνη;
Α. Σ.: «Με κάποια αναγκαία ακροβατικά, απολύτως. Κάθε γονιός που κάνει ένα επάγγελμα μοιραία αναθεωρεί από τη στιγμή που το παιδί του έρχεται στον κόσμο. Ωστόσο, η φύση τα έχει φροντίσει έτσι ώστε αυτές οι φαινομενικά δύσκολες μεταβάσεις να είναι όχι μόνο αντιμετωπίσιμες, αλλά και πολύ γοητευτικές. Με ένα παιδί νιώθεις πως παίζετε μαζί το μεγάλο παιχνίδι του κόσμου».
Ε.Σ.: «Προσωπικά κατάλαβα ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο το μοντέλο εργαζόμενη μητέρα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου και οι δύο μου γονείς εργάζονταν. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια φιλόλογος και μου ήταν πάντα πολύ φυσική η εικόνα της μητέρας που εργάζεται. Τώρα λοιπόν μαθαίνω ότι είναι μια απαιτητική εξίσωση. Ειδικά εάν προσπαθείς να προσφέρεις στο παιδί σου ό,τι καλύτερο μπορείς, που σίγουρα έχει να κάνει πάνω απ’ όλα με την αγάπη, αλλά και με την παρουσία σου στη ζωή του και με τον τρόπο που επιλέγεις να το στηρίξεις και να το συντροφεύσεις. Στη δική μου περίπτωση, που είμαι ηθοποιός και ταυτόχρονα καθηγήτρια υποκριτικής, αυτό που ανακάλυψα είναι πως βοηθάει το ότι το πρόγραμμά μου και οι ώρες απασχόλησής μου αλλάζουν κατά διαστήματα. Η δουλειά μου γίνεται πολύ πιο εντατική σε περιόδους προβών και γυρισμάτων και λιγότερο σε διαστήματα παραστάσεων. Επίσης, το καλοκαίρι επιλέγω να το περνάω με την οικογένειά μου εάν δεν μου γίνει κάποια πολύ δελεαστική πρόταση».
«Προσωπικά κατάλαβα ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο το μοντέλο εργαζόμενη μητέρα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου και οι δύο μου γονείς εργάζονταν. Τώρα λοιπόν μαθαίνω ότι είναι μια απαιτητική εξίσωση».
Η εμπειρία της ανατροφής του Ερμή έχει επηρεάσει, κατά κάποιον τρόπο, την τέχνη σας;
Α.Σ.: «Μόνο θετικά. Η ενέργεια που παίρνεις από ένα αγνό, πάμφωτο, αθώο, αγαπησιάρικο, χαρούμενο πλάσμα δημιουργεί μια πολύ υγιή πλατφόρμα για τα υπόλοιπα, που συχνά έχουν να κάνουν με δύσκολες και απαιτητικές συγκυρίες. Το να μπαίνεις δια βίου στην περιπέτεια ενός άλλου είναι κάτι που αφήνει σημαντικά ίχνη στην ψυχή σου και τη δουλειά σου. Είναι ένα μέγα δώρο. Το μεγαλύτερο».
Ε.Σ.: «Φυσικά, όπως όλες οι εμπειρίες επηρεάζουν την τέχνη μου. Με τον Ερμή εξελίσσομαι, μαθαίνω και βαθαίνω. Όλα αυτά τα βιώματα τα φέρω και με επηρεάζουν σε όλες μου τις εκφάνσεις. Επίσης, αλλάζει η κατανόηση πραγμάτων, γεγονότων και συμπεριφορών».