Μια φορά κι έναν καιρό πίστευα ότι σε όλους τους ανθρώπους, ακόμα και σε εκείνους που έχουν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα, υπάρχουν ψήγματα καλοσύνης, συμπόνοιας και πως αν ήμασταν αρκετά υπομονετικοί και οξυδερκείς θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε, και να τους αποδώσουμε, κάποιο ελαφρυντικό, αν όχι δικαιολογία, για τις πράξεις τους – όπως ένα τραυματικό γεγονός στην παιδική ηλικία τους.
Μέχρι που διάβασα για την ψυχοπάθεια: μια κατάσταση που εκτιμάται ότι εντοπίζεται στο 1% του γενικού πληθυσμού και η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία ενσυναίσθησης και, γενικά, την άμβλυνση των συναισθημάτων – ψυχρότητα, συναισθηματική αποστασιοποίηση και χειριστικότητα.
Ακριβώς στο τελευταίο χαρακτηριστικό οφείλεται και η τεράστια δυσκολία ν’ αναγνωριστεί. Ένας ψυχοπαθής δίνει την εντύπωση ότι είναι όχι απλώς φυσιολογικός αλλά εξαιρετικά γοητευτικός, τόσο σε ανθρώπους που τον συναντούν για πρώτη φορά όσο και σε εκείνους που – θεωρούν ότι – τον γνωρίζουν. Ο ψυχοπαθής δεν είναι, απαραίτητα, όπως τον θέλουν τα στερεότυπα: Ας πούμε, ένας άντρας που παρακολουθεί τους γείτονές του μέσα από τις γρίλιες του σπιτιού του, με θολωμένο βλέμμα και ένα κουζινομάχαιρο στο χέρι, έτοιμος να επιτεθεί άνευ λόγου και αιτίας.
Συλλογικά και οικογενειακά εγκλήματα
Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο «The Psychopath Test: A Journey Through the Madness Industry» του δημοσιογράφου Jon Ronson σε μια περίοδο που είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και που οι έρευνες για την υπόθεση του θανάτου των τριών παιδιών στην Πάτρα ήταν ήδη σε εξέλιξη. Ο βομβαρδισμός με τραγικές ειδήσεις είχε ξεσηκώσει, μέσα μου, τα ερωτήματα: Πώς μπορεί κάποιος ηγέτης να γνωρίζει ότι ευθύνεται για το θάνατο εκατοντάδων, χιλιάδων ανθρώπων καθημερινά, παρ’ όλα αυτά να συνεχίζει να δίνει εντολές για επιθέσεις; Και, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι φρικτές επιπτώσεις ενός πολέμου δεν αγγίζουν τον ηγέτη που δίνει εντολές από την ασφάλεια και την απομόνωση του γραφείου του, πώς μπορεί ένας γονιός να σκοτώσει το παιδί του;
Θα ήταν αυθαίρετο ν’ αποδώσουμε όλα τα φρικτά εγκλήματα της ανθρωπότητας στην ψυχοπάθεια, μοιάζει όμως να εξηγεί επαρκώς τουλάχιστον μερικά από αυτά. Ακόμα και σε περιόδους που δεν βομβαρδιζόμαστε από τραγικές ειδήσεις – αν υποθέσουμε ότι υφίστανται τέτοιες περίοδοι – είναι σοκαριστική η συνειδητοποίηση ότι ένας στους εκατό ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά, σύμφωνα με την περιγραφή και τις στατιστικές εκτιμήσεις της ψυχοπάθειας, δεν έχει νιώσει ποτέ του συμπόνοια: Ότι βλέπει τον κόσμο ψυχρά, υπολογιστικά, σαν ένα ανθρωποειδές ρομπότ δυστοπικής ταινίας, προγραμματισμένο έτσι ώστε να διαθέτει τεχνητή αλλά όχι συναισθηματική νοημοσύνη, ικανό να διαπράξει τα χειρότερα εγκλήματα χωρίς δεύτερη σκέψη να διατρέχει τα νευρωνικά κυκλώματά του. Στα ανώτερα κλιμάκια εξουσίας, μάλιστα, για παράδειγμα της πολιτικής ή των επιχειρήσεων, τα ποσοστά ψυχοπάθειας αυξάνονται στο 3-4%, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Ronson στο βιβλίο του. Ενδεχομένως γιατί οι ψυχοπαθείς απολαμβάνουν περισσότερο την αίσθηση δύναμης που τα συνοδεύει και δεν δυσκολεύονται καθόλου να πάρουν τις σκληρές αποφάσεις που, συχνά, προϋποθέτουν.
Είναι σοκαριστική η συνειδητοποίηση ότι ένας στους εκατό ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά, σύμφωνα με την περιγραφή και τις στατιστικές εκτιμήσεις της ψυχοπάθειας, δεν έχει νιώσει ποτέ του συμπόνοια.
Το ελαφρυντικό της τραυματικής παιδικής ηλικίας, που αναζητούσα παλαιότερα με αγωνία για να αποδώσω σε εγκληματίες, μπορεί να έχει κάποια βάση και στην ψυχοπάθεια. Η εμφάνισή της έχει συνδεθεί, από τους ειδικούς, με πλήθος παραγόντων, κληρονομικότητας και περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα είναι, σε κάθε περίπτωση, χειροπιαστό: απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου σε ψυχοπαθείς έχουν δείξει διαφορετική μορφολογία στην περιοχή της αμυγδαλής, που συνδέεται με τα συναισθήματα.
CEOs και τάγματα θανάτου
Ο Jon Ronson – περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του «Οι άνδρες που κοιτούν επίμονα κατσίκες» και την ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά – αφηγείται στο «Psychopath Test» τη διαδικασία που ακολούθησε στην έρευνα της ψυχοπάθειας – με όσο, λεπτό, χιούμορ τού επιτρέπει το τραγικό θέμα – παίρνοντας συνεντεύξεις, μεταξύ άλλων, από τον Toto Constant, υποστηρικτή δικτάτορα και επικεφαλής ενός τάγματος θανάτου στην Αϊτή που συνδέθηκε με αμέτρητες φρικαλεότητες, μεταξύ αυτών και εκτελέσεις παιδιών, και με τον επιχειρηματία Albert J. Dunlap που χαρακτηρίστηκε «ψυχοπαθής» από το περιοδικό «Fast Company» αφού ως υψηλόβαθμο στέλεχος σε ιδιωτική επιχείρηση προχώρησε, πρόθυμα, σε μαζικές απολύσεις, τις οποίες μάλιστα φρόντισε να ανακοινώσει στους υφισταμένους τους με ευφάνταστα σαδιστικούς τρόπους.
Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι οι ψυχοπαθείς είναι πιο επιρρεπείς σε ευρύ φάσμα εγκλημάτων, από οικονομικές απάτες μέχρι άγριες δολοφονίες, ότι οι προσπάθειες σωφρονισμού τους δεν μειώνουν τον κίνδυνο υποτροπής, ίσως μάλιστα να τον αυξάνουν, και πως η θεραπευτική αντιμετώπιση της ψυχοπάθειας είναι εξαιρετικά δύσκολη. Φτάνει σε σημείο να αναρωτηθεί μήπως η μοναδική ασφαλής λύση για το κοινωνικό σύνολο θα ήταν να κλείσουμε έναν ψυχοπαθή εγκληματία για πάντα στη στενή. Χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο που έχει αναπτύξει ο ψυχολόγος Robert D. Hare ως διαγνωστικό εργαλείο της ψυχοπάθειας, αρχίζει να αναγνωρίζει διάφορους «ψυχοπαθείς» στον περίγυρό του, που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζε ως άτομα υπεράνω υποψίας.
Ο συγγραφέας διερωτάται, τέλος, πού τελειώνει η λογική, πού αρχίζει η λεγόμενη «τρέλα» και πώς προσδιορίζεται η τελευταία. Μήπως ό,τι ερμηνεύουμε σαν «φυσιολογικό» είναι παθολογικό, έως και επικίνδυνο, ή ό,τι απορρίπτουμε σαν «τρελό» κρύβει μια παραγνωρισμένη ιδιοφυΐα; Ποιοι ηγέτες κυβερνούν με σιδερένια πυγμή και ποιοι, στην πραγματικότητα, εκμεταλλεύονται την ισχύ τους αποκλειστικά για εγωκεντρικούς σκοπούς, αδιαφορώντας απόλυτα για τις επιπτώσεις των αποφάσεων και των πράξεών τους σε μια κοινότητα, έως και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα;
Μήπως ό,τι ερμηνεύουμε σαν «φυσιολογικό» είναι παθολογικό, έως και επικίνδυνο, ή ό,τι απορρίπτουμε σαν «τρελό» κρύβει μια παραγνωρισμένη ιδιοφυΐα;
Ο Ronson αποφεύγει να δώσει οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. Ωστόσο στο τέλος του βιβλίου του ενδίδει σε ένα κάπως αισιόδοξο συμπέρασμα: Σε έναν τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής, που βρέθηκε να νοσηλεύεται αφού, στο τέλος της εφηβείας του, διέπραξε ένα βίαιο έγκλημα, εντοπίζει ίχνη ανθρωπιάς και σκέφτεται ότι η ψυχοπάθεια δεν είναι το μαύρο αντίθετο του άσπρου αλλά πως ακόμα και σε αυτήν υπάρχουν γκρίζες ζώνες, στις οποίες κινείται αυτός ο άντρας, που αποφεύγει να κατονομάσει.
Ας κρατήσουμε το τελευταίο συμπέρασμα, για να μη χάσουμε εντελώς την πίστη μας στο 1% της ανθρωπότητας – άλλωστε πιθανότατα θα είναι ήδη κλονισμένη και για το υπόλοιπο 99%. Χωρίς όμως τα παραπάνω να σημαίνουν ότι ακόμα και μια διαγνωσμένη ψυχική ασθένεια απαλλάσσει έναν εγκληματία από τις ευθύνες του. Ειδικά αν οι πράξεις του είχαν ως θύματα τα πλέον ανυπεράσπιστα πλάσματα, όπως παιδιά και ζώα.