Τσιγκέλια παραταγμένα στην οροφή. Επιφάνειες κοπής κρέατος διάσπαρτες στο χώρο. Ένα παλιό πικάπ στο τραπέζι, μια ορφανή καρέκλα. Στο εσωτερικό του νεοκλασικού του 1895 που στεγάζει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στη Σκηνή Ωμέγα, έχει στηθεί ένα επαρχιακό χασάπικο. Αλλοτινή πηγή αφθονίας και επικούρειων απολαύσεων για τους ανθρώπους του χωριού, στην «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας έχει εξελιχθεί στο τελευταίο οχυρό ζωής, σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κι όμως τόσο οικείο κόσμο, όπου ένας πόλεμος χωρίς όνομα ούτε τόπο ούτε χρόνο έχει σπείρει το θάνατο, όπου τα εργαλεία σφαγής δεν κάνουν πλέον διακρίσεις ανάμεσα σε δίποδα και τετράποδα πλάσματα.
Στο κείμενο του πολυβραβευμένου Ουαλού συγγραφέα θεάτρου και κινηματογράφου, που ανεβάζει στο σανίδι η Oμάδα ΠΥΡ κάθε Τετάρτη έως Κυριακή μέχρι τις 9 Απριλίου, οι τέσσερις πρωταγωνιστές, Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης, σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη, διατηρούν ανεξαιρέτως ψηλά τον πήχη της ερμηνείας τους, απαιτητικής όπως ένας μονόλογος παρά τη σύνυπαρξή τους επί σκηνής, αφού κάθε ήρωας της «Αρκουδοράχης» χάνεται μόνος στους διαδρόμους του μυαλού του, όπως ίσως θα έλεγε και ο Εντ Τόμας, σε αφηγήσεις του δικού του παρελθόντος που λάμπει σαν φως στο σκοτεινό παρόν.
Στην «Αρκουδοράχη», ένα χωριό ερημωμένο και σβησμένο από σύνορα που χαράσσονται ξανά και ξανά, ένα ζευγάρι κρατάει ανοιχτό ένα χασάπικο που αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει. Ένας νεαρός άνδρας ζει μαζί τους, κομμάτι και αυτός της προηγούμενης ζωής τους, ενώ ένας άλλος καταφθάνει στο μαγαζί με άγνωστο σκοπό. Ιστορίες, τραγούδια, χοροί και ύστατες εκδηλώσεις τρυφερότητας μάς οδηγούν προς το αναπόφευκτο τέλος, το οποίο ωστόσο μοιάζει σχεδόν λυτρωτικό, σαν κηδεία όπου όλοι είναι ντυμένοι στα λευκά. Κυρίως, μας εμπνέουν να αγαπήσουμε λίγο περισσότερο τις δικές μας αναμνήσεις, όχι μόνο όσες κουβαλάμε μέσα μας σαν ανεξίτηλα χαρούμενα χρώματα αλλά κι εκείνες που φέρουμε σαν μόνιμους λεκέδες.
Γιατί επιλέξατε φέτος να ανεβάσετε την «Αρκουδοράχη»; Πώς θα περιγράφατε την ταυτότητα της Ομάδας ΠΥΡ και με ποια κριτήρια διαλέγετε κάθε έργο σας, ειδικά όταν αυτό δεν υπηρετεί την ασφάλεια του γνώριμου για το κοινό;
Ιώ Βουλγαράκη: «Από το 2020, που την πρωτοδιαβάσαμε, θέλαμε να την ανεβάσουμε αλλά τόσο οι συλλογικές όσο και οι προσωπικές αλλαγές στις ζωές μας ήταν κοσμογονικές. Τα καταφέραμε φέτος. Δεν θα μπορούσε, για εμάς, άλλο υλικό να συνομιλεί έτσι με το αίσθημα που μοιραζόμαστε για τη ζωή και τον κόσμο στο σήμερα. Κι έπειτα ως ομάδα αποφεύγουμε συστηματικά, νομίζω, αυτή την ασφάλεια του γνώριμου στο ρεπερτόριο που προτείνουμε. Θα έλεγα πως οι ΠΥΡ είμαστε καλλιτέχνες μ’ ένα κοινό αίτημα για το θέατρο, κι αυτό μας έχει ενώσει στο να ψάχνουμε παρέα. Μεγαλώνοντας, προσπαθούμε να προσκαλούμε και να προκαλούμε ο ένας τον άλλο σε καινούρια σύμπαντα».
