Για περίπου μία πενταετία έτρωγα μόνο ένα γεύμα την ημέρα, κι αυτό γύρω στα μεσάνυχτα. Οχι επειδή δεν πεινούσα νωρίτερα, αλλά επειδή ήμουν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά και τους διπλούς εσπρέσο που κατέβαζα για να δώσω προσοχή στα σήματα που μου έστελνε ο οργανισμός μου. Φυσικά, όταν κάποια στιγμή η δουλειά τελείωνε και το στομάχι μου ωρυόταν σαν αρκούδα που μόλις ξύπνησε από χειμερία νάρκη, κατέφευγα στο junk food και κατέληγα να καταναλώνω απίστευτες ποσότητες φαγητού – που με έκαναν να αισθάνομαι πρησμένη την επόμενη μέρα, και έτσι ο φαύλος κύκλος της διατροφής από την κόλαση συνεχιζόταν ακάθεκτος.
Ο μόνος λόγος που αναφέρω την άνω πενταετία της ντροπής είναι επειδή θέλω να είμαι ειλικρινής: concept όπως η διαισθητική διατροφή και το «να ακούμε το σώμα μας» είναι σχετικά καινούρια για μένα. Και σαν κάθε καινούριο concept που ανακαλύπτω, στην αρχή μού φαίνεται κάπως μαγικό. Η ιδέα ότι το σώμα μας μάς στέλνει σήματα μέσω του συνειδητού αλλά και του υποσυνείδητού μας, σήματα που καλούμαστε να «μεταφράσουμε» και να αποκωδικοποιήσουμε, μου φαινόταν σε πρώτη ανάγνωση κάπως μυθική. Κάπως Inception. Κάπως Εκτη Αίσθηση («I see dead people», εν προκειμένω, τον μεταβολισμό μου). Παραδόξως όμως, δεν είναι.
Τα τελευταία δύο χρόνια ένας νέος κλάδος στη νευροεπιστήμη και την ψυχολογία έχει τραβήξει το ενδιαφέρον ολοένα και περισσότερων ερευνητών. Πρόκειται για την ενδοαντίληψη: ένα είδος ενδοσκόπησης που όλοι έχουμε – αλλά δεν καταφέρνουμε πάντα να χρησιμοποιήσουμε.
Τι είναι η ενδοαντίληψη και πώς λειτουργεί
Ενδοαντίληψη (interoception στα αγγλικά) είναι η ικανότητα του να αισθανόμαστε τι συμβαίνει μέσα στο σώμα μας. Είναι διαφορετική από την αισθητηριακή αντίληψη, η οποία έχει να κάνει με τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από τις πέντε αισθήσεις μας και την ιδιοδεκτικότητα, η οποία βοηθά το κινητικό μας σύστημα να προσανατολιστεί σε έναν χώρο χωρίς π.χ. να κουτουλάμε στον τοίχο (τι, μόνο εγώ;). Η ενδοαντίληψη κοιτάει προς τα μέσα, στις σωματικές μας διεργασίες.
Υπάρχουν τρία ήδη ενδοαντίληψης. Το πρώτο αφορά συναισθήματα που εισχωρούν στο συνειδητό μας ως ανάγκες: το αίσθημα της πείνας που μας δίνει σήμα πως χρειαζόμαστε φαγητό, το αίσθημα της δίψας, της νύστας, ή η ανάγκη του να πάμε τουαλέτα. Σε αυτό το είδος ενδοαντίληψης συμπεριλαμβάνεται και η αντίληψη των χτύπων της καρδιάς μας όταν αυξάνονται μετά από σωματική άσκηση, ή όταν βιώνουμε στρες, ενθουσιασμό ή τρόμο. Το δεύτερο είδος ενδοαντίληψης είναι αόρατο: πρόκειται για τους τρόπους με τους οποίους ο εγκέφαλός μας επικοινωνεί με το σώμα μας. Για παράδειγμα, ο εγκέφαλός μας ανιχνεύει τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο συκώτι μας, και στη συνέχεια απελευθερώνει ορμόνες που ενεργοποιούν τον μεταβολισμό μας, χωρίς εμείς να έχουμε την παραμικρή ιδέα – παρά μόνο αν κάτι πάει στραβά. Το τρίτο είδος ενδοαντίληψης αφορά το πώς το σώμα και το μυαλό μας αντιλαμβάνονται και ανταποκρίνονται στα γεγονότα γύρω μας με μεταβολές στους καρδιακούς παλμούς, στην αναπνοή, στην πέψη και άλλες διεργασίες.
Και κάπου εδώ ερχόμαστε στο Inception και στην Εκτη Αίσθηση: τα τελευταία χρόνια, ψυχολόγοι στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και στο Royal Holloway του Λονδίνου έχουν αρχίσει να πιστεύουν πως αυτή η ροή πληροφοριών δεν είναι μονόδρομος από το μυαλό στο σώμα. Δεν είναι δηλαδή αλήθεια ότι μόλις κάτι μας τρομάζει, η καρδιά μας αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα και πιο δυνατά ή το στομάχι μας δένεται κόμπος ως απάντηση στο εξωτερικό ερέθισμα. Μάλλον, το σώμα και το μυαλό μας λειτουργούν ταυτόχρονα, ως μέρη ενός ενιαίου «συστήματος πρόβλεψης», έναν διαρκή διάλογο που μας βοηθάει να παίρνουμε αποφάσεις και να αποφεύγουμε τον κίνδυνο. Και όσο πιο μεγάλη προσοχή δίνουμε σε αυτόν το διάλογο, τόσο καλύτερα μπορούμε να προβλέψουμε τις καταστάσεις γύρω μας, αλλά και το τι συμβαίνει μέσα μας. Μελέτες διασαφηνίζουν τη σχέση μεταξύ της ενδοαντίληψης και των συναισθημάτων: οι άνθρωποι που είναι καλύτεροι στην ανίχνευση των καρδιακών παλμών τους είναι επίσης καλύτεροι στη ρύθμιση των αρνητικών συναισθημάτων και του στρες.
Οταν λοιπόν μιλάμε για τη σημασία του να «ακούμε το σώμα μας» ή να «ακολουθούμε το ένστικτό μας», συχνά αναφερόμαστε στην ενδοαντίληψη. Αν κλείσουμε τα μάτια μας αυτή τη στιγμή, η ενδοαντίληψή μας μπορεί να μας βοηθήσει να σκιαγραφήσουμε τη διάθεσή μας: είμαστε χαρούμενοι ή θλιμμένοι; Κουρασμένοι, ενθουσιασμένοι ή αγχωμένοι; (Ή μήπως απλά πεινάμε;) Οι ερευνητές έχουν δημιουργήσει κάποια τεστ μέσω των οποίων μπορούν να μετρήσουν το πόσο καλά ακούμε την ενδοαντίληψή μας, τα περισσότερα από τα οποία εστιάζουν στο πόσο σωστά μπορούμε να προβλέψουμε τους χτύπους της καρδιάς μας ή σε ερωτηματολόγια σχετικά με το πόσο συχνά τείνουμε να ακούμε το σώμα μας.
Τα όρια της «έκτης αίσθησης» του σώματος
Ουσιαστικά, η ενδοαντίληψη παίρνει όλα τα ερεθίσματα που στέλνουν τα όργανα, οι μύες και τα το νευρικό μας σύστημα, και τα μεταφράζει σε μία γλώσσα που μπορούμε να καταλάβουμε. Πάνω κάτω. Τις περισσότερες φορές. Οπως έχουν δείξει έρευνες, δεν είμαστε όλοι εξίσου καλοί μεταφραστές – και τα επίπεδα ενδοαντίληψής μας αυξομειώνονται ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε γιατί ο ίδιος μας ο οργανισμός μάς δίνει λάθος σήματα, είτε γιατί εμείς τα ερμηνεύουμε λάθος. Οι ερευνητές του Cambridge υπογραμμίζουν: αν κάποιο άτομο βρίσκεται σε σωματική (π.χ. ένας ποδοσφαιριστής κατά τη διάρκεια του αγώνα) ή νοητική υπερδιέγερση, είναι πολύ εύκολο να αγνοήσει το σώμα του, ακόμα κι αν λαμβάνει διαρκώς σήματα ότι πονάει, κρυώνει, ζεσταίνεται κ.λπ. Παράλληλα, αν κάποιο άτομο πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) ή αγχώδη διαταραχή, το παραμικρό εξωτερικό ερέθισμα μπορεί να μεταφραστεί ως κίνδυνος από το ίδιο το σώμα, προκαλώντας ταχυκαρδία, ιδρώτα, προβλήματα όρασης κ.λπ.
Και όχι μόνο. Ερευνες δείχνουν ότι άτομα στο φάσμα του αυτισμού και άτομα με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως η ΔΕΠΥ (ADHD) δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να μεταφράσουν σωστά τα σήματα που τους δίνει η ενδοαντίληψή τους, είτε γιατί δίνουν πιο πολλή σημασία απ’ ό,τι θα έπρεπε, είτε γιατί την αγνοούν τελείως. (Αν αναρωτιέστε ακόμα πώς γίνεται για πέντε χρόνια να μην ακούω τον οργανισμό μου και να τρώω ένα γεύμα τη μέρα…) Ατομα που πάσχουν από κλινική κατάθλιψη, σύμφωνα με ευρήματα του Πανεπιστημίου Northeastern, τείνουν να έχουν υπερβολική επίγνωση των καρδιακών παλμών τους και των συναισθημάτων τους γενικά, πείθοντας πιο εύκολα τον εαυτό τους ότι μάλλον πάσχουν από κάποιο νόσημα. Αν οι αντιδράσεις μας διαμορφώνονται διαρκώς από τέτοιες εμπειρίες, τότε το να «ακούμε το σώμα μας» μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμο.
Ο ρόλος της ενδοαντίληψης σε σχέση με το φαγητό
Ένα άλλο παράδειγμα του πώς η ενδοαντίληψή μας μπορεί να κάνει λάθος αφορά τις διατροφικές διαταραχές. Στο Laureate Institute for Brain Research, στην Οκλαχόμα, ερευνητές εστιάζουν στο πώς οι διατροφικές διαταραχές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, έναν κύκλο λανθασμένων «μεταφράσεων»: το αίσθημα της κοιλιάς που γουργουρίζει, π.χ., προκαλεί φόβο αντί να διεγείρει την όρεξη, ή το αίσθημα του κορεσμού μετά το φαγητό προκαλεί στρες και ενοχές αντί για ευχαρίστηση ή υπνηλία. Οι διατροφικές διαταραχές είναι φυσικά περίπλοκες, και το πόσο καλά οι άνθρωποι ακούνε το σώμα τους είναι μόνο ένας παράγοντας, αλλά το γεγονός παραμένει: τα άτομα με ανορεξία έχουν χαμηλότερη ενδοαντίληψη και μεταφράζουν συχνότερα λάθος τα σήματα που τους δίνει το σώμα τους.
Αλλά οι ερευνητές έχουν και καλά νέα: μπορούμε να βελτιώσουμε την ενδοαντίληψή μας, ή έστω να μάθουμε να μη βγάζουμε λάθος συμπεράσματα. Μελέτες του Laureate Institute for Brain Research βρήκαν πως τα flotation tanks (δεξαμενές αισθητηριακής απομόνωσης) βοήθησαν γυναίκες με ανορεξία να καταπολεμήσουν το άγχος τους μετά το φαγητό: χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα, οι συμμετέχουσες στην έρευνα βίωσαν αυξημένη επίγνωση των καρδιακών παλμών και της αναπνοής τους, κάτι που μπορεί να οδηγήσει και σε αυξημένη επίγνωση των αναγκών του στομάχου και του πεπτικού συστήματος. Η διαισθητική διατροφή, που κυκλοφορεί ως concept από το 1995 αλλά έχει γίνει δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, ακολουθεί την ίδια λογική: μειώνοντας τα εξωτερικά ερεθίσματα όταν τρώμε (π.χ. αποφεύγοντας να τρώμε ενώ βλέπουμε τηλεόραση), αυξάνουμε τις πιθανότητες να ακούσουμε το σώμα μας όταν μας δίνει σήμα ότι χόρτασε, και να σταματήσουμε τη σωστή στιγμή. Παράλληλα, μαθαίνουμε να εκπαιδεύουμε την ενδοαντίληψή μας, και να σεβόμαστε τα σήματα της πείνας, όταν έρχονται, αλλά και να μη νιώθουμε αχρείαστα αρνητικά συναισθήματα σε σχέση με κάποια τρόφιμα, όπως π.χ. τύψεις όταν τρώμε γλυκά. Η διαισθητική διατροφή μαθαίνεται και συνηθίζεται – όπως και η ενδοαντίληψη.
Πώς μπορούμε να ακονίσουμε αυτή την έκτη αίσθηση του σώματος μας;
Πρωινό και βραδινό check-in Μόλις ξυπνήσετε και πριν κοιμηθείτε, με τα μάτια κλειστά, ακολουθήστε τους παλμούς της καρδιάς και την αναπνοή σας. Μετά, κάντε ένα νοερό σκανάρισμα του σώματός σας από τα δάχτυλα των ποδιών ως την κορυφή του κεφαλιού: πού υπάρχουν εστίες σφιξίματος, στρες ή πόνου; Προσπαθήστε να χαλαρώσετε αυτά τα σημεία καθώς συνεχίζετε τις ασκήσεις αναπνοής.
Tip: Μπορείτε να το κάνετε και κατά τη διάρκεια της ημέρας, όποτε το χρειάζεστε.
Διαλογισμός Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι ο διαλογισμός έχει αμέτρητα οφέλη, μεταξύ των οποίων και βελτιωμένη αίσθηση ενδοαντίληψης. Περνώντας χρόνο σε εσωτερική σιωπή, αφήνοντας τις σκέψεις να κυλούν χωρίς να προσκολούμαστε σε αυτές, μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε καλύτερα τα σήματα που μας δίνει το σώμα μας.
Journaling Το ημερολόγιο συναισθημάτων είναι εξαιρετικά χρήσιμο, ειδικά αν προσπαθείτε να καταπολεμήσετε μια διατροφική διαταραχή ή αν παλεύετε με την ψυχική σας υγεία. Γράψτε χωρίς να λογοκρίνετε τον εαυτό σας, πώς σας έκανε να αισθανθείτε π.χ. ένα φαγητό. Με τον καιρό θα γίνει πιο εύκολο να παρατηρείτε τον εαυτό σας, αλλά και να αντιλαμβάνεστε πότε τα συναισθήματα σας δεν είναι σε αρμονία με το περιβάλλον (π.χ., υπερβολικά έντονα αρνητικά συναισθήματα χωρίς αντίστοιχο εξωτερικό ερέθισμα).