Στον άτυπο πόλεμο βορείων και νοτίων της Αθήνας, οι βόρειοι κέρδιζαν κατά κράτος στο πεδίο «λούνα παρκ» στα τέλη των ‘80s και τις αρχές των ‘90s. Εκείνη την εποχή, στα νότια, όπου μεγάλωσα, το θρυλικό «Ροντέο» είχε ήδη κλείσει από το 1986 – αν και ο απόηχός του ήταν τόσο δυνατός, που για κάποια χρόνια όλα τα λούνα παρκ τα αποκαλούσαμε «Ροντέο».
Στα βόρεια, όμως, συνέχιζαν να επελαύνουν τα «Αηδονάκια», τα οποία φάνταζαν εξωτικός προορισμός για εμάς τους νότιους στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, όταν η καλύτερή μας ήταν να περάσουμε ένα Σαββατόβραδο χοροπηδώντας και γελώντας μέχρι δακρύων στο ταψί, με τα χέρια μας να πονάνε γαντζωμένα με δύναμη στις μεταλλικές μπάρες πίσω από το κάθισμά μας. Πολλά από τα κορίτσια την πατούσαμε στην αρχή: Αν έκανες το λάθος να φορέσεις φούστα, σου έφτανε, από το δυνατό και ασταμάτητο κοπάνημα, στο κεφάλι, ενώ τα αγόρια γύρω σου απολάμβαναν ελεύθερα το οφθαλμόλουτρο.
Το λούνα παρκ-ορόσημο του Αμαρουσίου και ολόκληρης της πόλης έχει μεταμορφωθεί, στα μάτια όσων μεγαλώσαμε στα ‘80s και στα ‘90s, σε χρονομηχανή απενοχοποιημένου παιχνιδιού
Το «ταψί» μάλλον δεν θα έπιανε ούτε τη βάση σε ένα σύγχρονο τεστ ασφαλείας και πολιτικής ορθότητας. Πολλά άλλα, ωστόσο, από τα τότε παιχνίδια επιβιώνουν στα Αηδονάκια. Σε έναν κόσμο όπου όλα φαίνεται να αλλάζουν ριζικά από στιγμή σε στιγμή, αυτό το λούνα παρκ-ορόσημο του Αμαρουσίου και ολόκληρης της πόλης έχει μεταμορφωθεί, στα μάτια των μεγάλων, σε χρονομηχανή απενοχοποιημένου παιχνιδιού, η οποία συνδυάζει την τρυφερότητα μιας όμορφης ανάμνησης με τον ενθουσιασμό μιας έκρηξης ανδρεναλίνης.
Ως μητέρα ενός εξάχρονου αγοριού πλέον, εξασφάλισα το ιδανικό άλλοθι να επισκεφτώ τα Αηδονάκια, κάνοντας πραγματικότητα ένα όνειρο τριάντα χρόνων. Κάπως έτσι βρισκόμαστε οι δυο μας. Παρασκευή απόγευμα, να περιμένουμε τη σειρά μας για τον «Αλέξανδρο» το τρενάκι ή αλλιώς «σκουλήκι». «Θυμάμαι να μπαίνω από τότε που ήμουν παιδί», ακούω τη μπροστινή μου μαμά να λέει στον υπάλληλο του λούνα παρκ κι εκείνος μοιάζει να συγκινείται – ίσως σκέφτεται ότι με τον τρόπο του συνεισφέρει σε αυτή την εμπειρία που ενώνει γενιές. Κι ενώ στην αρχή παραδέχομαι ότι αισθάνομαι μια μικρή περιφρόνηση απέναντι στους μεγάλους που ουρλιάζουν από φόβο μαζί με τα παιδιά ενώ κατεβαίνουν αγκαλιασμένοι σφιχτά την πιο απότομη κατηφόρα του τρένου, πέντε λεπτά μετά πιάνω τον εαυτό μου να κάνει ακριβώς το ίδιο – και να μου αρέσει.
Νιώθω σχεδόν υποχρεωμένη να μπω στη ρόδα – σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να μην κάνω ένα τουλάχιστον πέρασμα από αυτό το παιχνίδι-ζωντανό μνημείο, που έχει δώσει ρετρό γοητεία σε μερικές από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές του κινηματογράφου.