Δέσποινα Κούρτη: «Τα τελευταία χρόνια, εννοώ και πριν από την πανδημία, αισθάνομαι ότι ο κόσμος αλλάζει, ότι η εποχή μας είναι πραγματικά μεταιχμιακή. Διάβασα το έργο, το πρωτότυπο, στα αγγλικά και με έπιασε απ’ το λαιμό. Σκέφτηκα, χαμογελώντας, ότι ο Εντ Τόμας νιώθει το ίδιο. Το διάβασα μέσα στα lockdown. Κι ενώ δεν καταλάβαινα ακόμα πολλά, ένιωσα ότι συνομιλεί με τη ζωή μας (και τελικά με όσα ζούμε και τώρα) τόσο ειλικρινά κι ήρεμα, με τόση ανθρωπιά! Με βάθος, σκληρό βάθος και υπέροχη ποίηση».
«Τα τελευταία χρόνια, εννοώ και πριν από την πανδημία, αισθάνομαι ότι ο κόσμος αλλάζει, ότι η εποχή μας είναι πραγματικά μεταιχμιακή. Διάβασα το έργο, το πρωτότυπο, στα αγγλικά και με έπιασε απ’ το λαιμό»
»Η Ιώ Βουλγαράκη, ο Αργύρης Ξάφης κι εγώ αποτελούμε την ομάδα ΠΥΡ. Είμαστε μαζί 11 χρόνια. Αγάπη για το θέατρο, πολλή δουλειά, ωραία συνεργασία, χρήματα τσίμα τσίμα. Αυτά μας χαρακτηρίζουν κυρίως. Όσο για την ασφάλεια του γνώριμου έργου για το κοινό… υπάρχει τέτοιου είδους ασφάλεια στο θέατρο; Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ ωραίο να συστήνεις ένα έργο στο κοινό».
Πώς συνδέεται η «Αρκουδοράχη» με την Ελλάδα του σήμερα;
Ι. Β.: «Η Αρκουδοράχη είναι τόσο Ελλάδα όσο και οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου μας, όπου η ζωή αλλάζει ριζικά και αμετάκλητα και οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα πώς να συνεχίσουν να ζουν και ποιοι είναι στη νέα τάξη πραγμάτων».
Ιωσήφ Ιωσηφίδης: «Η Αρκουδοράχη θα μπορούσε να είναι ένας οποιοδήποτε τόπος του κόσμου μας, όπου οι άνθρωποι βιώνουν την αγωνία της ύπαρξής τους. Ένας από τους κεντρικούς πυρήνες του έργου είναι και η αναφορά στη μνήμη. Ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει βουτήξει με τα μούτρα στη λήθη. Και πάνω στη λήθη επενδύει η αγριότητα της εποχής μας με όλες της τις μορφές. Επίσης το κεντρικό ζευγάρι δεν εγκαταλείπει την Αρκουδοράχη, την εστία του, γιατί εκεί είναι θαμμένο το παιδί τους. Θυμίζει όλους τους γονείς των τελευταίων ημερών που σπαράζουν και πενθούν».
«Το κεντρικό ζευγάρι δεν εγκαταλείπει την Αρκουδοράχη, την εστία του, γιατί εκεί είναι θαμμένο το παιδί τους. Θυμίζει όλους τους γονείς των τελευταίων ημερών που σπαράζουν και πενθούν».
Δ. Κ.: «Για να είμαι ειλικρινής, δε μας απασχόλησαν ακριβώς τέτοιου είδους συνδέσεις. Ναι, αυτά μπορεί να συμβαίνουν, για παράδειγμα στην Τουρκία, όπου ξηλώνουν ένα ολόκληρο χωριό επειδή αλλάζει η διαχείριση του φράγματος της περιοχής. Όμως κάθε θεατρικό έργο είναι στην πραγματικότητα μια παραβολή. Και στο συγκεκριμένο έργο το μετα-αποκαλυπτικό τοπίο του μας καλεί να συνδεθούμε μαζί του θεματικά, μιλώντας για το αναπόφευκτο τέλος, την απόλυτη καταστροφή, το χάος, την αποσύνθεση, τις ακραίες απώλειες, τη φύση, τις ρίζες, τη μνήμη, την ταυτότητα, την αγάπη».
