Το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα δεν αποτελεί, απαραίτητα, εμπόδιο για την ουσιαστική επαφή τους. Μπορεί να γεφυρωθεί, αν ανατρέξουν στις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό είναι ένα μόνο από τα δυνατά μηνύματα που αποτυπώνονται στη μνήμη μας από τη νέα, ελληνοκινεζική ταινία «Μια Μέρα στη Σαγκάη» του Βασίλη Ξηρού, η οποία μέσα από την ιστορία γνωριμίας ενός Έλληνα αρχιτέκτονα που μετακόμισε στη Σαγκάη, του Πάνου (Δημήτρης Μοθωναίος), και μιας Κινέζας μουσικού που ετοιμάζεται να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ευρώπη (Tu Hua), της Jinxi, μας ταξιδεύει κινηματογραφικά στην εκπληκτικά όμορφη πόλη της Ανατολής.
Περιμένοντας την πρεμιέρα του φιλμ στις ελληνικές αίθουσες, στις 24 Φεβρουαρίου, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μοθωναίο για την εμπειρία των γυρισμάτων σε έναν τόσο μακρινό προορισμό και για την προσωπική του διαδρομή στην αγάπη. Δεν θα μπορούσαμε όμως να του ζητήσουμε να μην κάνει και έναν μικρό απολογισμό, έναν χρόνο μετά την αποκάλυψή του ότι έπεσε θύμα κακοποίησης όταν ήταν παιδί, η οποία προστέθηκε στο ορμητικό κύμα του ελληνικού #metoo.
Για την ταινία:
«Ο Βασίλης Ξηρός ήταν μέχρι πρόσφατα πρόξενος στη Σαγκάη και είχε γράψει αυτό το σενάριο, το οποίο κατά την ταπεινή μου άποψη – δεν νομίζω ότι θέλει να το λέει, αλλά εγώ το μοιράζομαι με τους αναγνώστες του Marie Claire και παίρνω όλη την ευθύνη πάνω μου! – είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία. Η ιδέα είναι, στο πρότυπο ταινιών όπως το φιλμ «Πριν το ξημέρωμα» με τους Ethan Hawke και Julie Delpy, πώς δύο ξένοι συναντιούνται σε μια ξένη πόλη και γνωρίζονται, αποκτούν μια σχέση οικειότητας και ανταλλαγής εμπειριών. Για μένα, αυτή η πρόταση ήταν εξαρχής μια φοβερή πρόκληση. Από φίλους και συνεργάτες που έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό, ξέρω ότι είναι δύσκολο να σου τύχει μια τέτοια ευκαιρία, να αναλάβεις την ευθύνη μιας αγγλόφωνης ταινίας.
»Με το σενάριο δεν δυσκολεύτηκα, τα αγγλικά είναι για μένα σαν δεύτερη γλώσσα, τα σπούδασα από πολύ μικρός επειδή ήθελα να γίνω διπλωμάτης – γι’ αυτό και οι πρώτες μου σπουδές ήταν στη Νομική. Μάλιστα επειδή η τοποθέτηση της φωνής στην αγγλική γλώσσα είναι διαφορετική, απελευθερώθηκα από τη “λογοκρισία” που συνήθως μάς πιάνει τους ηθοποιούς όταν ακούμε τη φωνή μας και δεν μας αρέσει, επειδή ήταν σαν να μιλούσε κάποιος άλλος και όχι εγώ».
Για τις εκπλήξεις μιας ελληνοκινεζικής παραγωγής:
«Γενικά μου αρέσουν πάρα πολύ οι περιπέτειες, τα ρίσκα και οι αλλαγές, αλλά αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ότι είναι άλλη συνθήκη να κάνεις ένα ταξίδι αναψυχής στην Κίνα και άλλη να πηγαίνεις εκεί για δουλειά. Για μένα, ως ηθοποιός, είναι απαραίτητο ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που συντηρεί το σώμα, το πνεύμα, την ψυχική ισορροπία μου και στη Σαγκάη ήταν λίγο πιο δύσκολο να το βρω στην αρχή. Αλλά μέσα στις πρώτες μέρες, και με τη βοήθεια του Βασίλη [Ξηρού], ο οποίος ήταν εξαιρετικά φιλόξενος, βρήκα πού θα έκανα γυμναστική, γιόγκα, διαλογισμό, πού θα περπατούσα, πού θα έτρωγα, οπότε έφτιαξα ένα πρόγραμμα για να είμαι όσο το δυνατόν πιο συνεπής και αποτελεσματικός στη δουλειά μου.
»Και σίγουρα είχε μια έξτρα δυσκολία η επαφή με τη συμπρωταγωνίστριά μου, Tu Hua, με την οποία τώρα είμαστε καταπληκτικοί φίλοι για μια ζωή, αλλά ήταν δύσκολο στην αρχή γιατί η νοοτροπία της σχετικά με την πρώτη γνωριμία ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική μου, πιο επιφυλακτική και κλειστή.
«Από φίλους και συνεργάτες που έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό, ξέρω ότι είναι δύσκολο να σου τύχει μια τέτοια ευκαιρία, να αναλάβεις την ευθύνη μιας αγγλόφωνης ταινίας».
»Το πρόβλημα με την Κίνα – επειδή υπάρχει μια πολιτισμική απομόνωση σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, π.χ., με το μποϊκοτάζ που γίνεται στα αμερικανικά προϊόντα, στα εργαλεία των social media και σε πολλά ακόμα που συνδέουν άλλες χώρες σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης – είναι ότι δεν έχουμε πολλά κοινά ερεθίσματα μαζί της. Οπότε, επιστρέφεις στη βάση της επικοινωνίας, γιατί μπορεί να μην έχουμε κοινές αναφορές αλλά έχουμε κοινές ανάγκες. Αυτό είναι που βλέπουμε, επί της ουσίας, και στην ταινία: ότι όλοι στο βάθος μας είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, ακόμα και αν προερχόμαστε από πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς, και έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε και να αγαπηθούμε. Στη διάρκεια των γυρισμάτων διαψεύστηκαν όλα τα στερεότυπα που είχα για την Κίνα, χρειάστηκε να προσπεράσω οποιαδήποτε προκατάληψη είχα για να συνεργαστώ αρμονικά και να ενταχθώ στην ομάδα και το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσω πραγματικές φιλίες, που διαρκούν ακόμα».
Για τη Σαγκάη:
«Η Σαγκάη, παλαιότερα γαλλική αποικία, υπήρξε στη διάρκεια του εικοστού αιώνα χωνευτήρι διαφόρων πολιτισμών. Έχει καταπληκτική ατμόσφαιρα και εντελώς διαφορετικές συνοικίες, οπότε είναι φοβερά γοητευτική και από αρχιτεκτονικής άποψης. Και καθώς οι άνθρωποι που μπορεί να συναντήσεις προέρχονται από όλες τις γωνιές του κόσμου, είναι όλοι ενδιαφέροντες. Μοιάζει σαν να είναι πολλές πόλεις σε μία».
«Αυτό είναι που βλέπουμε, επί της ουσίας, και στην ταινία: ότι όλοι στο βάθος μας είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, ακόμα και αν προερχόμαστε από πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς, και έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε και να αγαπηθούμε».
Για την αγάπη – και πόσα θα ήταν πρόθυμος να θυσιάσει για χάρη της:
«Προσωπικά είμαι σε μια περίοδο που τώρα ανακαλύπτω σιγά σιγά, με μια χρονοκαθυστέρηση, την περιοχή της αγάπης και νομίζω ότι δεν λειτουργεί με όρους θυσίας. Πλέον εξερευνώ την ανιδιοτελή αγάπη, που δεν εξαρτάται από το δούναι και το λαβείν, αλλά από το αν μπορώ να είμαι εκεί για τον άλλο άνευ όρων και ανεξαρτήτως θυσιών. Είμαι εδώ για εσένα, σε πιστεύω και προχωράμε μαζί: αυτή, νομίζω, είναι η μεγαλύτερη θυσία, αν θέλουμε να το συζητήσουμε με τέτοιους όρους».
Για την αποκάλυψη που έκανε, πριν από έναν χρόνο, ότι έχει πέσει θύμα παιδικής κακοποίησης:
«Για μένα, το μεγαλύτερο όφελος είναι ότι έδωσα την αφορμή να μιλήσει κόσμος και ενδεχομένως να βοηθηθεί για αυτό το πρόβλημα που υπήρχε τόσο έντονα στην ελληνική κοινωνία και κανένας δεν συζητούσε. Πλέον είμαι κομμάτι της δράσης για την καταπολέμησή του και νομίζω ότι τέτοιου τύπου τραύματα μόνο έτσι ξεπερνιούνται, όταν βγεις απέξω και προσπαθήσεις, απλά, να βοηθήσεις άλλους με το ίδιο θέμα. Υπάρχουν βέβαια πολλά ακόμα να γίνουν, για μένα είναι πλέον αποστολή ζωής».
Για τον κίνδυνο υπερέκθεσης μετά από μια προσωπική αποκάλυψη:
«Ακριβώς επειδή δεν είχα άλλη επιλογή από το να μιλήσω, δεν έχω μετανιώσει καθόλου που το έκανα. Από τη στιγμή που το μοιράστηκα δεν το επικοινώνησα ξανά, άρχισα να συνεργάζομαι με κάποιους οργανισμούς [κατά της κακοποίησης] και προσπάθησα να κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου. Θεωρώ ότι είναι στο χέρι του καθένα: αν δεν θέλεις να συνεχίσεις να εκτίθεσαι, απομακρύνεσαι. Προσωπικά, μετά εξαφανίστηκα, έκανα διακοπές, ήμουν με φίλους σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον και έναν χρόνο μετά, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας, μιλάω ξανά, ευχαρίστως, γι’ αυτό».
«Πλέον είμαι κομμάτι της δράσης για την καταπολέμηση της παιδικής κακοποίησης και νομίζω ότι τέτοιου τύπου τραύματα μόνο έτσι ξεπερνιούνται, όταν βγεις απέξω και προσπαθήσεις, απλά, να βοηθήσεις άλλους με το ίδιο θέμα».
Για τη συμβουλή που θα έδινε σε άλλους επιζήσαντες κακοποίησης:
«Το βασικό είναι να μπορέσει κάποιος να ξεπεράσει τον αρχικό του φόβο και να μιλήσει γι’ αυτό. Αυτό είναι το πρώτο βήμα προς μια καινούρια ζωή, γιατί αν δεν το αναγνωρίσεις, αν δεν το παραδεχτείς και δεν μιλήσεις γι’ αυτό, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να το ξεπεράσεις. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε και μια τηλεφωνική γραμμή στη οποία θα μπορεί κάποιος να απευθυνθεί έστω και ανώνυμα».
Για την πανδημία:
«Προσωπικά είχα το “δώρο” της ταινίας, που με είχε προετοιμάσει πάρα πολύ για την πανδημία. Στη Σαγκάη οι άνθρωποι φορούσαν ήδη μάσκες και έμπαιναν σε μικροκαραντίνες, για άλλους ιούς, χρόνια πριν, οπότε όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο πριν από το πρώτο κύμα, ήμουν προετοιμασμένος και δεν με ξάφνιασε η πανδημία, την αντιμετώπισα σαν ένα αναγκαίο διάλειμμα.
»Νομίζω ότι είμαστε ακραίος λαός, ή θα είμαστε μέσα στο φόβο να μη νοσήσουμε ή εντελώς έξω κάνοντας σαν να μην υπάρχει ο κορονοϊός. Επειδή φαίνεται ότι θα μείνει για ένα διάστημα στη ζωή μας – χωρίς βέβαια να είμαι γιατρός ούτε να γνωρίζω τόσο καλά το υγειονομικό πρωτόκολλο – το προσωπικό μου, τουλάχιστον, ζητούμενο είναι να βρίσκω τη χρυσή τομή ανάμεσα στο να συνεχίζω τη ζωή μου χωρίς να είμαι τρομοκρατημένος και να παραμένω υπεύθυνος απέναντι στους συνανθρώπους μου και σε εμένα».
Η ταινία
Η Jinxi είναι μία βιολονίστα που ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Βιέννη για να συνεχίσει τις μουσικές της σπουδές. Λίγο πριν από την αναχώρησή της, και ενώ προσπαθεί να διευθετήσει τις εκκρεμότητες στη Σαγκάη, ένα αρκουδάκι θα φέρει στο δρόμο της τον Πάνο, έναν αρχιτέκτονα που έχει εγκατασταθεί πρόσφατα στην πόλη. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι θα μπορούσαν και οι δύο να φανταστούν – το δε αρκουδάκι θα έχει μια πολύ γεμάτη και ασυνήθιστη μέρα.
Η ταινία «Μία μέρα στη Σαγκάη» («A Day in the Life of a Teddy Bear») κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 24/02 σε διανομή Feelgood Entertainment. Σενάριο – Σκηνοθεσία: Βασίλης Ξηρός. Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Μοθωναίος, Tu Hua, Feng Jiaqi, Zhang Zhen. Παραγωγή: Βασίλης Ξηρός, Στηβ Κρικρής, Lan Tian, YuXiao, Νικόλας Αλαβάνος. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Pan Xuexue. Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης. Μουσική: Νίκος Πλατύρραχος. Σχεδιασμός Παραγωγής: Κώστας Παππάς. Σχεδιασμός Ήχου: Λέανδρος Ντούνης
Δείτε το τρέιλερ: