Πήγε στην έρημο Μοχάβε να βρει την Ελένη Παπαμάρκου, τη χορεύτρια με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Κορίτσι Λεοπάρδαλη, αλλά η γιαγιά της δεν ήταν εκεί γιατί είχε πεθάνει 25 χρόνια πριν. Βρήκε μόνο μια πόλη φάντασμα και τη μοναδική κάτοικό της, Άννι, να περνάει τις μέρες της φτιάχνοντας παράξενα, μικρά γλυπτά και πίνοντας κρασί. «Το σημαντικότερο για μένα ήταν το ίδιο ταξίδι, η αναζήτηση παρά το τι θα έβρισκα. Αυτή ήταν η Ιθάκη μου» μού λέει η Ελένη Σικελιανός. «Γιατί τόσα πρώην showgirls καταλήγουν στην έρημο; Έχω κάποιες θεωρίες. Η μία είναι ότι εκεί υπάρχει κάτι πολύ απελευθερωτικό, ότι οι συνηθισμένοι κανόνες δεν ισχύουν. Ειδικά η Μοχάβε είναι ένα πολύ παράξενο μέρος, που προσελκύει άτομα του περιθωρίου. Έχει μια μυστηριώδη στρατιωτική βάση, όπου ποιος ξέρει τι συμβαίνει, και βέβαια ένα ακραίο τοπίο. Έχει φτηνότερη ζωή και δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το Λας Βέγκας».

Είμαστε μαζί στο Rabbithole, ενώ η σκηνή του θεάτρου ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη μεταφορά του βιβλίου της «Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Η Χρυσή Ελληνίδα» (εκδ. Πατάκη), από την Ομάδα Νοσταλγία σε σκηνοθεσία Τώνιας Ράλλη, όπου η Σικελιανός –βραβευμένη ποιήτρια της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε 12 γλώσσες, καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, δισέγγονη επίσης του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού από την άλλη πλευρά της οικογένειάς της– αφηγείται την ιστορία της γιαγιάς της Ελένης Παπαμάρκου, μιας χορεύτριας μπουρλέσκ με το ψευδώνυμο Μελένα, το Κορίτσι Λεοπάρδαλη, που παντρεύτηκε πέντε φορές, έκανε τρία παιδιά, «έφαγε σίδερο και μάσησε ατσάλι επί προσώπου γης».

Η Ελένη Παπαμάρκου. Από το βιβλίο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Η χρυσή Ελληνίδα» της Ελένης Σικελιανός (εκδ. Πατάκη).

Η γιαγιά της η λεοπάρδαλη

Όταν ο πατέρας της Ελένης Παπαμάρκου και προπάππους της Ελένης Σικελιανός, Διαμαντένιος Γιάννης ή Τζον Ντάιαμοντ, έφτασε από την Ελλάδα στην Αμερική «με το σαντούρι του προσεκτικά τυλιγμένο σε κουρελιασμένη τσόχα» παντρεύτηκε τη γερμανικής καταγωγής Μπέρθα, απόγονο καλλιεργητών ντάλιας, και απέκτησαν ένα τσούρμο παιδιά, που σκόρπισαν σε ορφανοτροφεία και θετές οικογένειες. Η Ελένη Παπαμάρκου ήταν η μοναδική που μεγάλωσε με τους βιολογικούς γονείς της (μαζί τους έζησε για ένα διάστημα και ο αδερφός της Θεόδωρος), ενδεχομένως γιατί ήταν αρκετά καλή στον χορό ώστε να τους συνοδεύει στις εμφανίσεις τους στα στέκια του ρεμπέτικου στον Νέο Κόσμο, παρ’ όλα αυτά μάλλον δεν υπήρξε πιο τυχερή από τα αδέρφια της καθώς ο πατέρας της την κακοποιούσε. «Ξέρω ότι κλείδωνε την κόρη του στην ντουλάπα μ’ ένα καρβέλι ψωμί και μια κανάτα νερό, αλλά δεν ξέρω για πόσο» γράφει η Ελένη Σικελιανός στο βιβλίο της.

«Ξέρω ότι κλείδωνε την κόρη του στην ντουλάπα μ’ ένα καρβέλι ψωμί και μια κανάτα νερό, αλλά δεν ξέρω για πόσο».

Όταν μεγάλωσε η Ελένη Παπαμάρκου άρχισε να περνάει από τον έναν γάμο στον άλλο –ανάμεσα στους συζύγους της ήταν ένας μαφιόζος και ένας νάνος– «με την ελπίδα να κάνει τη ζωή της καλύτερη, με έναν τρόπο. Σίγουρα όμως τον πρώτο, τον παππού μου, τον παντρεύτηκε από αγάπη» λέει η συγγραφέας. Το Κορίτσι Λεοπάρδαλη δεν πρέπει να υπήρξε η πιο υποστηρικτική μητέρα: οι τρεις κόρες της, ανάμεσά τους και η Ελαίην, η μητέρα της Ελένης, μεγάλωσαν περιφερόμενες σε σπίτια αμφίβολης καταλληλότητας ενώ ακολουθούσαν περιστασιακά τη μητέρα τους σε περιοδείες.

