Η πρώτη μας συνάντηση ήταν πριν από περίπου τέσσερα χρόνια σε ένα καφέ στο Κουκάκι, κοντά στα στέκια του ήρωά της, του αστυνόμου Χάρη Κόκκινου, στο αστικό περιβάλλον όπου διαδραματίζεται η πρώτη τριλογία βιβλίων της, η «Τριλογία της Αθήνας». Τότε η Ευτυχία μού είχε πει ότι η αφορμή για να αρχίσει να γράφει αστυνομικά βιβλία ήταν οι νουάρ ιστορίες που διάβαζε όταν, στο προ-συγγραφικό παρελθόν της, επέστρεφε σπίτι εξαντλημένη από τη δουλειά της. Καθώς εκείνες οι ιστορίες συνδύαζαν τη βαρύτητα επιθυμητή για έναν απαιτητικό αναγνώστη με την ελαφρότητα καλοδεχούμενη για έναν κουρασμένο αναγνώστησκέφτηκε ότι η αστυνομική λογοτεχνία θα ήταν ένας τρόπος να μιλήσει σε περισσότερους ανθρώπους και πιο ευθέως για κάποια ζητήματα.

Αναμφίβολα πέτυχε το στόχο της. Αν η «Τριλογία της Αθήνας» απόλαυσε και εμπορική και λογοτεχνική επιτυχία, η νέα σειρά βιβλίων της, η «Τριλογία του Βυθού», επιβεβαιώνει τη μετάβασή της σε ένα υψηλότερο επίπεδο συγγραφικής ωριμότητας. Οι δολοφονίες της Γαρυφαλλιάς και της Καρολάιν σχεδόν συνέπεσαν με την κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου του «Βυθού», «Στη Φωλιά του Ιππόκαμπου», το οποίο χαρακτηρίστηκε από κάποιους «προφητικό» γιατί περιγράφει περιστατικά έμφυλης βίας με ανατριχιαστικές ομοιότητες με τα πραγματικά εγκλήματα. Αυτή η συγκυρία, που προφανώς θα ήταν προτιμότερο να έλειπε, επιβεβαιώνει πάντως το χάρισμα της συγγραφέα να αφουγκράζεται τις φωνές της κοινωνίας και να τις μεταφέρει στο χαρτί με το όχημα της μυθοπλασίας.

Βία κατά των γυναικών και λογοτεχνία

Τι σε ώθησε να καταπιαστείς με τις γυναικοκτονίες στο νέο βιβλίο σου, προτού ακόμα συμβούν οι δολοφονίες της Γαρυφαλλιάς και της Καρολάιν;

«Παρατηρώντας όχι μόνο τις στατιστικές που δίνουν κάποια ποσοτικά στοιχεία αλλά κυρίως τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω μου, τις ιστορίες τους, την πίεση και την ιδιαίτερη συνθήκη που δημιούργησε ο εγκλεισμός σε κάθε σχέση, τη δικιά μου μεσοτοιχία με έναν τρόπο, ένιωσα ότι αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει αποκαλύπτοντας μεγαλύτερο μέρος του παγόβουνου από αυτό που ερχόταν μέχρι πρότινος στο φως και στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου. Η βία κατά των γυναικών είναι ένα τεράστιο ζήτημα και προφανώς δεν είναι παροδικό. Στόχος μου, λοιπόν, δεν ήταν να το φωτίσω ως τέτοιο, αλλά ως μια πάγια συνθήκη όπου η κοινωνική ανοχή τρέφει συστηματικά το τέρας σε κάθε συνθήκη, σε κάθε κοινωνική τάξη. Η όποια ομοιότητα με την πραγματικότητα έχει να κάνει με το γεγονός ότι το μοτίβο είναι εκεί και επαναλαμβάνεται όσο δεν αποφασίζουμε να δράσουμε και να το σπάσουμε».

«Κάθε βιβλίο απλώνει ένα σχοινί στον βυθό κι εκεί που βουλιάζεις σε φέρνει στην επιφάνεια, σε παρηγορεί και σου επιτρέπει να κατανοείς καλύτερα τον κόσμο, το ξένο μέσα σου και γύρω σου».

Μπορεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα να παίξει ρόλο στην πρόληψη των γυναικοκτονιών και άλλων περιστατικών έμφυλης βίας;

«Μπορεί το μοίρασμα των ιστοριών μας, όσα λέμε και όσα διαβάζουμε, να αλλάξει την αντίληψή μας για τα πράγματα και τον εαυτό μας και άρα τον κόσμο. Αν δεν το πίστευα δεν θα έγραφα. Κάθε βιβλίο, λοιπόν, είναι ένα τέτοιο μοίρασμα, κάτι βαθύ που απλώνει ένα σχοινί στον βυθό κι εκεί που βουλιάζεις σε φέρνει στην επιφάνεια, σε παρηγορεί και σου επιτρέπει να κατανοείς καλύτερα τον κόσμο, το ξένο μέσα σου και γύρω σου. Η λογοτεχνία, όσο κι αν μοιάζει με καθρέφτη της εποχής, στην ουσία είναι καθρέφτης της ανθρώπινης κατάστασης και αυτό είναι που τη διαφοροποιεί από την ειδησεογραφία».

Οι ιδανικές συνθήκες για ένα έγκλημα

Από τα θύματα του περιθωρίου και των χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων της πρώτης τριλογίας σου πέρασες, στην «Τριλογία του Βυθού», στα θύματα από τις ανώτερες τάξεις. Γιατί αυτή η στροφή;

«Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για στροφή. Η ρίζα του εγκλήματος βρίσκεται μέσα μας, οπότε βλέπουμε τα κλαδιά της να απλώνονται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις συνθήκες και τις εποχές. Το έγκλημα στο πεζοδρόμιο, το έγκλημα σε κοινή θέα ή το οργανωμένο έγκλημα συνυπάρχει με το έγκλημα πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ειδικά η ενδοοικογενειακή βία και η γυναικοκτονία, που βρίσκονται στον πυρήνα του νέου μου βιβλίου, είναι εγκλήματα που αν ανοίξει κανείς τις κλειστές πόρτες οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης ή τα κλειστά στόματα εκπλήσσεται από το εύρος και το βάρος τους. Μια τέτοια πόρτα – ή ίσως και περισσότερες – επιχειρώ να ανοίξω κι εγώ με αυτή την ιστορία μου».

«Η ενδοοικογενειακή βία και η γυναικοκτονία, που βρίσκονται στον πυρήνα του νέου μου βιβλίου, είναι εγκλήματα που αν ανοίξει κανείς τις κλειστές πόρτες οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης ή τα κλειστά στόματα εκπλήσσεται από το εύρος και το βάρος τους».

Με ποια κριτήρια επέλεξες να τοποθετήσεις μεγάλο μέρος της δράσης του νέου σου βιβλίου στην Ύδρα;

«Η Ύδρα έχει ιδιαίτερο βάρος μέσα μου ως τόπος που συνδέεται με δικά μου βιώματα, αλλά και με τις αναπαραστάσεις της στην τέχνη. Είναι μια βαριά πέτρα, ριγμένη στη θάλασσα, ένα προάστιο της Αθήνας που βρέχεται από θάλασσα, με τη δόξα, την αίγλη του παρελθόντος, το φως, αλλά και το σκοτάδι του. Πέρα από την τουριστική καρτ ποστάλ που έχουμε όλοι υπόψη μας, υπάρχει η σκιά πίσω από την κουρτίνα, ο ψίθυρος και η πολυπλοκότητα της μικρής κοινωνίας που όλα τα γνωρίζει και όλα τα αποσιωπά, ενώ βρίσκεται ταυτόχρονα σε ευθεία σύνδεση με την πρωτεύουσα, το μεγάλο κέντρο όπου όλα διογκώνονται. Αυτό το σχήμα, τα δύο αυτά συγκοινωνούντα δοχεία, Ύδρα και Αθήνα, αποτέλεσαν τους τόπους που φωτίζονται από τα μάτια των χαρακτήρων της ιστορίας. Γιατί η ουσία βρίσκεται στην προβολή, ο τόπος που φωτίζεται από την ιδιαίτερη ματιά μας είναι το ζητούμενο. Υπάρχουν πολλές Ύδρες, πολλές Αθήνες, όσες και οι κάτοικοι ή οι επισκέπτες τους».

