Η Betty White είχε μια εντυπωσιακή διαδρομή ζωής, όχι μόνο γιατί παραλίγο να συμπληρώσει έναν αιώνα αλλά, κυρίως, επειδή παρέμεινε ενεργή μέχρι τα τελευταία χρόνια της, γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη δόξα σε μια ηλικία όπου άλλοι είχαν πλέον αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος.
Σταρ στα 60 της, είδωλο της ποπ κουλτούρας στα 80 και τα 90 της, η White πρωταγωνιστούσε μέχρι τα 92 σε μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Hot in Cleveland», μέχρι που στα τέλη του 2014 ματαιώθηκε η προβολή της. Ανάμεσα στις διακρίσεις που απέσπασε ήταν βραβεία Emmy για «Τα Χρυσά Κορίτσια», που την καθιέρωσαν στο ρόλο της «Rose», και για την τηλεοπτική σειρά «The Mary Tyler Moore Show». Εξασφάλισε, επίσης, μια θέση στα Ρεκόρ Γκίνες για τη «μεγαλύτερη τηλεοπτική καριέρα για γυναίκα».
«Είναι απίστευτο ότι είμαι ακόμη σ’ αυτή τη δουλειά και ακόμη με ανέχεστε» έλεγε το 2018, όταν της απονεμήθηκε το Emmy για το σύνολο της καριέρας της, επιβεβαιώνοντας ότι ποτέ δεν έχασε τον χαρακτηριστικό αυτοσαρκασμό της.
Η Ελλάδα και η Lucille Ball
Η Betty White γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1922 στο Ιλινόις. Ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας της, Horace Logan White, εργαζόταν σε εταιρεία με αναπτήρες. Η μητέρα της, Christine Tess Cachikis, ήταν νοικοκυρά, ελληνικής καταγωγής. Στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης η οικογένεια White μετακόμισε στο Λος Άντζελες.
Για τα παιδικά της χρόνια δεν γνωρίζουμε πολλά, μόνο ότι είχε ρίζες από την Ελλάδα, την Αγγλία, την Ουαλία και τη Δανία και ότι ο παππούς από την πλευρά της μητέρας της ονομαζόταν «Νικόλας». Τα πρώτα, δύσκολα χρόνια στην Καλιφόρνια, ο πατέρας της στον ελεύθερο χρόνο του κατασκεύαζε ραδιόφωνα και τα πουλούσε όπου και όπως μπορούσε, συχνά ανταλλάσσοντάς τα με άλλα αγαθά, ακόμα και με σκυλιά. Στην αυλή του σπιτιού τους, μάλιστα, είχαν ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο ζώων. «Κάποτε καταλήξαμε να έχουμε 26 σκυλιά ταυτόχρονα», θυμόταν σε μια παλαιότερη συνέντευξή της το 1999 η ηθοποιός, που μεγάλωσε ανάμεσα σε κατοικίδια ζώα και η οποία μέχρι το τέλος της ζωής της παρέμεινε βαθιά φιλόζωη.
Ήταν οικογενειακή παράδοση να κάνουν μία φορά τον χρόνο κάμπινγκ στη Σιέρα Νεβάδα, μια εμπειρία που τροφοδότησε, επιπλέον, την αγάπη της για τη φύση. Κάποτε μάλιστα ονειρευόταν να γίνει δασοφύλακας, αλλά εκείνη την εποχή οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα.
Κάποτε ονειρευόταν να γίνει δασοφύλακας, αλλά εκείνη την εποχή οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα.
Με τη μητέρα της ήταν ιδιαίτερα δεμένη. Και επειδή και η στενή φίλη της Betty White, Lucille Ball, είχε στενή σχέση με τη μαμά της, DeDe Ball, οι τέσσερίς τους ανέπτυξαν μια ισχυρή φιλία. «Και οι δύο ήταν κόρες της μαμάς τους… ανατράφηκαν από γυναίκες που τις ενθάρρυναν να μην επισκιάζονται από κανέναν άντρα» ανέφερε στο «Closer» μια πηγή που γνώριζε καλά τις ηθοποιούς. Μετά τον θάνατο της DeDe, κάθε χρόνο στην επέτειο των γενεθλίων της η Christine Tess έστελνε στην κόρη της, Lucille, μια ανθοδέσμη από βιολέτες.
Στην Ελληνίδα μαμά της είχε αποδώσει η Betty White την αισιοδοξία της, δηλώνοντας σε συνεντεύξεις της πως «την πήρα από εκείνη κι αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Ανέκαθεν έβρισκα τη θετική πλευρά των πραγμάτων». Σε εκείνη χρωστούσε όμως και το σνακ που της έφτιαχνε όταν ήταν μικρή και το οποίο συνέχισε να απολαμβάνει μέχρι τέλους: σάντουιτς με μορταδέλα και φιστικοβούτυρο. Ίσως κι αυτό να ήταν ένα από τα μυστικά της μακροζωίας της.