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις του ανεβάσματος της «Αρκουδοράχης» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για τον καθένα;
Ι. Β.: «Το έργο απαιτεί τρομερή ακρίβεια. Είναι διαρκώς στην κόψη μιας τραγικής ελαφρότητας. Αν η φόρτιση υπερισχύσει της ελαφρότητας ή το αντίθετο, τίποτα δεν λειτουργεί σκηνικά. Αυτό υπήρξε μεγάλη πρόκληση μέσα στη διαδικασία των προβών και για μένα και για τους ηθοποιούς και παραμένει ένα καθημερινό στοίχημα στη συνάντηση με τους θεατές».
Ι. Ι.: «Ο Κάπταιν είναι μια τεράστια πρόκληση για μένα. Το παρελθόν που κουβαλάει και το μέλλον που πρέπει να διαχειριστεί ως στρατιωτικός και ως άνθρωπος τον αποδομούν, τον αποδυναμώνουν και τον οδηγούν στην καταστροφή. Έρχεται μέσα από τη χιονοθύελλα για να βρει το κουράγιο – τη “μορφίνη” που θα τον οδηγήσει πιο ομαλά και ανώδυνα στο τέλος. Πρόκληση για μένα ήταν και ο σκηνοθετικός και κινησιολογικός κώδικας της παράστασης (κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη) που, μέσα από τη δυσκολία του, μού σύστησε έναν καινούριο τρόπο θεατρικής προσέγγισης».
Δ. Κ.: «Μια μεγάλη πρόκληση υποκριτικής για μένα είναι τα πράγματα να μην είναι τόσο συνειδητά. Είναι μια λειτουργία πάνω στη σκηνή γυμνή, στερούμενη μιας “υπερσυνειδητότητας”. Υπήρξε στις πρόβες, κι εξακολουθεί για μένα να υπάρχει, κι ένα προκλητικό ερευνητικό πεδίο της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, που σε πολύ κρίσιμες στιγμές είναι εντελώς παράδοξη. Είναι λοξή. Δεν είναι πολύ εύκολο, κάποιες φορές δεν μας είναι και τόσο οικείο. Κι όμως αυτό που έχει γράψει ο Τόμας είναι τόσο αληθινό. Γι’ αυτό κι είναι πανέμορφο».
«Υπήρξε στις πρόβες, κι εξακολουθεί για μένα να υπάρχει, κι ένα προκλητικό ερευνητικό πεδίο της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, που σε πολύ κρίσιμες στιγμές είναι εντελώς παράδοξη. Είναι λοξή».
Το ζευγάρι της «Αρκουδοράχης» αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει το παρελθόν, τις μνήμες του. Τι μας κρατάει προσκολλημένους σε αυτό; Και πώς θα καταλάβουμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προχωρήσουμε;
Ι. Β.: «Είναι δίκοπο μαχαίρι η μνήμη. Από τη μια, είναι ταυτότητα. Χάρη σε αυτήν ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι δεν είμαστε. Από την άλλη, αν το παρελθόν καταλήγει να είναι ο μόνος χώρος στον οποίο αισθάνεσαι ασφαλής, τότε μάλλον έχεις τελειώσει με τη ζωή και αυτό είναι πολύ σκληρό. Δεν είμαι σίγουρη πως έχουν όλοι οι άνθρωποι την επιλογή να προχωρήσουν».
Ι. Ι.: «Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σταθεί χωρίς τη μνήμη του. Η λήθη είναι ένα είδος θανάτου. Με τη μνήμη υπάρχεις, κουβαλάς όσα έχεις ζήσει. Είναι ένα τσουβάλι γεμάτο από τον εαυτό σου. Ένα άλμπουμ της ζωής σου. Αν χαθεί, χάνεται και η ταυτότητά σου».
«Είναι δίκοπο μαχαίρι η μνήμη. Από τη μια, είναι ταυτότητα. Χάρη σε αυτήν ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι δεν είμαστε. Από την άλλη, αν το παρελθόν καταλήγει να είναι ο μόνος χώρος στον οποίο αισθάνεσαι ασφαλής, τότε μάλλον έχεις τελειώσει με τη ζωή και αυτό είναι πολύ σκληρό».