Στον «Ιππόκαμπο» αναφέρεσαι συχνά στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία. Στην πανδημική Αθήνα τα εγκλήματα βρίσκουν πιο πρόσφορο έδαφος;

«Θα χρειαστούμε καιρό για να το πούμε αυτό και έρευνες που θα στηριχτούν σε συγκεκριμένες μεθοδολογίες για να αναδείξουν τα σχήματα. Σίγουρα ο εγκλεισμός, η ασάφεια, η οικονομική πίεση και η ανασφάλεια δημιουργούν επιπλέον συνθήκες πίεσης οξύνοντας αυτό που προϋπάρχει».

«Έβαλες» δύο βασικούς ήρωες, και στα δύο πρώτα βιβλία της «Τριλογίας του Βυθού», να υποφέρουν από ανίατες ασθένειες. Σε ποια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση μπορεί να μας φέρει μια τέτοια συνειδητοποίηση και πώς ενδεχομένως εξυπηρετεί την πλοκή;

«Η ζωή είναι ένα διαρκές παιχνίδι με τον θάνατο και οι υπαρξιακές αναζητήσεις και οι αγωνίες μας προκύπτουν από το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως το παιχνίδι κάποια στιγμή θα χαθεί, ειδικά όταν μας χτυπάει την πόρτα η ανίατη ασθένεια φέρνοντας το τέλος πιο κοντά. Η αγωνία αυτή απέκτησε σχήμα στη δική μου περίπτωση μέσω ενός βιβλίου. Αυτό δεν είναι άλλωστε η τέχνη; Η απόπειρα να κατανοήσουμε το άπιαστο, αυτού που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, το σχήμα της αιώνιας αγωνίας μας ενάντια στη λήθη και το τέλος; Είναι αυτό το μυστήριο και η αγωνία του τέλους που διακυβεύονται στις ιστορίες μας και η ασθένεια είναι ο μεγεθυντικός φακός της αγωνίας, ίσως και μια προετοιμασία».

«Είναι αυτό το μυστήριο και η αγωνία του τέλους που διακυβεύονται στις ιστορίες μας και η ασθένεια είναι ο μεγεθυντικός φακός της αγωνίας, ίσως και μια προετοιμασία».

Η συγγραφέας στον «Βυθό»

Στους κεντρικούς ήρωες της «Τριλογίας του Βυθού» πρόσθεσες μια συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Γιατί αποφάσισες να ενσωματώσεις το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας – αν μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό το εύρημα ως τέτοιο;

«Με ενδιαφέρει το όριο μυθοπλασίας και πραγματικότητας, αλήθειας και ψεύδους και οι καθρεφτισμοί αυτών των δύο. Κάθε βιβλίο αποτελείται από τα θραύσματα του δημιουργού του και τον τρόπο με το οποίο φιλτράρει όσα τον περιβάλλουν. Κάθε βιβλίο είναι το ψέμα που μας φέρνει πιο κοντά στην αλήθεια μας. Αποκαλύπτοντας ένα μέρος της δημιουργικής διαδικασίας και του τρόπου με τον οποίο συνδέω αυτά τα θραύσματα του εαυτού μου σε μια ιστορία, καθιστώ τον αναγνώστη συμμέτοχο σε αυτή τη διαδικασία, μπλέκω τη δικιά του πραγματικότητα με τον μύθο και δοκιμάζω τα δικά του όρια και τον τρόπο σκέψης του. Αν είναι αυτοαναφορικό λοιπόν, είναι αυτοαναφορικό για τον ίδιο τον αναγνώστη».

Έχεις ιδιαίτερα ενεργή παρουσία στα social media. Πώς καταφέρνεις να τη συνδυάσεις με τη συγγραφή; Μπορεί κάποιος να τα αξιοποιήσει για να γίνει καλύτερος συγγραφέας;

«Η επαφή και ο παράλληλος κόσμος που στήνουν τα κοινωνικά δίκτυα δεν έχει σχέση με τον κόσμο της συγγραφής, που είναι μοναχικός. Θα έλεγα μάλιστα ότι τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν ως παραμορφωτικός καθρέφτης του κόσμου μας. Γράφοντας επιχειρεί κανείς ένα εσωτερικό ταξίδι και η συγγραφή ως τέτοιο ταξίδι αποκτά νόημα. Η επικοινωνία με τους αναγνώστες είναι ανεξάρτητη ή έπεται αυτού του μοναχικού ταξιδιού. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι συνεπώς ένα εργαλείο που επιτρέπει στους αναγνώστες να μου επιστρέψουν κάτι από όσα ένιωσαν διαβάζοντας το βιβλίο και σε εμένα να τους ενημερώσω για τη δουλειά μου. Οπότε με ενδιαφέρουν κυρίως ως προς αυτό και γι’ αυτό προσπαθώ να απέχω από ομάδες, διενέξεις και σχολιασμό της επικαιρότητας».

«Όσο το αστυνομικό γίνεται πολυεπίπεδο, πιο εγκεφαλικό, πιο βαθύ, πιο περίπλοκο και παίζει με το κοινωνικό σχόλιο και το ψυχογράφημα της εποχής, τόσο θα βλέπουμε περισσότερες γυναίκες δημιουργούς να ασκούν σημαντική επιρροή στο είδος».

Πώς μπορούμε να βγούμε για λίγο από τον δικό μας βυθό και να πάρουμε μια ανάσα από οξυγόνο και φως;

«Είμαστε σαν τα δελφίνια μάλλον. Μπαινοβγαίνουμε στο φως και το σκοτάδι. Άλλοτε θεαματικά και άλλοτε σιωπηρά. Ή σαν τον ιππόκαμπο. Μπορούμε να κολυμπάμε κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά μας, αν δεν βρούμε κάπου να πιαστούμε. Παλεύουμε διαρκώς κάπου να πιαστούμε και όταν το καταφέρνουμε παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και κοντοστεκόμαστε».

Γιατί, πιστεύεις, στην αστυνομική λογοτεχνία μειονεκτούν αριθμητικά οι γυναίκες συγγραφείς;

«Είμαστε λιγότερες παντού μάλλον, όχι μόνο στο αστυνομικό, αλλά η βασίλισσα του αστυνομικού υπήρξε γυναίκα και είναι η Αγκάθα Κρίστι. Όσο το αστυνομικό αντιμετωπιζόταν ως μια περιπέτεια με όπλα, σάλτα από ταράτσα σε ταράτσα και κυνηγητά με ανελέητες ανατροπές, ήταν λογικό να θεωρείται ίσως αντρική υπόθεση σύμφωνα με τα στερεότυπα των κοινωνικών ρόλων. Όσο όμως γίνεται πολυεπίπεδο, πιο εγκεφαλικό, πιο βαθύ, πιο περίπλοκο και παίζει με το κοινωνικό σχόλιο και το ψυχογράφημα της εποχής, τόσο θα βλέπουμε περισσότερες γυναίκες δημιουργούς να ασκούν σημαντική επιρροή στο είδος».

Για το βιβλίο «Στη φωλιά του ιππόκαμπου»

Αθήνα. Ύδρα. Ιούνιος 2020. Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος.

Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.

Αυτό το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας του βυθού», ενός εύπλαστου σύμπαντος, ενός βυθού που καταπίνει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας, αληθινές μέσα στο ψέμα τους και ψεύτικες μέσα στην αλήθεια τους, νομίζοντας ότι έχουμε αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι και διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ότι στη φωλιά του ιππόκαμπου κανείς μας δεν είναι αθώος.

Info

Η «Τριλογία της Αθήνας» («Πόλη στο Φως», «Αλκυονίδες μέρες», «Στο πίσω κάθισμα»), η «Τριλογία του Βυθού» («Η νόσος του μικρού θεού», «Στη φωλιά του ιππόκαμπου»), καθώς και η σειρά παιδικών βιβλίων της Ευτυχίας Γιαννάκη, «Πιτσιμπουίνοι. Τα πρώτα μου μυστήρια» («Μυστήριο στη Λίμνη Λαμπίκο», «Εξαφάνιση στο Πίτσι Πίτσου», «Το μεγάλο πιτς πάρτι»), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος. Περισσότερες πληροφορίες για τη συγγραφέα: giannaki.com

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below