Μπορώ να τη δω. Για τη μάνα λέω. Να μυρίζεται τον κίνδυνο, με κείνη την εκπαιδευμένη μύτη που έχουν μόνο οι μανάδες. Να μη μυρίζεται το αίμα, ποιος μπορεί να το μυρίσει αυτό, άμα το μυαλό του δεν έχει πάρει ανάποδες στροφές. Όμως κάτι έβλεπε, εκεί που εκείνη, πρόθυμη στα ξελογιάσματα της ηλικίας της δεν έβλεπε τίποτα.
Το θύμα 17, ο φονιάς 22. Ρομά, Ελληνικής καταγωγής το θύμα, Πακιστανικής καταγωγής ο φονιάς. Σύντομα θα μάθουμε. Και τι να μάθουμε δηλαδή. Αυτό που ήδη ξέρουμε. Ότι αυτή τη φορά ο φονιάς, προέρχεται από μια χώρα στην οποία τα κορίτσια δεν κυκλοφορούν μόνα τους στο δρόμο. Συνοδεύονται πάντα, από τον αδερφό, τον ξάδερφο, τον πατέρα, τον γαμπρό, όποιο συγγενικό εύκαιρο αρσενικό διατίθεται δηλαδή. Αλλά όχι μόνα.
Βλέπω στις φλουταρισμένες φωτογραφίες που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ότι το αρσενικό φονιάς φοράει σκουλαρίκι στο αυτί. Μπορεί να θέλησε, ή να προσπάθησε να πάει μακρύτερα από εκείνο το σημείο που του έδειξαν. Από το σημείο όπου τη γυναίκα την παίρνεις εκπαιδευμένη από τα γενοσφάσκια της για να είναι κτήμα σου, υπόδουλη στις ορέξεις και τις παραξενιές σου, αμπαρωμένη σε τέσσερεις τοίχους να σου γεννάει παιδιά και κόρες, μουγκή, κουφή και πρόθυμη. Προφανώς, μπόρεσε να το πάει μέχρι το προοδευτικό σκουλαρίκι στο αυτί.
Ο λόγος του πατέρα, μια εντολή αφανισμού, σφηνωμένος εκεί, όπου κανονικά θα έπρεπε να είναι η αγάπη, κι ο ίδιος είναι γιος του πατέρα πρώτ’ απ’ όλα κι ύστερα όλα τα άλλα. Η μάνα του κοριτσιού που δούλευε σε τυροπιτάδικο, με ‘κείνη την οξυδέρκεια που έχουν μόνο οι μανάδες, το ήξερε. Ή προφανώς το έμαθε, εκεί στις μικρές κοινότητες των Ρομά, πριν ξεγλιστρήσει παραέξω, βάρδια στο τυροπιτάδικο, την ώρα που η κόρη της, με κείνη την ευπιστία που έχουν μόνο οι μικρές, με κείνη την άρνηση της πραγματικότητας, που γράφτηκε πολύ πριν τον Φρόυντ αλλά μεταφράστηκε από αυτόν, προσπαθούν να ξαναγράψουν τον κόσμο, με όρους απόλυτης άγνοιας, πληρώνοντας τελικά με τη ζωή τους.