«Η γιαγιά μου έγραψε ένα γράμμα στον αδερφό της Θεόδωρο: Αγαπητέ Τέντι, πρέπει να μάθεις ότι ο Αλ έφυγε και είμαι εδώ με τα κορίτσια. Απλώς δεν είμαι φτιαγμένη για τέτοια ζωή. Έχω μερικές παραστάσεις στο Κλίβελαντ και πρέπει να πάρω τους δρόμους» γράφει στο βιβλίο και προσθέτει: «Και μετά, έβαλε αγγελία στην εφημερίδα: Ζητείται οικογένεια για να φροντίσει τρία κοριτσάκια. Παρέχεται εκμετάλλευση αγροκτήματος».

«Και μετά, έβαλε αγγελία στην εφημερίδα: Ζητείται οικογένεια για να φροντίσει τρία κοριτσάκια. Παρέχεται εκμετάλλευση αγροκτήματος».

Αυτό όμως που αναγνωρίζει στη γιαγιά της η συγγραφέας είναι ότι «ο τρόπος ζωής της ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε είχε να επιλέξει μια γυναίκα της εποχής της. Έζησε με τους δικούς της όρους. Ο χορός μπουρλέσκ ήταν για εκείνη μέσο επιβίωσης και απελευθέρωσης – αν της είχαν δοθεί περισσότερες ευκαιρίες ίσως να είχε εξελιχθεί σε διαφορετικό είδος περφόρμερ, αλλά μόνο έτσι μπορούσε να βιοποριστεί».

Η Ελένη Παπαμάρκου με δύο από τις τρεις κόρες της (η μία είναι η Ελαίην, η μητέρα της Ελένης Σικελιανός). Από το βιβλίο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Η χρυσή Ελληνίδα» της Ελένης Σικελιανός (εκδ. Πατάκη).

Ο προπάππους της το παγώνι

Τον Άγγελο Σικελιανό και την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού η δισέγγονή τους γνώρισε μόνο μέσα από τις αφηγήσεις του γιου τους και παππού της, Γλαύκου, που έζησε με τη μητέρα της κι εκείνη όταν ήταν παιδί. Ο πατέρας της τους είχε εγκαταλείψει από νωρίς – την ιστορία του Τζον ο οποίος, αφού έζησε άστεγος για τρία χρόνια στην Αλμπουκέρκη πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, η συγγραφέας θα προσπαθούσε να ανασυνθέσει από θραύσματα πολλά χρόνια μετά, στο «Βιβλίο του Τζον» (εκδ. Πατάκη).

Ο πατέρας της τους είχε εγκαταλείψει από νωρίς – την ιστορία του Τζον ο οποίος, αφού έζησε άστεγος για τρία χρόνια στην Αλμπουκέρκη πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, η συγγραφέας θα προσπαθούσε να ανασυνθέσει από θραύσματα πολλά χρόνια μετά, στο «Βιβλίο του Τζον».

«Ο Γλαύκος δεν είχε πολύ καλή σχέση με τον Άγγελο Σικελιανό – ο οποίος, όπως καταλαβαίνω, ήταν απών ως πατέρας. Τον αποκαλούσε “παγώνι”. Όταν μιλούσε για τους γονείς του – που δεν το έκανε πολύ συχνά – θα ήταν για τη μητέρα του, για κοινές εμπειρίες όπως τους περιπάτους τους. Πάντως υπήρχε αληθινή αγάπη ανάμεσα στον Άγγελο Σικελιανό και την Εύα Πάλμερ. Η Εύα ήταν ερωτευμένη με την ποίηση και τις ιδέες του Άγγελου, ήταν ερωτευμένη με την Ελλάδα, πάρα πολύ, αλλά όχι με τον σύζυγό της ως άντρα. Εκείνος το ήξερε ότι ήταν λεσβία, μάλιστα πήγαν μαζί να συναντήσουν την ερωμένη της, Natalie Barney, αλλά αυτό δεν πήγε πολύ καλά! Η Natalie ζήλευε πολύ τον Άγγελο, του φέρθηκε σκληρά, και έτσι τελείωσε η σχέση της με την Εύα».

Η Ελένη Σικελιανός.

