Έχω να μιλήσω με τον καλύτερο μου φίλο από το Δεκέμβρη. Κι εννοώ να μιλήσω ουσιαστικά, ν’ ανταλλάξουμε σκέψεις και προβληματισμούς και όνειρα για το μέλλον, όχι μόνο αστεία gifakia και youtube videos. Βλέπεις, από τότε που μετακόμισα στην άλλη άκρη της Ευρώπης, οι (λιγοστές εξ’ αρχής) φιλίες μου έχουν λίγο πολύ χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: σε αυτούς με τους οποίους τσατάρω όλη μέρα και όταν έρχομαι Ελλάδα συναντιόμαστε και είναι σα να μην πέρασε μια μέρα… και σε αυτούς με τους οποίους μιλάω πλέον σπάνια αλλά όταν έρχομαι Ελλάδα και συναντιόμαστε είναι σα να μην πέρασε μια μέρα. Ο καλύτερος μου φίλος, που δεν το’ χει πολύ με το chat, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Δεν είναι ότι δεν προσπαθήσαμε. Περίπου μια φορά το μήνα υποσχόμαστε ο ένας στον άλλο ότι θα κάνουμε βιντεοκλήση. Απόψε. Το απόγευμα. Μες το σουκού οπωσδήποτε. Αλλά πάντα κάτι συμβαίνει: είτε εκείνος θέλει αλλά με πετυχαίνει σε φάση που έχω πολλή δουλειά και πολλή λίγη όρεξη να μιλήσω σε άνθρωπο, είτε εγώ θέλω αλλά τον πετυχαίνω σε αντίστοιχη φάση. Και δεν είναι ότι δε μου λείπει. Μου λείπει τόσο που στον ύπνο μου βλέπω συχνά ότι είμαστε ξανά στο αγαπημένο μας μπαράκι και φιλοσοφούμε, όπως όταν έμενα Αθήνα και είχα λεφτά να δίνω σε κοκτέιλ δυο φορές τη βδομάδα. Αλλά αν έχω μάθει κάτι για τον εαυτό μου αυτά τα τρία χρόνια που ζω στο εξωτερικό (πέρα απ’ ό,τι τα κοκτέιλ κοστίζουν) είναι ότι οι βιντεοκλήσεις μου προκαλούν αλλεργία. Μπορείς να μου γράφεις στο chat όλη μέρα. Μπορείς να με πάρεις τηλέφωνο δύο φορές τη μέρα, για περίπου 5 λεπτά τη φορά, όχι παραπάνω (κι αυτό μόνο αν είσαι η μαμά μου που της λείπω ή ο καλός μου που ξέχασε πάλι τί πρέπει να ψωνίσει στο σουπερμάρκετ). Αλλά τη στιγμή που θα μου πεις να ανοίξω την κάμερα και να κάνουμε βιντεοκλήση για να νιώσουμε “σα να έχουμε πάει για καφέ” είναι η στιγμή που χώνομαι τόσο βαθιά μες το καβούκι μου που δε με βγάζεις ούτε υπό την απειλή όπλου.
Και ξέρεις κάτι; Δεν είμαι η μόνη. Όπως μάλλον διαπίστωσες τώρα στην καραντίνα που το Zoom έγινε ξαφνικά το νέο σπαμ, οι βιντεοκλήσεις είναι εξουθενωτικό πράγμα. Τόσο εξουθενωτικό που έγιναν μέχρι και έρευνες για ένα νέο φαινόμενο, το λεγόμενο “Zoom fatigue”: εν ολίγοις αυτό που τελειώνεις ένα online meeting με φίλους και νιώθεις σα να έσκαβες στα γκούλαγκ. Υπάρχει λόγος που τόσοι πολλοί από εμάς νιώθουμε έτσι. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να δίνει σημασία στο context — και μέχρι πολύ πρόσφατα, τα online meetings ήταν κάτι που κάναμε για δουλειά και μόνο. Όταν λοιπόν βάλαμε τις κοινωνικές μας σχέσεις και τις σπουδές μας, αναγκαστικά λόγω πανδημίας, στον ίδιο “χώρο” που μέχρι πρότινος είχαμε μόνο τους συναδέλφους μας, ο εγκέφαλος μας άρχισε να μην ξέρει τι στάση να κρατήσει. Να αυξήσει τα επίπεδα της κορτιζόλης και τους παλμούς μας, διατηρώντας μας alert όπως συνήθως χρειάζεται όταν κάνουμε online συνέντευξη και παρουσίαση της δουλειάς μας σε κάποιο Zoom meeting; Ή να στείλει σήματα χαλάρωσης και να ανοίξει την κάνουλα της σεροτονίνης όπως πάντα έκανε όταν πηγαίναμε με τους φίλους μας για καφέ ή ποτό;
Γενικά μιλώντας, είμαι μεγάλη οπαδός του whatever works. Καταλαβαίνω ότι ίσως για σένα, αυτοί οι μήνες της καραντίνας να ήταν ανυπόφοροι χωρίς βιντεοκλήσεις με φίλους, σχέσεις και συγγενείς. Ίσως το chat να σε δυσκολεύει και στο Zoom να βρήκες ένα νέο εργαλείο επικοινωνίας, έναν τρόπο να έρθεις πιο κοντά με τους ανθρώπους που αγαπάς χωρίς να πρέπει να πληκτρολογείς όλη μέρα. Ίσως σκέφτεσαι να το εντάξεις στην καθημερινότητα σου ως εναλλακτική ακόμα και τώρα που βγήκες απ΄το σπίτι. Χαίρομαι για σένα, πραγματικά.
Αλλά για μένα τα Zoom meetings είναι κάτι που κάνω μόνο όταν δεν μπορώ να τα αποφύγω. Δηλαδή με τους συνεργάτες μου, με πιθανούς νέους εργοδότες ή τους καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο. Και είναι πάντα ένα κάποιο είδος performance (ίσως μου έχει μείνει κουσούρι από τότε που είχα εβδομαδιαία εκπομπή, δεν ξέρω). Πρέπει να χτενίσω τα μαλλιά μου, να φορέσω make up, να βρω εκείνη τη γωνία του σαλονιού που δείχνει κάπως τακτοποιημένη για background, να σιγουρευτώ ότι οι γάτες δε μπορούν να πηδήξουν πάνω μου την ώρα που μιλάω, ότι λειτουργούν τα ακουστικά μου κι ότι δε γυαλίζει η μύτη μου… Όταν τελειώνει το call, χρειάζομαι τουλάχιστον μισή με μία ώρα να συνέλθω.
Αυτό το self consciousness που μου προκαλεί ο εαυτός μου on camera, είναι ακριβώς το αντίθετο συναίσθημα από αυτό που θέλω να νιώθω όταν μιλάω με τους φίλους μου.
Γι’ αυτό ελπίζω να με συγχωρέσεις που δεν κάναμε βιντεοκλήση ούτε αυτό το σαββατοκύριακο. Σ’ αγαπάω και μου λείπεις. Ξέρω πως όταν βρεθούμε από κοντά θα είναι σα να μην πέρασε μια μέρα. Και ως τότε, θα έχουμε πάντα τα αστεία gifakia και τα YouTube videos.