Δεν ήταν πολύ εύκολο να είσαι κοντό παιδί στα 80s, ιδιαίτερα αν δεν είχες τα ψυχικά εργαλεία να αντιμετωπίσεις τα στερεότυπα που εκφράζονταν, λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρα, από τους γύρω σου.
Στο σχολείο, είχες πάντα τις χειρότερες θέσεις: πρώτη στο θρανίο για να βλέπεις και να σε βλέπουν οι δάσκαλοι, τελευταία στην παρέλαση γιατί δεν ήσουν αρκετά ψηλή για να θεωρείσαι καμάρι του έθνους.
Μεγαλώνοντας, προσπάθειες να πάρεις έξτρα πόντους με γαλακτοκομικά και συμπληρώματα ασβεστίου χωρίς κανένα αποτέλεσμα αν οι γονείς και οι παππούδες σου είχαν καταγωγή από τη Χόμπιτον και αργότερα, όταν το είχες πάρει πλέον απόφαση ότι η ανάπτυξή σου είχε ολοκληρωθεί (κάπου στα δώδεκα, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία), ψηλοτάκουνα ή πλατφόρμες πάνω στα οποία περπατούσες με λιγότερη χάρη από έναν ξυλοπόδαρο.
Ακόμα και αν δεν έτρωγες bullying από συμμαθητές, λίγο τα πρότυπα ομορφιάς των δίμετρων τοπ μόντελ που πρωταγωνιστούσαν στα περιοδικά, λίγο κάποια βλέμματα κυριολεκτικά αφ’ υψηλού, η συμφιλίωση με το ύψος σου αποτελούσε αληθινή πρόκληση. Ιδιαίτερα αν ερχόσουν αντιμέτωπη με ατάκες-κλισέ που δεν είχες ζητήσει ποτέ όπως: «Τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια» (αν μου έδιναν ένα ευρώ για κάθε φορά που την άκουγα, σήμερα θα ήμουν δισεκατομμυριούχος) ή «Ο τελευταίος όροφος στους ψηλούς είναι ακατοίκητος» (λες και ένα κακόγουστο, προσβλητικό αστείο για τους ψηλούς κάνει μια κοντή να νιώσει καλύτερα).
Ερχόσουν αντιμέτωπη με ατάκες-κλισέ που δεν είχες ζητήσει ποτέ όπως: «Τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια» (αν μου έδιναν ένα ευρώ για κάθε φορά που την άκουγα, σήμερα θα ήμουν δισεκατομμυριούχος).
Υπήρχαν, βεβαίως, και υπάρχουν και πρακτικά προβλήματα: Συναυλίες που δεν παρακολούθησα ποτέ, μόνο άκουσα, αν εξαιρέσουμε τις στιγμές που κάποιος ψηλός άντρας προσφερόταν να με πάρει στους ώμους του, σαν να ήμουν το νηπιάκι του. Διαδρομές με λεωφορεία όπου ένιωθα σαν εκκρεμές, ούτε καν του Φουκώ, ενώ τεντωνόμουν μάταια να γραπωθώ από κάποια λαβή στην οροφή. Σπίτια με πανύψηλα ντουλάπια όπου περιφερόμουν με το σκαμπό παραμάσχαλα ακόμα και για να πιάσω το αλάτι.
Μπαίνοντας στην αρένα της δουλειάς, οι προκλήσεις άλλαξαν. Σε συνεντεύξεις, ένιωθα οι πιθανοί εργοδότες να με κοιτούν από την κορυφή μέχρι τα νύχια (τουλάχιστον το σκανάρισμα δεν διαρκούσε πολύ, για προφανείς λόγους) ενώ πιθανότατα αναρωτιόνταν αν, προσλαμβάνοντάς με, θα βρίσκονταν να κατηγορούνται για παιδική εργασία. Σε συναντήσεις και εκδηλώσεις, ειδικά στις όρθιες, χανόμουν κυριολεκτικά μέσα στο πλήθος. Ακόμα και στα τηλεφωνήματα, η ψιλή μου φωνή ενέπνεε κάποιους συνομιλητές που δεν είχα συναντήσει ποτέ να μου απευθύνονται όπως όταν τηλεφωνείς σε ένα σπίτι και σηκώνει το ακουστικό το παιδί της οικογένειας, με φράσεις όπως «κορίτσι μου» και «γλυκιά μου». Ας αφήσουμε και το office dress code, αληθινό γρίφο καθώς το φόρεμα που θα έδειχνε υπέροχο σε μια ψηλή γυναίκα στο δικό μου 1,57 μπορεί να θύμιζε κελεμπία.
Ας αφήσουμε και το office dress code, αληθινό γρίφο καθώς το φόρεμα που θα έδειχνε υπέροχο σε μια ψηλή γυναίκα στο δικό μου 1,57 μπορεί να θύμιζε κελεμπία.
Δεν ξέρω αν κάποια από τα παραπάνω ήταν απλώς προσωπικές εντυπώσεις, αποτέλεσμα ανασφάλειας, όμως θα είχε ενδιαφέρον να δούμε μέσα από μια έρευνα πώς το ύψος ενός ανθρώπου (όχι μόνο μιας γυναίκας αλλά και ενός άντρα) επηρεάζει τον τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι και την εξέλιξή του στη ζωή.
Πλέον έχω αποδεχτεί απόλυτα το σώμα μου, εξ ου και αυτό το άρθρο, αλλά το πρόσφατο περιστατικό της φίλης μου με έκανε να αναρωτηθώ: Μήπως τελικά δεν έχουμε αφήσει εντελώς πίσω μας τέτοια στερεότυπα; Ανήκουν στις παλαιότερες γενιές ή θα συνεχίσουν να μας ταλαιπωρούν; Μήπως πρέπει να μιλήσουμε και γι’ αυτά, στο πλαίσιο του body positivity, αν υπάρχουν μέχρι και σήμερα παιδιά που αγωνίζονται να αποδεχτούν (και) το ύψος τους; Καθώς αναζητάμε τα πατήματά μας σε μια εποχή ακραίας έστω πολιτικής ορθότητας, είναι ευκαιρία να ανατρέξουμε σε προσωπικά βιώματα του παρελθόντος και να τα δούμε με νέα ματιά.
Κεντρική φωτό: Η Αμερικανίδα τραγουδίστρια Connie Francis στα 60s, ύψους 1,56 μ.