Νιώθω σχεδόν υποχρεωμένη να μπω στη ρόδα – σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να μην κάνω ένα τουλάχιστον πέρασμα από αυτό το παιχνίδι-ζωντανό μνημείο, που έχει δώσει ρετρό γοητεία σε μερικές από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές του κινηματογράφου. Ενώ επιβιβάζομαι, με αρκετές επιφυλάξεις λόγω υψοφοβίας, σε ένα από τα βαγόνια, προσπαθώ να θυμηθώ την περίφημη ρόδα του λούνα παρκ της Βιέννης, που όχι μόνο άντεξε στους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Ο Τρίτος Άνθρωπος» του Κάρολ Ριντ. Μόλις το βαγόνι μας φτάνει στην κορυφή, προλαβαίνω για λίγο να ατενίσω με δέος τη θέα της φωτισμένης πόλης από ψηλά, προτού ο γιος μου ανακαλύψει το τιμόνι και αρχίσει να περιστρέφει το βαγόνι μας με όλη του τη δύναμη. Ξαφνικά, ο τρόμος που με κυριεύει είναι τέτοιος, που η απότομη κατηφόρα του τρένου μού φαίνεται παιχνίδι. Όταν όμως τελικά κατεβαίνω, νιώθω εξαγνισμένη από τα αληθινά δύσκολα, μέσα από τον φόβο που ένιωσα εκεί πάνω και το κελαρυστό γέλιο του γιου μου.
Οι επόμενες ώρες κυλούν σαν τρενάκι, ενώ παρακολουθώ τον Φίλιππο να χοροπηδάει ευτυχισμένος στο τραμπολίνο, να σκαρφαλώνει με επιδεξιότητα στα παιχνίδια αναρρίχησης, να απολαμβάνει μια λιχουδιά με γενναίες δόσεις ζάχαρης (φήμες λένε ότι δεν βλάπτει αν την καταναλώσεις στο λούνα παρκ), να γουρλώνει τα μάτια ενώ χαζεύει τη διακόσμηση Χάλογουιν, που προσθέτει ατμόσφαιρα την ημέρα της επίσκεψής μας, και να πετάει μπαλάκια χωρίς να βαριέται ποτέ στον ειδικά διαμορφωμένο παιδότοπο για τα πιο μικρά. Τυχαίνει μάλιστα τα Αηδονάκια να συνδεθούν με ένα σπουδαίο αναπτυξιακό ορόσημο: Κάποια στιγμή τρέχει κοντά μου για να μου δείξει το κενό ανάμεσα στα δόντια του – μόλις κατάλαβε ότι σε κάποιο παιχνίδι έχασε τον πρώτο του βρεφικό κοπτήρα και νιώθει πολύ περήφανος που μεγαλώνει. Με το πρώτο φαφούτικο χαμόγελο της παιδικής ηλικίας του, ποζάρει μπροστά στον Jack O’ Lantern.
Οι επόμενες ώρες κυλούν σαν τρενάκι, ενώ παρακολουθώ τον Φίλιππο να χοροπηδάει ευτυχισμένος στο τραμπολίνο, να σκαρφαλώνει με επιδεξιότητα στα παιχνίδια αναρρίχησης, να απολαμβάνει μια λιχουδιά με γενναίες δόσεις ζάχαρης (φήμες λένε ότι δεν βλάπτει αν την καταναλώσεις στο λούνα παρκ)
«58 χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο της οικογενειακής ψυχαγωγίας» η εταιρεία πίσω από τα Αηδονάκια, όπως διαβάζω στην ιστοσελίδα του λούνα παρκ. Το μόνο που έχει αλλάξει, όπως συνειδητοποιώ παρατηρώντας τον κόσμο, είναι ότι οι σημερινοί έφηβοι μάλλον έχουν στραφεί σε άλλους προορισμούς διασκέδασης. Όλοι γύρω μου είναι οικογένειες με μικρά παιδιά, όπως κι εμείς. Δεν είναι λίγοι, όμως: Η αγάπη των παιδιών για τα Αηδονάκια είναι διαχρονική.
Για το τέλος της βόλτας έχω κρατήσει μια ακόμη κοινή, νοσταλγική στάση παιχνιδιού: τα συγκρουόμενα. Υπό τους, απόλυτα ταιριαστούς για την περίσταση, ήχους της κλασικής ροκ, δεκάδες ντουέτα γονιού-παιδιού παίρνουμε το τιμόνι στα χέρια μας. Αν και οι συγκρούσεις κάποιες φορές έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις και είναι αναπόφευκτες. Μπορείς να το δεις και ως ένα μάθημα ζωής. Χαλάλι η θυσία του βρεφικού κοπτήρα στη νεράιδα του λούνα παρκ.
Info
Περισσότερες πληροφορίες για την επίσκεψη στα Αηδονάκια, τις τοποθεσίες τους (Αηδονάκια δεν έχει μόνο στο Μαρούσι) και τα θεματικά αφιερώματά τους (έρχονται και Χριστούγεννα) θα βρείτε στο www.aidonakia.gr