Η αλυσίδα της βίας

Τα δύο κλαδιά του γενεαλογικού δέντρου της Ελένης μοιάζουν σαν να ανήκουν σε εντελώς διαφορετικά είδη. Από τη μία, ποιητές, σκηνοθέτες, διοργανωτές των Δελφικών Εορτών και ηγετικές μορφές της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Από την άλλη, ρεμπέτες χαμένοι στους απόκληρους της Αμερικής. Αν όμως μοιράστηκαν κάτι κοινό οι πρόγονοί της ήταν «ένας ριζοσπαστικός, αν και κάποιες φορές καταστροφικός, τρόπος να υπάρχεις στον κόσμο, και να δημιουργείς τον δικό σου κόσμο, αντισυμβατικός και απελευθερωτικός». Αυτή θεωρεί τη σημαντικότερη οικογενειακή κληρονομιά της. Ωστόσο στο πρώτο της ταξίδι της στην Ελλάδα είχε και μια αναπάντεχη, καθοριστική συνάντηση με την ποίηση του προπάππου της: «Ήμουν 20 χρονών και σπούδαζα Βιολογία. Από τα επτά μου ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας, αλλά νόμιζα ότι συγγραφέας σημαίνει μυθιστοριογράφος. Όταν όμως τότε πήγα στην Κρήτη ανακάλυψα μια ανθολογία ελληνικής ποίησης (με επιλογές από Σικελιανό, Εμπειρίκο, Γκάτσο κ.λπ.) που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ήθελα να γίνω ποιήτρια».

«Ήμουν 20 χρονών και σπούδαζα Βιολογία. Από τα επτά μου ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας, αλλά νόμιζα ότι συγγραφέας σημαίνει μυθιστοριογράφος. Όταν όμως τότε πήγα στην Κρήτη ανακάλυψα μια ανθολογία ελληνικής ποίησης (με επιλογές από Σικελιανό, Εμπειρίκο, Γκάτσο κ.λπ.) που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ήθελα να γίνω ποιήτρια».

Τα βιβλία βοήθησαν την Ελένη να επιβιώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που κουβαλούσε το διαγενεακό τραύμα της βίας. «Η γιαγιά μου είχε μεγαλώσει μέσα στη βία και γινόταν και η ίδια βίαια μαζί μας. Στο βιβλίο περιγράφω μια σκηνή όπου ξαφνικά με χαστουκίζει και καταπίνω ένα νόμισμα που κρατούσα στο στόμα μου. Σκέφτομαι συχνά εκείνο το περιστατικό, το γεγονός ότι δεν την είχε βοηθήσει κανένας να μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά της, ούτε καν να τους δίνει μορφή».

Η Ελένη φοβόταν τη γιαγιά της όταν ήταν παιδί, αν και θυμάται και κάποιες χειρονομίες τρυφερότητάς της – ας πούμε μια παραμονή Χριστουγέννων, που τους προσκάλεσε στο τροχόσπιτό της, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα έδωσε στην εγγονή της μια γιγαντιαία μπάλα από νήμα μαλλιού γεμάτη με δώρα και την παρακίνησε να την ξετυλίξει. Αργότερα η γιαγιά της αρρώστησε βαριά και «η μαμά μου την έφερε να ζήσει στο διαμέρισμά μας. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα και κοιμόταν στο σαλόνι, με ένα μηχάνημα οξυγόνου, οπότε έπρεπε να τη συναντώ καθημερινά, κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι ή πήγαινα στην κουζίνα». Πέθανε όταν η Ελένη ήταν 15 ετών.

Η Ελένη Παπαμάρκου «με έναν μαφιόζο» όπως μάς λέει η Ελένη Σικελιανός. Από το βιβλίο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Η χρυσή Ελληνίδα» της Ελένης Σικελιανός (εκδ. Πατάκη).

Η μαμά της ήταν εκείνη που άρχισε να σπάει τον οικογενειακό κύκλο βίας, «δεν με χτυπούσε ποτέ, αν και πετούσε και έσπαγε πράγματα. Αλλά δεν αμφέβαλα ποτέ για την αγάπη της για εμένα ενώ νομίζω ότι εκείνη δεν ήταν πάντα σίγουρη αν η δική της μητέρα την αγαπούσε άνευ όρων».

Η μαμά της ήταν εκείνη που άρχισε να σπάει τον οικογενειακό κύκλο βίας, «δεν με χτυπούσε ποτέ, αν και πετούσε και έσπαγε πράγματα. Αλλά δεν αμφέβαλα ποτέ για την αγάπη της για εμένα, ενώ νομίζω ότι εκείνη δεν ήταν πάντα σίγουρη αν η δική της μητέρα την αγαπούσε άνευ όρων».

Πέρα από τα βιβλία, «έναν κόσμο που ήταν για εμένα μια τεράστια, εναλλακτική πραγματικότητα», η Ελένη βρήκε καταφύγιο στη φύση. «Μεγάλωσα στην Καλιφόρνια, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για εμένα το ότι μπορούσα να πάω για πεζοπορία σε βουνά, πεδιάδες και παραλίες». Θεραπευτικά θα λειτουργούσε αργότερα και η συγγραφή των βιβλίων με τις οικογενειακές ιστορίες της, όπου συνδυάζει το φωτογραφικό υλικό με διαφορετικά λογοτεχνικά είδη «γιατί ήθελα ένα κομμάτι να το αφηγηθώ με άμεσο τρόπο αλλά κάποια πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν μόνο με την ποίηση».

Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Σήμερα η κόρη σας είναι 18 ετών. Όταν ήταν μικρή και έκανε ερωτήσεις για το οικογενειακό παρελθόν σας, τι απαντούσατε;

«Δεν προσπάθησα να πλάσω μια διαφορετική ιστορία ούτε όμως της αφηγήθηκα ολόκληρη την αληθινή. Της είπα ότι ο πατέρας μου ήταν άστεγος, γιατί δεν ήθελα να έχει αρνητική εικόνα για τους αστέγους. Δεν της μίλησα για τον εθισμό του στα ναρκωτικά παρά μόνο αφού μεγάλωσε. Όταν διαβάσει τα βιβλία μου θα έχει την ευκαιρία να μάθει τα πάντα, αλλά ακόμα δεν το έχει κάνει. Προσπάθησα να είμαι προσεκτική μαζί της. Δεν ήθελα να περάσω στην επόμενη γενιά το τραύμα από το οποίο η μητέρα μου δεν είχε σταθεί ικανή να με προστατεύσει».

«Όταν ήταν μικρή και ρωτούσε για τον πατέρα μου, δεν προσπάθησα να πλάσω μια διαφορετική ιστορία ούτε όμως της αφηγήθηκα ολόκληρη την αληθινή. Της είπα ότι ήταν άστεγος, γιατί δεν ήθελα να έχει αρνητική εικόνα για τους αστέγους. Δεν της μίλησα για τον εθισμό του στα ναρκωτικά παρά μόνο αφού μεγάλωσε».

Ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις όταν επικοινώνησε μαζί σας η Τώνια Ράλλη με την πρόθεση να μεταφέρει στο θέατρο το βιβλίο σας «Εσύ, η ζωώδης μηχανή»;

«Και “Το βιβλίο του Τζον” είχε γίνει παράσταση αλλά από ερασιτεχνικό θίασο – ήταν μια ενδιαφέρουσα συνεργασία Βρετανών και Ελλήνων φοιτητών. Αλλά αυτή η περίπτωση ήταν διαφορετική, επρόκειτο για επαγγελματική ομάδα. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ένας διαφορετικός τρόπος να πάρει ζωή η “Ζωώδης μηχανή” και, καθώς το θεατρικό έργο δεν θα ήταν δικό μου, τούς έδωσα το ελεύθερο να κάνουν ό,τι επιθυμούσαν. Και όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά πέρυσι το καλοκαίρι, τους συμπάθησα πολύ και μου άρεσε η ευαισθησία και η ευφυΐα με τις οποίες αντιμετώπισαν το βιβλίο».

Φωτογραφία από την παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή».

Info

«Εσύ, η ζωώδης μηχανή», Rabbithole, Γερμανικού 20, Μεταξουργείο, Αθήνα, τηλ.: 210 524 9903. Παραστάσεις: Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00. Τιμές εισιτηρίων: γενική Είσοδος 15€, μειωμένο 10€, ατέλεια: 8€. Προπώληση: more.com. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Ελένη Σικελιανός. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Τώνια Ράλλη. Σκηνογραφία – κίνηση: Πηνελόπη Μωρούτ. Κοστούμια: Χριστίνα Σωτηροπούλου. Φωτισμοί: Γιώργος Σίμωνας. Μουσική σύνθεση – ερμηνεία: Here, Dragon (feat. Vasiliki Raptopoulou). Ηχοληψία – sound design: Γιάννης Σκανδάμης. Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Μακαβέι. Βοηθός ενδυματολόγου: Αναστασία Δαφερέρα. Φωτογραφία: Αναστασία Γιαννάκη. Video Art: Αναστασία Γιαννάκη, Ana Rosa Marx. Ζωγράφος: Σπύρος Αγγελόπουλος. Graphic degign: Ηλίας Πανταλέων. Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη. Παραγωγή: Oμάδα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ & Rabbithole. Θίασος (αλφαβητικά): Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Νάντια Μαργαρίτη, Έλενα Μεγγρέλη, Κωνσταντίνα Σκανδάλη, Χρυσάνθη Φύτιζα, Athena Wasborn

Η παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή» πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below