Δ. Κ.: «Η μνήμη είναι το ουσιαστικότερο κομμάτι της ταυτότητάς μας. Η ανάγκη μας να παραμείνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε μάς κρατάει συνδεδεμένους με αυτήν. Το να προχωρήσεις αφήνοντας πίσω τις μνήμες σου δεν νομίζω ότι είναι κάτι που θα μας κάνει καλύτερους. Ίσα ίσα, θα μας κάνει ανερμάτιστα πλάσματα σε έναν κόσμο που έτσι θέλει να είμαστε. Η σύνδεση με το παρελθόν και η συνεχής διαπραγμάτευση με αυτό μάς κρατάει ψυχικά υγιείς και ακέραιους. Για εμάς πάντως, στο έργο μας, η μνήμη και το παρελθόν είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να είμαστε».
Η προσκόλληση στο παρελθόν μπορεί να βοηθήσει το ζευγάρι της «Αρκουδοράχης» να αντιμετωπίσει το πένθος του; Ή το εμποδίζει να μπει σε μια τροχιά ουσιαστικής διαχείρισής του;
Ι. Β.: «Στο έργο υπάρχει μια άρρητη αντίστροφη μέτρηση. Σε αυτούς τους ανθρώπους απομένει πολύ λίγος χρόνος, σε λίγο ο στρατός θα ξυρίσει το βουνό και δεν θα μείνει τίποτα. Σε αυτό τον ελάχιστο χρόνο που τους μένει λοιπόν δεν τους νοιάζει να το διαχειριστούν το πένθος. Αλλά να το διαφυλάξουν, ως ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Γενικότερα πάντως, και εκτός “Αρκουδοράχης”, εγώ δεν πιστεύω πως το πένθος ολοκληρώνεται ποτέ ή επιλύεται. Ουσιαστική διαχείριση σημαίνει διαρκής αναμέτρηση με λίγο καλύτερους όρους κάθε φορά σε μια μάχη που γνωρίζεις ότι θα χάνεις».
«Δεν πιστεύω πως το πένθος ολοκληρώνεται ποτέ ή επιλύεται. Ουσιαστική διαχείριση σημαίνει διαρκής αναμέτρηση με λίγο καλύτερους όρους κάθε φορά σε μια μάχη που γνωρίζεις ότι θα χάνεις».
Ι. Ι.: «Η ερώτηση αυτή θα μπορούσε να απαντηθεί αν η συνθήκη του έργου ήταν διαφορετική. Εδώ υπάρχει υπαρξιακή αντιμετώπιση της κατάστασης που βιώνουν και όχι ψυχολογική. Η κατάσταση είναι πριν το τέλος, στο όριο, δεν γνωρίζουν πόσο καιρό θα ζήσουν ακόμη μέσα στο ζόφο που τους περιβάλλει. Το πένθος με κάποιο τρόπο τους ατσαλώνει, τους κρατάει δυνατούς απέναντι στη δυσκολία και στο αδιέξοδο που βιώνουν. Κι αυτό είναι το συγκινητικό στο έργο».
Δ. Κ.: «Η προσκόλληση έχει μια αρνητική χροιά. Όντως. Ό,τι δεν σε αφήνει να εξελιχθείς μπορεί να θεωρηθεί αρνητικό. Όπως όμως και ό,τι σε κάνει να χάσεις την ταυτότητά σου. Σαν ύπαρξη. Οι ήρωες σε αυτό το βαθιά υπαρξιακό και ποιητικό κείμενο μάχονται με νύχια και με δόντια να μείνουν αυτό που είναι. Δεν θέλουν να ξεχάσουν τον χαμό του παιδιού τους. Ούτε τον άδικο τρόπο με τον οποίο συνέβη. Και δεν πρέπει. Γιατί αν το κάνουν αυτοί οι γονείς και –σαν επέκταση στις ζωές μας– όλοι μας, αν αφήσουμε να ξεχαστούν οι άδικες απώλειες, αυτές θα μας ξαναβρούν στο μέλλον».
Αν ερχόταν πραγματικά το τέλος του κόσμου, πού θα θέλατε να βρει τον καθένα;
Ι. Β.: «Δεν ξέρω πού –ίσως στη θάλασσα– πάντως θα ήθελα να κρατιόμαστε με τα παιδιά μου απ’ το χέρι».
Ι. Ι.: «Να παίζω μπάλα με τον γιο μου σε ένα γήπεδο στο φεγγάρι».
Δ. Κ.: «Θυμάμαι να απαντώ μια αντίστοιχη ερώτηση σε ένα λεύκωμα χρόνια πριν – με αθωότητα και χωρίς την εμπειρία της ζωής. Δε νομίζω να απαντήσω και τώρα διαφορετικά. Με αυτούς που αγαπώ».
«Αν ερχόταν πραγματικά το τέλος του κόσμου, θα ήθελα να με βρει να παίζω μπάλα με τον γιο μου σε ένα γήπεδο στο φεγγάρι».
Κεντρική θέση στο έργο κατέχει η αμετάφραστη ουαλική λέξη «hiraeth». Ποια ελληνική λέξη θεωρείτε εξίσου θεμελιώδη για την ελληνική κουλτούρα;
Ι. Β.: «Μου έκανε πάντα εντύπωση η λέξη “έρως”, με όλο το μυθολογικό της βέβαια υπόστρωμα, ακριβώς γιατί διαχωρίζεται από την αγάπη και το νιώθω ως κάτι πολύ ειδικό για τη δική μας κουλτούρα αυτό».
Ι. Ι.: «Νοσταλγία για κάτι που έχει χαθεί, λαχτάρα για μια απώλεια σημαντική για την ταυτότητα του ανθρώπου».
Δ. Κ.: «Η λέξη αυτή είναι θεματική στο έργο μας. Δεν εμφανίζεται πουθενά αυτούσια στην παράσταση και έτσι δεν χρειάστηκε να την αποδώσουμε στη μετάφραση. Δεν είναι θεμελιώδης έννοια για την ουαλική κουλτούρα, είναι μια αίσθηση. Γι’ αυτό και δεν ξέρω ποια θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι είναι εξίσου θεμελιώδης σε μας. Το σίγουρο είναι ότι κοιτώντας προς τα πίσω, υπάρχει συχνά η κοινή αίσθηση της ανεπιστρεπτί απώλειας. Ανθρώπων, πραγμάτων, ιδεών, ακόμα και αισθήσεων».
«Η ανθρώπινη τρωτότητα και η απομόνωση από τη μια, τα διαλυμένα και ταξικά συστήματα υγείας από την άλλη τραυμάτισαν τη ζωή όλων μας και φανέρωσαν, πιστεύω, στους πολίτες ένα τρομακτικό αίτημα αλληλεγγύης που όμως κανένας κρατικός μηχανισμός δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά να καλύψει».
Κυρία Βουλγαράκη, έχετε πει πρόσφατα ότι μετά την πανδημία «ο κόσμος όπως τον ξέραμε έχει τελειώσει, δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος». Τι βλέπετε να αλλάζει;
«Νιώθω ότι μετά την πανδημία βιώνουμε ένα συλλογικό πένθος το οποίο είναι πολύ βαθύ. Η ανθρώπινη τρωτότητα και η απομόνωση από τη μια, τα διαλυμένα και ταξικά συστήματα υγείας από την άλλη τραυμάτισαν τη ζωή όλων μας και φανέρωσαν, πιστεύω, στους πολίτες ένα τρομακτικό αίτημα αλληλεγγύης που όμως κανένας κρατικός μηχανισμός δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά να καλύψει. Έτσι, δεν πενθούμε μόνο για τις ζωές που χάσαμε. Αλλά και για τις ζωές που θα μπορούσαμε να έχουμε. Κι όλο αυτό μας έχει μεταμορφώσει προς άγνωστη κατεύθυνση».
Info
Έως 9/4. Τετάρτη: 20.00, Πέμπτη: 20.30, Παρασκευή: 20.30, Σάββατο: 20.00, Κυριακή: 20.00. Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Σκηνή Ωμέγα, Λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, www.dithepi.gr. Προπώληση: www.viva.gr. Ταμεία Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά: τηλ. 210 4143310 (ώρες ταμείου: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 10.00-14.00 και 18.00- 21.00. Σάββατο 16.00-21.00. Κυριακή 18.00-21.00. Τρίτη κλειστό).
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης. Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη. Σύμβουλος δραματουργίας: Άρτεμις Γρύμπλα. Σκηνικό-Κοστούμια: Anna Fedorova. Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη. Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Βοηθός σκηνοθέτριας: Νιόβη Δανέζη. Βοηθός συνθέτη: Γιώργος Καρούμπαλος. Οι φωτογραφίες είναι της Κικής Παπαδοπούλου. Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης.