Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μας είναι μήπως τα παιδιά μας βρεθούν στο επίκεντρο κάποιου περιστατικού βίας ή σχολικού εκφοβισμού, είτε από τη θέση του αποδέκτη είτε του δράστη είτε ακόμη και του παρατηρητή, γιατί αυτές οι εμπειρίες μπορεί να είναι τραυματικές όπως κι αν τις ζήσει κάποιος, ειδικά στην παιδική και την εφηβική ηλικία.
Ο φόβος αυτός έρχεται πιο έντονα στην επιφάνεια κάθε φορά που ένα τέτοιο γεγονός φτάνει στην καθημερινή ειδησεογραφία, όπως είναι οι πρόσφατοι ξυλοδαρμοί του 16χρονου και της 14χρονης στη Θεσσαλονίκη και της 14χρονης στη Γλυφάδα – στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα, μπροστά σε δεκάδες παιδιά και ενώ το κορίτσι είχε υποστεί bullying για μήνες.
Υπάρχει, όντως, έξαρση βίας και σχολικού εκφοβισμού;
Τα ποσοστά βίαιης συμπεριφοράς σε ανηλίκους έχουν, πράγματι, αυξηθεί, όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της έρευνας «Τι συμβαίνει στην Εφηβεία» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας» της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Μάλιστα τα ποσοστά εκφοβισμού στους εφήβους, τόσο στον φυσικό όσο και στον διαδικτυακό κόσμο, φαίνεται να έχουν διπλασιαστεί.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και τι μπορούμε να κάνουμε οι γονείς; Στην ερώτησή μας απάντησε η Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ*.
Πού αποδίδεται αυτή η έξαρση;
Στον εφηβικό εγκέφαλο ενώ το κέντρο της παρόρμησης, του συναισθήματος και της αυθόρμητης συμπεριφοράς είναι σε πλήρη ανάπτυξη δεν συμβαίνει το ίδιο με την περιοχή που σχετίζεται με την κριτική σκέψη, τη λογική και τη λήψη αποφάσεων. Επιπλέον, ο εγκέφαλος ενός εφήβου ανταποκρίνεται διαφορετικά από έναν ενήλικα στα συστήματα ανταμοιβής, επιζητώντας έντονες και βραχυπρόθεσμες επιβραβεύσεις για να νιώσει ευφορία. Επομένως, οι νέοι είναι εγγενώς πιο επιρρεπείς σε ακραίες και παρορμητικές συμπεριφορές υψηλού ρίσκου και, παρόλο που η νοημοσύνη τους είναι ανάλογη ή και υψηλότερη από αυτήν ορισμένων ενηλίκων, οι πράξεις τους μπορεί να είναι «ανόητες»: να ενέχουν βία και να εκθέτουν τους ίδιους ή άλλους σε κίνδυνο.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε και την ανάγκη τους αυτονομηθούν και να γίνουν αποδεκτοί από ομάδες συνομηλίκων. Προκειμένου να την ικανοποιήσουν, επιδιώκουν να εντυπωσιάζουν ή μπορεί να μιμηθούν συμπεριφορές χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες.
Πέρα όμως από τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά ενός εφήβου, η κ. Τσίτσικα επισημαίνει τους σύγχρονους εξωγενείς παράγοντες που συντελούν στην έξαρση της βίας: «Αυτή πιθανόν να σχετίζεται με την κοινωνική/οικονομική κρίση των τελευταίων ετών και με τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικογενειακή λειτουργικότητα, με την υπερέκθεση σε ερεθίσματα ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο και με το σχετικό έλλειμμα εκπαίδευσης».
Όπως προσθέτει η ειδικός, «τα παιδιά και οι έφηβοι δέχονται ποικιλία ερεθισμάτων μέσω της ειδησεογραφίας, των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των κοινωνικών δικτύων και του influencing, τα οποία συχνά δεν είναι κατάλληλα για την ηλικία τους και, λόγω επαναληψιμότητας, απενοχοποιούνται». Δηλαδή ενώ αρχικά μια βίαιη συμπεριφορά με την οποία έρχονται σε επαφή τούς προκαλεί έκπληξη και τραύμα, «σταδιακά μπορεί να προκύψει εξοικείωση με τη βία και οι εικόνες αυτές να μην τους προξενούν πλέον εντύπωση. Ως αποτέλεσμα, καλλιεργείται μια “κουλτούρα” βίαιων αντιδράσεων χωρίς επιπτώσεις και αρνητικό πρόσημο, ιδιαίτερα εάν υπάρχει σημαντικό γονεϊκό/κηδεμονικό έλλειμμα».
«Τα παιδιά και οι έφηβοι δέχονται ποικιλία ερεθισμάτων μέσω της ειδησεογραφίας, των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, των κοινωνικών δικτύων και του influencing, τα οποία συχνά δεν είναι κατάλληλα για την ηλικία τους και, λόγω επαναληψιμότητας, απενοχοποιούνται».
Με ποιους τρόπους μπορεί να εμπλακεί ένας ανήλικος σε κάποιο περιστατικό βίας;
Ένας ανήλικος μπορεί να εμπλακεί από τρεις διαφορετικούς ρόλους σε μια συνθήκη βίας ή εκφοβισμού: του δράστη (η ειδικός, λόγω της ευαλωτότητας και της αποδεδειγμένης ψυχοκοινωνικής δυσλειτουργίας του, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «θύτης»), του αποδέκτη και του παρατηρητή.
«Οι ρόλοι του δράστη και του αποδέκτη της βίας συχνά εναλλάσσονται, αποτελώντας τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη χρειάζονται υποστήριξη, βοήθεια και κατεύθυνση» τονίζει η επιστήμονας, αναδεικνύοντας για ακόμα μία φορά την ανάγκη να δώσουμε προσοχή, και οι επαγγελματίες των media, στην ορολογία που χρησιμοποιούμε όταν περιγράφουμε περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων. Όπως προσθέτει η κ. Τσίτσικα: «Σημαντικό είναι επίσης να δοθεί έμφαση στον παρατηρητή, ο οποίος παίζει ρόλο στην απομόνωση της αρνητικής συμπεριφοράς και την υποστήριξη της θετικής».
«Οι ρόλοι του δράστη και του αποδέκτη της βίας συχνά εναλλάσσονται, αποτελώντας τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη χρειάζονται υποστήριξη, βοήθεια και κατεύθυνση».
Πώς θα καταλάβουμε ότι το παιδί μας ενεπλάκη σε ένα περιστατικό βίας;
Δέκα σημεία χρήζουν αξιολόγησης και μπορεί να σημαίνουν εμπλοκή σε συνθήκη βίας (ανεξαρτήτως του ρόλου που μπορεί να έχει ή να είχε το παιδί σε αυτήν):
1. Ανεξήγητες μελανιές ή σημάδια στο σώμα του, τα οποία προσπαθεί να καλύψει ή για τα οποία αποφεύγει να μιλήσει. Μπορεί, ακόμα, να επιστρέφει σπίτι με καταστραμμένα αντικείμενα (ρούχα, τσάντα κ.ά.) ή χωρίς χρήματα.
2. Μεταβολές στη συμπεριφορά του: π.χ., εκδήλωση επιθετικότητας στο σπίτι με άσχημα λόγια, ανυπακοή, εκνευρισμό, ή εκφοβισμός μελών της οικογένειας.
3. Σταδιακή απόσυρση από τον κοινωνικό περίγυρο. Πολλές ώρες μοναχικότητας και καμία αναζήτηση φίλων ή ρομαντικών σχέσεων, που έρχονται σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του στο άμεσο παρελθόν.
4. Μειωμένη προθυμία να μιλήσει για την ημέρα του και αμυντική στάση όταν ερωτάται γι’ αυτό.
5. Έλλειψη ενέργειας, προβλήματα στον ύπνο (αϋπνίες, εφιάλτες), αλλαγές σε διατροφικές συνήθειες, αδιαφορία για την προσωπική υγιεινή/φροντίδα εαυτού (π.χ. αναβάλλει το μπάνιο, δεν προσέχει την εμφάνισή του).
6. Το παιδί αρχίζει να αποφεύγει το σχολείο. Τα πρωινά βρίσκει δικαιολογίες για να μην πάει στο μάθημα ενώ συχνά παρατηρείται και αιφνίδια πτώση των επιδόσεων του.
6. Το παιδί αρχίζει να αποφεύγει το σχολείο. Τα πρωινά βρίσκει δικαιολογίες για να μην πάει στο μάθημα ενώ συχνά παρατηρείται και αιφνίδια πτώση των επιδόσεων του.
7. Σωματικά συμπτώματα (π.χ. πονοκέφαλος), επιδείνωση της σωματικής υγείας ή/και δυσχέρειες στην έκφραση του λόγου, για παράδειγμα τραύλισμα.
8. Σε περίπτωση διαδικτυακού εκφοβισμού, εκτός από τις παραπάνω εκδηλώσεις μπορεί να παρατηρηθούν επιπλέον: διακοπή χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, νευρικότητα ή αναστάτωση όταν εμφανίζεται στην οθόνη του κινητού του μήνυμα από διαδικτυακή εφαρμογή ή SMS, θυμός ή θλίψη μετά από σύνδεση στο διαδίκτυο, αποφυγή συζητήσεων γύρω από το τι κάνει ενώ περιηγείται. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί πολλαπλούς λογαριασμούς χρήστη ή έναν λογαριασμό που δεν είναι δικός του (αποφεύγοντας έτσι να γίνει γνωστή η ταυτότητά του όταν στέλνει email ή σχόλια σε κάποιον τρίτο).
9. Το παιδί που εκφοβίζει τείνει συχνά να είναι επιθετικό και στο οικογενειακό και στο σχολικό περιβάλλον. Πιθανόν να εμπλέκεται σε βανδαλισμούς στο σχολείο και να αναπτύξει συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (πχ. κάπνισμα, αλκοόλ).
10. Τα παιδιά παρατηρητές εκδηλώνουν και αυτά άγχος, για παράδειγμα μπορεί να απουσιάζουν συχνά από το σχολείο και να είναι μελαγχολικά.
Πώς προλαμβάνουμε ένα περιστατικό βίας;
Η επιθετική συμπεριφορά ενός παιδιού αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου, σύμφωνα με την ειδικό, ως πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα. «Εξαρτάται από την κληρονομική προδιάθεση, τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας και το περιβάλλον (οικογενειακό, ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό), καθώς και από οικονομικές ή άλλες κρίσεις που προκαλούν αστάθεια». Επίσης, μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που εμπλέκονται σε περιστατικά βίας και εκφοβισμού παρουσιάζουν χαρακτηριστικά όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, δυσκολία αποδοχής της απόρριψης αλλά και τραυματικά βιώματα (π.χ. κακοποιητική συμπεριφορά, παραμέληση ή ενδοοικογενειακή βία).
Η επιθετική συμπεριφορά ενός παιδιού αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου, σύμφωνα με την ειδικό, ως πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα. «Εξαρτάται από την κληρονομική προδιάθεση, τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας και το περιβάλλον (οικογενειακό, ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό), καθώς και από οικονομικές ή άλλες κρίσεις που προκαλούν αστάθεια».
«Η πρώιμη ανίχνευση μιας δυσλειτουργικής κατάστασης, από κηδεμόνες, εκπαιδευτικούς ή/και φίλους-συνομηλίκους, οδηγεί στην πρώιμη παρέμβαση και στα βέλτιστα αποτελέσματα» επισημαίνει η ειδικός. Σε κάθε περίπτωση, είτε ένα παιδί συγκεντρώνει τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου είτε όχι, θεμελιώδης είναι η παιδεία που του προσφέρουμε για θέματα όπως «τα δικαιώματα του ατόμου, ο σεβασμός της διαφορετικότητας, οι ηθικές αξίες και η διαχείριση δυσκολιών, καθώς και η ενημέρωση σχετικά με τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης και δομές». Η κ. Τσίτσικα συμπληρώνει ότι «στο σχολείο, ενθαρρύνονται η συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών (train the trainer) σε προγράμματα κοινωνικής-συναισθηματικής ενδυνάμωσης και δεξιοτήτων ζωής, καθώς και η σύνδεση της κοινότητάς του με δομές ολιστικής προσέγγισης της υγείας».
Θεμελιώδης σημασία και στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού είναι το χτίσιμο μιας υγιούς σχέσης με τα παιδιά. «“Μόνο επανεκπαιδεύοντας τον εαυτό μας μπορούμε να διαπαιδαγωγήσουμε” αναφέρει η κορυφαία ψυχαναλύτρια Martha Harris (1919-1987), τονίζοντας την ανάγκη να επαναξιολογούμε στάσεις και να μην επαναπαυόμαστε, ώστε να γινόμαστε καλύτεροι -η καλύτερη εκδοχή μας- για τους νέους» σχολιάζει η ειδικός. «Το μοντέλο που τους παρέχουμε, ιδιαίτερα ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξία και η προσφορά σε όσους έχουν ανάγκη, αποτελεί φωτεινό πόλο. Κυρίως, χρειάζεται να είμαστε παρόντες, καλοί ακροατές και ενεργοί στη ζωή τους, να αλληλεπιδρούμε, να επικοινωνούμε και να αποτελέσουμε το εφαλτήριό τους για έναν καλύτερο κόσμο».
«Κυρίως, χρειάζεται να είμαστε παρόντες, καλοί ακροατές και ενεργοί στη ζωή των παιδιών, να αλληλεπιδρούμε, να επικοινωνούμε και να αποτελέσουμε το εφαλτήριό τους για έναν καλύτερο κόσμο».
Αυτή η υγιής σχέση είναι ζωτικής σημασίας και στην υποστήριξη ενός αποδέκτη βίας: «Συχνά τα παιδιά που έχουν δεχτεί εκφοβισμό φοβούνται να μιλήσουν ακόμα και στους γονείς/κηδεμόνες τους, νομίζοντας πως θα υποστούν κυρώσεις, περιορισμό ή τιμωρίες». Γι’ αυτό, «διαβεβαιώστε το παιδί ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση απειλής θα το υποστηρίξετε και θα διαχειριστείτε μαζί την κατάσταση».
Τι κάνουμε αν διαπιστωθεί ένα περιστατικό βίας σε ανηλίκους;
–Ακούμε το παιδί προσεκτικά και μη επικριτικά, χωρίς βιασύνη. Προσπαθούμε να μην αντιδράσουμε βιαστικά αλλά να κατανοήσουμε, αρχικά, καλύτερα το περιστατικό και τις συνθήκες που συνδέονται με αυτό.
-Προσφέρουμε υποστήριξη στο παιδί χωρίς όρους και δημιουργούμε περιβάλλον ασφάλειας.
-Σε περιστατικά στο σχολικό περιβάλλον, επικοινωνούμε με δασκάλους/καθηγητές και με τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Συζητάμε μαζί τους για να κατανοήσουμε τις συνθήκες του περιστατικού και για να τους ενημερώσουμε ώστε να μάθουμε αν υπήρξαν και άλλα παιδιά αποδέκτες του και να ενισχύσουμε την ευαισθητοποίηση.
-Δεν διστάζουμε να εμπλέξουμε το παιδί στην όλη διαδικασία επίλυσης του προβλήματος, στον βαθμό φυσικά που αρμόζει στην ηλικία του. «Πολλοί γονείς, θέλοντας να προστατεύσουν το παιδί τους, δεν το εμπλέκουν και του στερούν μια ευκαιρία να εκπαιδευτεί στην επίλυση προβλημάτων και να ενδυναμωθεί» όπως σχολιάζει η κ. Τσίτσικα.
-Απευθυνόμαστε σε ειδικούς: «Οι παρεμβάσεις σχετικά με τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενοι σε επεισόδια βίας είναι εξαιρετικά σημαντικές και στοχεύουν στον περιορισμό των επιπτώσεων – βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων. Κρίνονται πάντα σκόπιμες οι ατομικές θεραπείες αλλά και η οικογενειακή συμβουλευτική και καθοδήγηση. Η εκπαίδευση σε θέματα διαχείρισης δυσκολιών, ενίσχυσης αυτοεκτίμησης, καλλιέργειας σχέσεων και ρεαλιστικών προσδοκιών από αυτές μπορεί να πλαισιώσει κάθε προσπάθεια» όπως συνοψίζει η κ. Τσίτσικα.
Επιπλέον συμβουλές για βία και εκφοβισμό στο διαδίκτυο:
-Τονίζουμε στο παιδί ότι οι κανόνες επικοινωνίας της καθημερινής μας ζωής (offline) ισχύουν και για την επικοινωνία μέσω διαδικτύου.
-Του εξηγούμε ότι η διαδικτυακή παρενόχληση προκαλεί συναισθηματικό πόνο και συχνά πυροδοτεί βίαιες αντιδράσεις. Είναι σημαντικό να σέβεται και να μην προσβάλλει τους άλλους.
–Αποφεύγουμε να του θέτουμε αυστηρά και μη διαπραγματεύσιμα όρια, γιατί οδηγούν σε αντίδραση και περιορισμό της επικοινωνίας. Συναποφασίζουμε μαζί του τους κανόνες χρήσης του διαδικτύου χωρίς να διακόπτουμε την πρόσβασή του στο διαδίκτυο ή/και στο κινητό.
-Ενημερώνουμε το παιδί σε περίπτωση λήψης απειλητικών ή προσβλητικών μηνυμάτων να τα αποθηκεύσει και όχι να τα διαγράψει – να κρατήσει δηλαδή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Αν τα μηνύματα επαναλαμβάνονται και προέρχονται από άγνωστο αποστολέα, μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
-Εάν αντιληφθούμε την ύπαρξη ιστοσελίδων με προσβλητικό για εμάς ή για τα παιδιά περιεχόμενο (π.χ. κοινωνικά ρατσιστικό, εικόνες παιδικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης) ή ανάρμοστο περιεχόμενο για το οποίο δεν υπάρχει προειδοποίηση (π.χ. σεξουαλικό περιεχόμενο σε ιστότοπο που δεν φέρεται ως χώρος ενηλίκων) κάνουμε την ανάλογη αναφορά/καταγγελία.
Για πιο πλήρη ενημέρωση και υποστήριξη, μπορείτε να κάνετε χρήση του ενημερωτικού υλικού για γονείς ENABLE (www.youth-life.gr).
Το παιδί μου έζησε τη βία από συνομηλίκους του: θα επουλωθεί αυτή η πληγή;
«Για κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το μέγεθος και το βάθος της πληγής, μπορεί να είναι δύσκολο να εμπιστευτεί τους άλλους και να προχωρήσει σε οποιοδήποτε κοινωνικό άνοιγμα» απαντά η κ. Τσίτσικα σε αυτή την τόσο κοινή, δυστυχώς, αγωνία των γονιών. «Οποιαδήποτε παρενόχληση είναι μια επίπονη και τραυματική εμπειρία με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ή/και σωματική υγεία του ατόμου που τη βιώνει. Η ανθρώπινη ανθεκτικότητα όμως μας επιτρέπει να ανακάμπτουμε και να γινόμαστε πιο δυνατοί. Εάν εντοπίσουμε και φροντίσουμε τις πληγές μας με υπομονή και προσοχή, μπορεί τα σημάδια να φύγουν. Ακόμα κι αν μείνουν όμως, δε θα είναι επώδυνα πλέον».
*Άρτεμις Κ. Τσίτσικα, αναπλ. καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ, επιστ. υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.), Β΄ Παιδιατρική Ε.Κ.Π.Α.- Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού», διευθύντρια ΠΜΣ «Στρ. Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας», πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής (ΕΕΕΙ)/UNESCO LoI