Συχνά σε συζητήσεις με φίλους μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας για αγαπημένο πρόσωπο – συγγενή, σύντροφο ή φίλο – που βλέπουμε να ταλαιπωρείται από κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας και θεωρούμε ότι θα ήταν ωφέλιμο, όχι μόνο για εκείνο αλλά και για τους κοντινούς του ανθρώπους, να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Ίσως μάλιστα έχουμε πάρει την πρωτοβουλία να του συστήσουμε, έμμεσα ή άμεσα, να απευθυνθεί σε επαγγελματία ψυχικής υγείας αλλά το έχουμε δει να απορρίπτει αυτή την ιδέα.
Μπορούμε όμως να πείσουμε κάποιον, όσο στενή κι αν είναι η σχέση μας μαζί του, να κάνει ψυχοθεραπεία; Μπορούμε έστω να καταλάβουμε ότι τη χρειάζεται, αν εμείς δεν είμαστε ειδικοί; Με αφορμή την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου που μας προσκαλεί σε ένα «Ψυχοθεραπευτικό ταξίδι» (εκδ. Ψυχογιός), ζητήσαμε από τον συγγραφέα του, Γρηγόρη Βασιλειάδη, M.Sc. Ph.D., διδάκτορα Ψυχολογίας – ψυχοθεραπευτή, να λύσει τις απορίες μας.
«Ο σύντροφός μου/το παιδί μου/η μητέρα μου πρέπει να κάνει ψυχοθεραπεία αλλά δεν μπορώ να την πείσω να πάει σε ειδικό»: Πόσο συχνά οι θεραπευόμενοί σας σάς μεταφέρουν αυτόν τον προβληματισμό; Στην πραγματικότητα μπορούμε να πείσουμε έναν οικείο μας να καταφύγει στην ψυχοθεραπεία;
«Αρκετά συχνά άνθρωποι ρωτάνε εάν και πώς μπορούν να πείσουν κάποιον δικό τους να επισκεφτεί ειδικό ή να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Τους απαντώ πως αυτό δεν είναι δυνατόν ούτε θεμιτό. Κανείς δεν μπορεί ούτε πρέπει να πείσει κάποιον άλλο να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, εκτός αν ο ίδιος έχει επίγνωση των προβλημάτων του και του τρόπου με τον οποίο τα συμπτώματα τον εμποδίζουν να έχει μια φυσιολογική ψυχική και διασχεσιακή ζωή.
«Κανείς δεν μπορεί ούτε πρέπει να πείσει κάποιον άλλον να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, εκτός αν ο ίδιος έχει επίγνωση των προβλημάτων του και του τρόπου με τον οποίο τα συμπτώματα τον εμποδίζουν να έχει μια φυσιολογική ψυχική και διασχεσιακή ζωή».
»Εκείνο όμως που μπορεί να κάνει όποιος ενδιαφέρεται για την ψυχική υγεία του δικού του ανθρώπου είναι να του μιλήσει για τα οφέλη της ψυχοθεραπείας. Να τον ενημερώσει για το πώς αισθάνθηκε ο ίδιος αν και όταν έκανε ψυχοθεραπεία. Αυτή η πληροφορία θα είναι αρκετή για να επιτρέψει στον υποψήφιο θεραπευόμενο να αποφασίσει ο ίδιος κατά πόσον αισθάνεται την ανάγκη να μπει σε αυτήν τη διαδικασία. Και κατά πόσον πιστεύει ότι μπορεί να τον βοηθήσει μια συγκεκριμένη ψυχοθεραπευτική κατεύθυνση, ένα εξατομικευμένο ψυχοθεραπευτικό ταξίδι».
Πώς θα καταλάβουμε αν μπορούμε, και αξίζει, να σώσουμε τη σχέση μας με κάποιον που υποφέρει από προβλήματα ψυχικής υγείας, όταν εκείνος αρνείται να βοηθηθεί από επαγγελματία;
«Όταν αισθανόμαστε εμείς ότι η σχέση μας υποφέρει, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε προσωπικά θεραπευτική βοήθεια από έναν αξιόλογο επαγγελματία, ψυχοθεραπευτή, ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Εκείνος μέσα από τη δική μας ψυχοθεραπεία θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε κατά πόσον αυτή η σχέση επιδέχεται αναδόμηση ή βελτίωση. Και να αξιολογήσουμε κατά πόσον εμείς μπορούμε να συμβάλουμε στην καλυτέρευση των συνθηκών της οικογενειακής μας ή της σχεσιακής μας ζωής».
Είμαστε σε θέση όσοι δεν είμαστε επαγγελματίες ψυχικής υγείας να καταλάβουμε αν ένας οικείος μας χρειάζεται ψυχοθεραπεία;
«Όχι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε κατά πόσον ένας οικείος μας χρειάζεται ψυχοθεραπεία, ή ψυχολογική εκτίμηση. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένας εκπαιδευμένος ειδικός ψυχικής υγείας. Μπορεί όμως κάποιος διαβάζοντας καλά βιβλία που αφορούν την ψυχοθεραπεία να είναι σε θέση να εκτιμήσει σε γενικές γραμμές κάποιους παράγοντες που σχετίζονται με τη διαταραγμένη ψυχική υγεία. Και, όταν χρειαστεί, να ζητήσει βοήθεια από τον ειδικό της ψυχικής υγείας».
Γιατί μπορεί κάποιος που χρειάζεται ψυχοθεραπεία να αρνείται να τη ζητήσει;
«Είναι πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να αντιστέκεται στην ανάγκη της ψυχοθεραπείας. Ένας μπορεί να είναι ο φόβος του μπροστά στην απώλεια του ελέγχου που του επιτρέπουν να έχει τα ψυχοσωματικά του συμπτώματα στην, έστω διαταραγμένη, ψυχική του ζωή. Επίσης, μπορεί να αισθάνεται ότι θα στιγματιστεί αρνητικά όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους αλλά και από τις εσωτερικευμένες του αναπαραστάσεις. Δηλαδή, από τις περιοριστικές εσωτερικές φωνές που έχει ενσωματώσει στα πρώιμα παιδικά χρόνια από την οικογένεια της καταγωγής του και οι οποίες τον επικρίνουν όταν παρουσιάζεται στον εαυτό του και στους άλλους περισσότερο ευάλωτος από ό,τι “επιτρέπεται”.
«Μπορεί να αισθάνεται ότι θα στιγματιστεί αρνητικά όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους αλλά και από τις εσωτερικευμένες του αναπαραστάσεις. Δηλαδή, από τις περιοριστικές εσωτερικές φωνές που έχει ενσωματώσει στα πρώιμα παιδικά χρόνια από την οικογένεια της καταγωγής του».
»Σίγουρα είναι και κοινωνικοοικονομικοί λόγοι που εμποδίζουν κάποιον να μπει σε ψυχοθεραπεία. Αν και η μέχρι σήμερα εμπειρία μου λέει πως οι υποψήφιοι για ψυχοθεραπεία που προφασίζονται οικονομική στενότητα, προκειμένου να αποφύγουν ή να αναβάλουν την αυτογνωστική διερεύνησή τους, στη συντριπτική πλειονότητά τους τρομάζουν μπροστά στο ενδεχόμενο της δέσμευσης σε μια απόφαση που δυνητικά ανατρέπει το παρόν και το μέλλον τους, την εικόνα που οι σημαντικοί άλλοι έχουν γι’ αυτούς και –κυρίως– την αυτοεικόνα τους και συνολικά τη ζωή τους. Μπροστά στο ενδεχόμενο της δέσμευσης σε μια απόφαση που δυνητικά ανατρέπει τους τρόπους και τις πρακτικές με τις οποίες έμαθαν να σχετίζονται με τον εαυτό τους και με τους άλλους.
»Επίσης, εάν δεν έχουν υποστεί κάποια σχετική κακοποιητική εμπειρία, ο βασικός λόγος που αμφισβητούν με μένος κι επιμονή την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι ο δισταγμός να επενδύσουν και να μείνουν σε μια αποκαλυπτική σχέση που υπόσχεται ανατροπές. Μια σχέση που ενέχει τον “κίνδυνο” να αποτελέσει για τον υποψήφιο θεραπευόμενο πηγή αναθεώρησης, αναδόμησης και αποκατάστασης του κενού εμπιστοσύνης πάνω στο οποίο εκείνος έχει συνήθως χτίσει τον τρόπο σκέψης, συνομιλίας με τον εαυτό, και την αυτοεικόνα του.
«Μια σχέση που ενέχει τον “κίνδυνο” να αποτελέσει για τον υποψήφιο θεραπευόμενο πηγή αναθεώρησης, αναδόμησης και αποκατάστασης του κενού εμπιστοσύνης πάνω στο οποίο εκείνος έχει συνήθως χτίσει τον τρόπο σκέψης, συνομιλίας με τον εαυτό, και την αυτοεικόνα του».
»Απορρίπτοντας συλλήβδην την ψυχοθεραπεία και τους ψυχοθεραπευτές, οι “σκεπτικιστές” απορρίπτουν το ενδεχόμενο της σχέσης – που, ναι, ενέχει σοβαρούς “κινδύνους”. Γυρνούν την πλάτη στον φόβο τους και αρνούνται τα βασικά τους ελλείμματα, που έτσι δυστυχώς παραμένουν ανεπίγνωστα. Και ό,τι μέσα μας μένει έξω από τον χώρο της επίγνωσης δεν μπορεί να μας θεραπεύσει.
»Ταυτόχρονα, η ενοχή για το θάρρος που δεν επέδειξαν εντείνεται και μασκαρεύεται πίσω από το προσωπείο της αμφιβολίας για τη θεραπεία και την αποτελεσματικότητά της και πίσω από μια λογική επιχειρηματολογία για εξωτερική απόδοση ευθύνης».
Για το βιβλίο «Το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι»
Θες να μάθεις ποιος είσαι; Γιατί είσαι ανικανοποίητος στη ζωή σου; Για ποιους λόγους δυσκολεύεσαι να απολαύσεις τη σχέση σου με τον εαυτό σου; Πώς οι στενές σχέσεις με την οικογένειά σου σε εμποδίζουν να ωριμάσεις; Ποια πράγματα σε τρομάζουν περισσότερο στις σχέσεις σου με τους άλλους; Τι κρύβεται στον πυρήνα της κατάθλιψης; Πώς θα σε βοηθήσει η ψυχοθεραπεία; Με ποιους τρόπους μπορείς να αξιοποιήσεις την εσωτερική σου σκιά ώστε να συναντήσεις τον πιο αυθεντικό εαυτό σου; Πώς μπορείς να μετασχηματίσεις τους φόβους σου σε εργαλεία ανάδειξης της εσωτερικής σου δύναμης και ελευθερίας;
Οι παραπάνω απορίες, όπως και πολλά άλλα υπαρξιακά ερωτήματα που έως τώρα σε κρατούσαν εγκλωβισμένο στο τέλμα της άγνοιας και της συνήθειας, απαντώνται καθώς συναντάς τον πιο βαθύ εαυτό σου στις σελίδες αυτού του βιβλίου, σε ένα ψυχοθεραπευτικό ταξίδι που, αν το πάρεις στα σοβαρά, μπορεί να σου γεμίσει τη ζωή.