Σα να μην τρέχει τίποτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να ζεις. Να βγάζεις τον εαυτό σου προς τα έξω. Μόνο που κινδυνεύεις να ταυτιστείς με τον «σα να μην τρέχει τίποτα» εαυτό σου. Δεν ξέρω τι θα αποδειχθεί, ούτε με τι κριτήρια θα δικάσουν οι συμπολίτες μας, καθώς την τελική απόφαση σε αυτή την υπόθεση παιδοκτονίας θα την πάρουν οι ένορκοι. Θα δικάσει το μικτό ορκωτό. ΜΟΔ σε συντομογραφία. Αποτελείται από τρεις δικαστές και τέσσερεις πολίτες.
Ένας δικαστικός θεσμός που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Δεν είναι οι επαγγελματίες της δικαιοσύνης, αλλά οι συμπολίτες μας αυτοί που θα έχουν την πλειοψηφία σε αυτή τη δίκη. Αυτοί θα εκπροσωπήσουν το συλλογικό μας πρόσωπο, τις αξίες μας, την αποστροφή και τη φρίκη μας. Αυτοί, εάν αποδειχθεί το αποτρόπαιο, θα οδηγήσουν το μέλος στην εξορία από τον κόσμο των ανθρώπων. Η πανάρχαια τακτική του εξαγνισμού της πόλης από το μίασμα.
Σοκαρισμένη όσο κι ο καθένας από εμάς, παρατηρώ τον λόγο που εκφέρει όχι μόνο η κατηγορούμενη, αλλά και ολόκληρη η οικογένεια. Ένας λόγος απαθής, αποστασιοποιημένος. Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ, τι είδους μηχανισμοί αποσιώπησης, κρατούσαν στέρεους τους οικογενειακούς δεσμούς μέχρι τώρα. Πόσο δυνατό ήταν το «κρύψε», ή το «προχώρα» παρ’ όλα αυτά.
Διαβάζοντας ότι στην ίδια οικογένεια, όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, ο παππούς της κατηγορούμενης είχε δολοφονήσει τη σύντροφό του, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ με ποιο τρόπο διαχειρίστηκε η οικογένεια αυτό το στίγμα, αλλά και τι είδους ψυχική ασθένεια είχε διαβρώσει τα γονίδιά της, και εάν η οικογένεια είχε λάβει σημάδια.
Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Τζόναθαν Φράνζεν «Σταυροδρόμια», που διαδραματίζεται στην Αμερική του 1960, βρίσκω την ίδια αποσιώπηση απέναντι στην ψυχική ασθένεια, όπως αυτήν που επικράτησε και στην Ελλάδα. Το ιατρείο της ψυχιάτρου είναι ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς διακριτικά, χωμένο πίσω από το επίσημο οδοντιατρείο του συζύγου της. Εκεί στα μουλωχτά, κρυφοί και απεγνωσμένοι προσέρχονται οι πάσχοντες. Μέσα στο απόλυτο δόγμα, του να μην το μάθει ο κόσμος. Δεν έχουν διαπράξει εγκλήματα οι ήρωες του Φράνζεν, μόνο μικρές παρεκκλίσεις, οι οποίες όμως παίρνουν τη σκυτάλη, από την προηγούμενη γενιά. Κανείς δεν τολμούσε να ανοίξει το κουτάκι.
Τι είδους άνθρωποι διαμορφώνονται, όμως, μέσα στο επιτακτικό «κάνε ότι δεν τρέχει τίποτα» ή στο ακόμα χειρότερο, «έλα μωρέ δεν τρέχει τίποτα»; Τι γίνεται σημαντικό στην πορεία της ζωής των πασχόντων, αλλά και στη ζωή της οικογένειας; Τα αμίλητα συναισθήματα πόσο καιρό μπορούν να αντέξουν χωρίς να αποσυρθούν στο τέλος αφήνοντας το άτομο, απαθές και αναίσθητο; Τι είδους άνθρωπος βγαίνει στον κόσμο δίχως συναισθήματα, παρά μόνο με μια αταβιστική εντολή επιβίωσης; Πριν από το έγκλημα που σοκάρει, σίγουρα προηγήθηκαν άλλες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές. Το βλέπει ο καθένας στην απάθεια αυτής της οικογένειας. Είναι βέβαιο πως, υπάρχουν πολλά που έχουν αποσιωπηθεί, πριν η απάθεια γίνει τρόπος ζωής. Σίγουρα οι ψυχίατροι είναι οι κατάλληλοι να μιλήσουν γι’ αυτό.
Εμείς, όμως, έχουμε το δικό μας καθήκον σαν κοινωνία, να συνειδητοποιήσουμε το «αγαθόν το εξομολογείσθε» όχι στον παπά ούτε στο διάκο, αλλά στους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Και κλείνοντας αυτό το κείμενο, αυτό που θέλω να πω είναι ότι, κλίνω το γόνυ σε όλα τα δημόσια πρόσωπα που κατά καιρούς έχουν μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική ασθένεια, που την απενοχοποίησαν σε μεγάλο βαθμό, και που ζουν ανάμεσά μας, σαν τους καλύτερους από εμάς, με τη μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και ανοχή. Και το κατάφεραν επειδή μίλησαν. Μίλησαν οι ίδιοι, μίλησε η οικογένειά τους, ξεπέρασαν τη ντροπή, δεν έκρυψαν, δεν έκαναν σα να μην τρέχει τίποτα, και διασώθηκαν. Ο όχλος λοιπόν, αντί να μαζεύεται έξω από τα σπίτια της φρίκης, ας φροντίσει καλύτερα με τη στάση του, η φρίκη να μην επαναληφθεί.