Δεν ξέρω αν ο Ματέι Βίζνιεκ είχε στο μυαλό του τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου «Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους» όταν έγραφε το «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» – άλλωστε και o έμμετρος και ο θεατρικός λόγος παγκόσμια συναισθήματα εκφράζουν, με λέξεις επιλεγμένες και τοποθετημένες προσεκτικά και εμπνευσμένα. Αλλά αυτή η φράση έρχεται στο μυαλό μου ενώ παρακολουθώ τη μεταφορά του έργου του, που είναι εμπνευσμένο από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αλλά πράγματι θα μπορούσε να αφηγείται μια ιστορία που εκτυλίσσεται οπουδήποτε, οποτεδήποτε στον πλανήτη, στη σκηνή του Θεάτρου Μπέλλος από την ομάδα The Young Quill σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου.
Στο επίκεντρό της, μέσα από τις καρικατούρες της παράστασης (στην πραγματικότητα, ανθρώπινα βιώματα και παθογένειες που κινούνται και μιλούν τσακισμένα κι εμμονικά, όπως η απληστία, η κερδοσκοπία, ο φανατισμός, ο εθνικισμός, η προσφυγιά), βρίσκεται ένα ζευγάρι, ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα, που επιστρέφει σε ένα σπίτι ρημαγμένο και άδειο μετά τον χαμό του γιου του, Βίμπκο, στον πόλεμο και ταυτόχρονα πολύβουο από το φάντασμά του, και από τα φαντάσματα άλλων νεκρών, ανθρώπων, ακόμα και ζώων, παρουσίες περισσότερο ανακουφιστικές παρά απειλητικές μέσα στη σιωπή της απουσίας.
Στο επίκεντρό της βρίσκεται η ελάχιστη λύτρωση που μπορεί να ευχηθεί ένας γονιός που έχασε το παιδί του, να βρει τη σορό του, να τη θάψει και να την πενθήσει με μια τελετή μετάβασης θεμελιώδη για τόσες και τόσες γενιές πριν από αυτόν, να έχει ένα closure, ένα κλείσιμο στην ιστορία, αν δηλαδή κλείνουν ποτέ αυτές οι ιστορίες.
Πέρα από τις ερμηνείες της παράστασης (ο αθόρυβος σπαραγμός της Μάνιας Παπαδημητρίου αποτελεί μια άσκηση αντοχής για όσους έχουν χάσει πρόωρα κάποιον δικό τους) είναι εξαιρετικά και τα σκηνοθετικά και σκηνογραφικά ευρήματα, όπως τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών στρατιωτών που αναλαμβάνουν, κατά κάποιον τρόπο, τους δικούς τους, σύντομους ρόλους, για να μιλήσουν για τις ζωές των ιδιοκτητών τους. Σαν μια θεατρική cucina povera, απλά, ανέξοδα υλικά –αδειανά, ματωμένα πουκάμισα και σκονισμένα σακάκια– δημιουργούν ένα ψυχικό τοπίο με τεράστια προοπτική, που σε απορροφά μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης.
Μια ζωντανή-νεκρή ηρωίδα υποδύεται και η Ελίζα Σκολίδη, την Ίντα, την κόρη του Βίγκαν και της Γιάσμινσκα που αναγκάζεται να απομακρυνθεί από το σώμα της για να επιβιώσει ως θύμα σωματεμπορίου κάπου στην Ιταλία, για να ξαναγίνει ολόκληρη μόνο μετά την επιστροφή στο πατρικό. Η ηθοποιός, που παρακολουθήσαμε πρόσφατα και στην τηλεοπτική σειρά «Ναυάγιο» και που φαίνεται να έχει μπροστά της μια πλούσια και ενδιαφέρουσα διαδρομή στην υποκριτική, μίλησε στο Marie Claire λίγο μετά από μια παράσταση στο σχεδόν κατάμεστο και κατανυκτικό Θέατρο Μπέλλος.
Στα στόματα των γονιών μας, και της γενιάς τους, περισσότερες λέξεις ηχούν φάλτσα από ό,τι σε εκείνα της δικής μας γενιάς;
«Το πρόβλημα είναι πως οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν πως είναι φάλτσοι. Αυτό παλεύει η νέα γενιά, να καταστήσει έκδηλο πως η παλιά γενιά είναι φάλτσα και πως τα φάλτσα δεν χωράνε πια στον τόπο και τον χρόνο μας. Δεν επιτρέπεται πια να μας νοιάζει πόσους παρτενέρ είχε μια γυναίκα στη ζωή της, τι φοράει ο καθένας και πώς κυκλοφορεί, πώς θέλει να ονομάζεται. Έχω αρχίσει, βέβαια, να αντιλαμβάνομαι πως αυτή η κουβέντα με το πολιτίκαλ κορέκτνες έχει προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα και έχει φέρει νέες παρεξηγήσεις στις ζωές μας, αλλά έτσι είναι τα ζωντανά στοιχεία, αυτό φέρνει ο γόνιμος διάλογος, απόψεις, πολλές και ποικίλες και -αν όλα πάνε κατευχήν- και αλλαγές».
«Δεν επιτρέπεται πια να μας νοιάζει πόσους παρτενέρ είχε μια γυναίκα στη ζωή της, τι φοράει ο καθένας και πώς κυκλοφορεί, πώς θέλει να ονομάζεται».
Πώς συνδέεται με το ελληνικό σήμερα η παράσταση στο Θέατρο Μπέλλος;
«Μια καλή παράσταση οφείλει να μιλάει στον θεατή του σήμερα, να μπορεί να απευθύνεται κατευθείαν στην καρδιά εκείνου του θεατή που θα ξεκινήσει από το σπίτι του και θα έρθει να τη δει. Εν προκειμένω, μπορεί πολλοί από αυτούς που προσεγγίζουν την παράστασή μας να συνδέονται με ένα τρόπο με τη γιουγκοσλαβική αυτή ιστορία, μπορεί και όχι, μα δεν είναι εκεί το θέμα. Η ιστορία, όπως κάθε καλή ιστορία, είναι οικουμενική. Δύο γονείς έχασαν τον γιο τους στον πόλεμο και δεν μπορούν να βρουν το πτώμα του για να το θάψουν. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Συρία, που αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα από τα πολλά».
Πώς κατάφερες να προσεγγίσεις ένα κορίτσι με μια ιστορία τόσο διαφορετική από τη δική σου, την Ίντα; Πώς μπορεί να βρει νόημα στη ζωή της, ή έστω τη δύναμη να επιβιώνει, με έναν νεκρό αδερφό και εγκλωβισμένη η ίδια σε κύκλωμα σωματεμπορίας;
«Καμία ιστορία δεν τη νιώθω μακριά από τη δική μου. Μπορεί να μην έχω βιώσει πόλεμο και σωματεμπορία, μα η ψυχή μου είναι ανοιχτή και ευάλωτη σε όλες αυτές τις στιγμές που διατρέχουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Οπότε εν προκειμένω, στην Ίντα, προσπάθησα να μπω απλώς στη θέση της. Αυτή είναι και η δουλειά μου άλλωστε».
«Μπορεί να μην έχω βιώσει πόλεμο και σωματεμπορία, μα η ψυχή μου είναι ανοιχτή και ευάλωτη σε όλες αυτές τις στιγμές που διατρέχουν την ανθρώπινη ύπαρξη».
Η Φωτεινή, που υποδύθηκες στο «Ναυάγιο», έσωσε τόσους ανθρώπους παρόλο που δεν κατάφερε να σώσει τον εαυτό της. Υπάρχει κάποιο αληθινό πρόσωπο πίσω από τον τηλεοπτικό ρόλο σου; Οι άνθρωποι που γίνονται ήρωες έχουν κάποια ιδιαίτερη ποιότητα; Ή όλοι μπορούμε να γίνουμε ήρωες κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες;
«Ναι, η Φωτεινή μου αφορούσε στην ιστορία της Άλκηστης Αγοραστάκη, μια πολύ νεαρή κοπέλα που έσωσε πολλούς ανθρώπους στο ναυάγιο του 1966 και πνίγηκε. Τι να πω, και μόνο που μιλάω για αυτό το γεγονός συγκινούμαι ξανά μπροστά σε μια τόσο μεγαλειώδη πράξη. Το αστείο είναι πως κι εγώ το ίδιο θα έκανα, έτσι πιστεύω. Όμως όχι, δεν πιστεύω ότι όλοι μπορούν να γίνουν ήρωες, πόσο μάλλον τέτοιοι ήρωες, είναι σπάνια τα πλάσματα που βάζουν τη ζωή των άλλων πάνω από τη δική τους. Αν δεν ήταν τόσο σπάνια, ο κόσμος αυτή τη στιγμή θα ήταν πολύ καλύτερος, ίσως και ιδανικός».
Λόγω ενός προβλήματος καρδιάς που είχες σε πολύ μικρή ηλικία, υποβλήθηκες σε κάποια χειρουργεία. Έχεις μνήμες από εκείνη την εποχή; Τι κρατάς σήμερα από το γεγονός ότι η ζωή σου βρέθηκε σε κίνδυνο;
«Ό,τι πέρασα μικρή με έκανε πιο δυνατή, και να μπορούσα, δε θα το άλλαζα, έμαθα να αγαπώ τη ζωή και κάθε της δευτερόλεπτο να το θεωρώ τυχερό. Ο θάνατος είναι για όλους πάντα μια ανάσα μακριά, γι’ αυτό αν κάτι έχουμε να κάνουμε σε αυτόν τον έρμο τον ψεύτικο ντουνιά, είναι να ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε, να διεκδικούμε τα όνειρα μας χωρίς αναβολή».
Πότε επέστρεψες μόνιμα με την οικογένειά σου από τη Γαλλία στην Ελλάδα; Οι καταβολές σου από δύο κουλτούρες σε πλούτισαν, με κάποιον τρόπο, ή υπήρξαν τροχοπέδη – για παράδειγμα, στην προσαρμογή σου εδώ;
«Όχι η Γαλλία και ο κόσμος της είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου σαν ένα τρυφερό χαλί που ζεσταίνει τις ελλαδικές μου εμπειρίες. Αυτή η ζωή μου χάρισε ένα ωραίο κράμα λαϊκότητας και ευγένειας. Την Ελλάδα όμως δε θα την άλλαζα με καμία χώρα, κι ας με πονάει η πολιτική της».
«Η Γαλλία και ο κόσμος της είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου σαν ένα τρυφερό χαλί που ζεσταίνει τις ελλαδικές μου εμπειρίες. Αυτή η ζωή μου χάρισε ένα ωραίο κράμα λαϊκότητας και ευγένειας».
Εκ των υστέρων, ως παιδί δύο ειδικών ψυχικής υγείας μεγάλωσες διαφορετικά από τους συνομηλίκους σου;
«Οι γονείς είναι πάντα γονείς όποια δουλειά κι αν κάνουν, με τα καλά τους και τα στραβά τους. Είμαι τυχερή που μου άνοιξαν τον δρόμο να εκφράζω τις ανησυχίες μου και να τις συζητάμε, μεγάλη νίκη για μια οικογένεια. Αλλά αυτό νομίζω το κατάφεραν επειδή είναι κυρίως σπουδαίοι άνθρωποι, πέρα από σπουδαίοι ψυχαναλυτές».
«Η σχολή του Εθνικού θέλει δυνατό στομάχι» έχεις πει σε προηγούμενη συνέντευξή σου. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισες και τι σε βοήθησε να μην το βάλεις κάτω, να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι να γίνεις ηθοποιός;
«Οι προκλήσεις που αντιμετώπισα στο Εθνικό ήταν ακριβώς ο λόγος για να συνεχίσω να διεκδικώ την επιθυμία μου να γίνω ηθοποιός, ποτέ δεν είναι εύκολος ο δρόμος για να μάθεις κάτι, πόσο μάλλον κάτι τόσο σύνθετο όπως η τέχνη της υποκριτικής. Αυτό βέβαια έγκειται και στο δικό μου πείσμα, δεν το βάζω ποτέ κάτω. Στη σχολή έμαθα να σκέφτομαι, να φτιάχνω ιστορίες με δομή, έμαθα να ακούω τα λάθη που κάνω -και έκανα πολλά, έμαθα να αγαπώ το σώμα μου, να θέλω να το κάνω πιο δυνατό να με βοηθάει να παίζω καλύτερα. Έμαθα πόσο ανάγκη έχω να είμαι σε μια ομάδα και πόσες θυσίες θέλει η ατομικότητα μπροστά στην ομαδικότητα. Η αλήθεια είναι πως η πολυφωνία τις περισσότερες φορές είναι πιο μαγική από τη μονοφωνία – και στο τραγούδι και στη ζωή. Όλα όσα έμαθα στη σχολή μου πήρε χρόνο να τα συνειδητοποιήσω, είχα κιόλας αποφοιτήσει. Αλλά δε θα άλλαζα ούτε μία μέρα απογοήτευσης από κει μέσα, ήμουν μικρή και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα».
«Έμαθα πόσο ανάγκη έχω να είμαι σε μια ομάδα και πόσες θυσίες θέλει η ατομικότητα μπροστά στην ομαδικότητα. Η αλήθεια είναι πως η πολυφωνία τις περισσότερες φορές είναι πιο μαγική από τη μονοφωνία – και στο τραγούδι και στη ζωή».
Από τη δική σου εμπειρία, η τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα, που μπορεί να έρθει ξαφνικά, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να σε στείλει εκτός πραγματικότητας; Και με ποιον τρόπο καταφέρνεις εσύ να τη διαχειριστείς;
«Η αναγνωρισιμότητα σε στέλνει για πλάκα εκτός πραγματικότητας, όπως ακριβώς και η ενασχόληση με τα social media. Μου αρέσει να κάνω τηλεόραση, πέρασε η εποχή που τη θεωρούσα διαβολική, αλλά υποφέρω με το πακέτο που πάει μαζί: Δεν έχω Tik Tok και ξέρω πως σε λίγο καιρό θα θεωρούμαι ντεμοντέ, όμως αντιστέκομαι σε αυτή τη μάστιγα του “ποιος έχει πιο πολλούς followers”, η σκέψη αυτή μας καθιστά αξιολύπητους. Οι νέοι κινδυνεύουμε να μην ξέρουμε ούτε ιστορία ούτε τι συμβαίνει στον κόσμο γιατί θεωρούμε πως ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει σε ό,τι μάς πουλάει η αρχική μας σελίδα, δηλαδή ρούχα, μπαρ, και ζωάκια χαριτωμένα. Ωραία είναι αυτή η ασχολία για τον νεκρό χρόνο που όλοι δικαιούμαστε μέσα στη μέρα, αλλά αποτελεί τεράστια παγίδα αλλοτρίωσης και οφείλουμε να αντισταθούμε αν θέλουμε να λαμβάνουμε μέρος σε αυτό που αποκαλούμε “διάλογο με τον κόσμο”».
Πέρυσι συμμετείχες και στην παράσταση «Η νύχτα των μυστικών» που δόθηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού. Πώς βίωσες εκείνη την εμπειρία;
«Συνήθως, τα βράδια που παίζουμε, μας απασχολούν η επικοινωνία, το κείμενο, η άρθρωσή μας, αν είχε ρυθμό η παράσταση, αν “κουνήθηκε” κάτι και γιατί.
»Ε, όλα αυτά στις φυλακές ούτε που τα σκεφτήκαμε. Παίξαμε την παράσταση κι εμείς απ’ το μηδέν, χωρίς τίποτα προετοιμασμένο, αυτό έγινε απρόοπτα, ακούσαμε κι εμείς το κείμενο ξανά από την αρχή, υπήρχαν φράσεις μέσα που έχουν εντελώς διαφορετικό αντίκτυπο για τους ανθρώπους στις φυλακές. Θυμάμαι, ο χαρακτήρας μου έλεγε μία φράση “εγώ έχω άπειρο χρόνο, τα λεπτά μου εμένα είναι αμέτρητα, δεν περνάνε με τίποτα” και κοκάλωσα πάνω στη σκηνή σκεπτόμενη ότι αυτό που μόλις είπα το κατάλαβαν βαθιά μέχρι το μεδούλι τους εδώ όλοι ανεξαιρέτως – η έννοια του χρόνου στη φυλακή είναι ίσως το πιο αδιαχείριστο ζήτημα μέσα εκεί, αυτό που κατακλύζει την ύπαρξη τους.
«Παίξαμε την παράσταση απ’ το μηδέν, χωρίς τίποτα προετοιμασμένο, αυτό έγινε απρόοπτα, ακούσαμε κι εμείς το κείμενο ξανά από την αρχή, υπήρχαν φράσεις μέσα που έχουν εντελώς διαφορετικό αντίκτυπο για τους ανθρώπους στις φυλακές».
»Υπήρχαν άνθρωποι από κάτω που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους θέατρο και οι αντιδράσεις τους ήταν διογκωμένες σα μικρά παιδιά, υπήρχαν και άλλοι που τις ώρες αυτές τις θεώρησαν παιχνίδι και ευκαιρία να εκτονωθούν με φωνές και σφυρίγματα. Όλα αυτά ήταν μες στο παιχνίδι.
»Η πιο όμορφη έκπληξη όμως ήταν στο τέλος, δεν έχω ακούσει πιο ζεστό χειροκρότημα στη ζωή μου, πήγαζε μέσα από την καρδιά τους, και μόλις βγήκαμε από την αίθουσα μας περίμεναν απέξω όλοι τους να μας σφίξουν το χέρι και να μας συγχαρούν συγκινημένοι, με κυρίαρχη στο στόμα τη φράση “ευχαριστούμε, μας ταξιδέψατε, για λίγο ξεχάσαμε πού είμαστε, και αυτό είναι μεγάλο δώρο”.
»Στηρίζω με όλη μου την ύπαρξη το θέατρο στις φυλακές και σε όλες τις δομές των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση στην τέχνη. Ένα μεγάλο μπράβο στην Αικατερίνη Παπαγεωργίου, τη σκηνοθέτιδά μας, που διεκδίκησε και διεκδικεί το θέατρο στις φυλακές».
«Δεν έχω ακούσει πιο ζεστό χειροκρότημα στη ζωή μου, πήγαζε μέσα από την καρδιά τους, και μόλις βγήκαμε από την αίθουσα μας περίμεναν απέξω όλοι τους να μας σφίξουν το χέρι και να μας συγχαρούν συγκινημένοι, με κυρίαρχη στο στόμα τη φράση “ευχαριστούμε, μας ταξιδέψατε”».
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου για φέτος;
«Η παράσταση που φτιάξαμε φέτος ως ομάδα The Young Quill με τίτλο “H λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα” συνεχίζει στο Θέατρο Μπέλλος και πάει πολύ καλά, είμαστε χαρούμενοι πολύ, την αγαπάμε και δε θέλουμε να τελειώσει.
»Από το Μάρτη θα είμαι στους “Cenzi”, ένα πολύ δυνατό έργο του P. Shelley, σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου, στη σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού θέατρου Πειραιά, όπου θα έχω την τύχη να παίζω ένα ρόλο ζηλευτά επίκαιρο.
»Στην τηλεόραση επιστρέφει το “ΙQ 160” του Πιέρρου Ανδρακάκου στο Star με νέες υποθέσεις, για όποιον αγαπάει τα αστυνομικά και όχι μόνο, είναι πολύ ωραία δουλειά, με κόπο και προσοχή φτιαγμένη.
»Κατά τα άλλα εύχομαι να βρω χρόνο να πάω κανένα ταξιδάκι, να ανοίξει το μάτι μου, βρε αδερφέ, και να ξενοιάσω λίγο. Το εύχομαι και σε εσάς».
Info
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», Θέατρο Μπέλλος, Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 6948 230899. Μέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00. Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ κανονικό, 12 ευρώ μειωμένο (ΑΜΕΑ, φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων). Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ. Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη. Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου. Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα. Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου. Κινησιολογία: Χρυσηίς Λιατζιβίρη. Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός. Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη. Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative. Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble. Διεύθυνση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης