Την πρώτη φορά που κατάλαβα πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το τσιγάρο για κάποιον, ήταν το 2008. Ήμασταν στο Λονδίνο με τη Μητέρα και καθώς φυσικά δεν επιτρεπόταν το κάπνισμα μέσα στα εστιατόρια, τρώγαμε στα τραπεζάκια έξω. Φλεβάρη μήνα. Νόμιζα οτι τα δάχτυλα μου θα μείνουν κολλημένα στα μαχαιροπίρουνα για πάντα από τον παγετό. Δε μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς όμως: της Μητέρας τής ήταν αδύνατο να φάει, να υπάρξει και να ευχαριστηθεί το ο,τιδήποτε χωρίς πρόσβαση σε τσιγάρο. Μερικές μέρες μετά, στο αεροδρόμιο του Gatwick όπου χρειάστηκε να περάσει ώρες άκαπνη και στο τέλος έφερνε λίγο στο Negan από το Walking Dead, υποσχέθηκα να την πηγαίνω ταξίδια μόνο σε χώρες που οι άνθρωποι καπνίζουν ακόμα “κανονικά”. (Δεν είχα άλλη επιλογή, στο Gatwick είμαστε πιθανότατα σεσημασμένες.)
Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε σε σπίτια με γονείς καπνιστές. Με άπειρα τασάκια, στρατηγικά τοποθετημένα σε κάθε δωμάτιο και με τη μυρωδιά του καπνού πλέον τόσο συνυφασμένη με τον αέρα στο σπίτι που καταλαβαίναμε τη διαφορά μόνο όταν ανοίγαμε κανένα παράθυρο και εισπνέαμε καθαρό καυσαέριο της πόλης. Με βόλτες στο ψιλικατζίδικο να αγοράσουμε τα “τσιγάρα του μπαμπά” και τον ψιλικατζή να μας τα δίνει σα να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Με ταινίες και σειρές στην TV όπου οι κουλ ηθοποιοί κάπνιζαν και τα σπασικλάκια όχι. Κι αργότερα, με μια νυχτερινή ζωή (και μια ερωτική ζωή) που όχι μόνο υποστήριζε τη συνήθεια του καπνίσματος, αλλά το έκανε μέρος της εμπειρίας.
Η δική μου σχέση με το τσιγάρο ήταν όπως η σχέση μου με τα περισσότερα πράγματα: κάπως λοξή. Κάπνιζα από τα 15 μου, αλλά όχι συστηματικά. Μπορούσα να καπνίσω ένα πακέτο σε μια μέρα και μετά να μην ξανακαπνίσω για μήνες. (Η Μητέρα τότε έλεγε πως αυτό συμβαίνει γιατί καπνίζω σαν τη Βουγιουκλάκη, κινηματογραφικά, χωρίς να “κατεβάζω” τον καπνό.) Την τελευταία φορά που κάπνισα ήταν στα 25 μου μετά την ταινία Last Song, όπου ο μπαμπάς της Miley Cyrus πεθαίνει από καρκίνο και όλο το σινεμά έκλαιγε με λυγμούς γύρω μου. Εγώ πάλι δεν έκλαψα, αλλά βγήκα ψύχραιμα έξω, αγόρασα ένα Gaulloise μπλε και το κάπνισα όλο προς τιμήν του δικού μου μπαμπά (που είχε πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα, καπνιστής γαρ). Μετά μ’ έπιασε το στομάχι μου, είναι βαριά τσιγάρα τα Gaulloise μπλε. Κι αποφάσισα ότι μάλλον είναι καλύτερα να πνίγω τα προβλήματα μου στο αλκοόλ αντί στο τσιγάρο. (Το να πάω σ’ ένα ψυχολόγο θα μου έπαιρνε καμιά πενταετία ακόμα να το εξετάσω ως εναλλακτική.)
Αλλά αυτό δεν είναι ένα άρθρο για τα οικογενειακά μου δράματα. Και σίγουρα δεν είναι ένα άρθρο-ωδή στο τσιγάρο: δεν συμφωνώ με το κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους. Ούτε καν με το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους αν ζεις με ανθρώπους που δεν είναι καπνιστές (ιδίως παιδιά). Απλά πιστεύω οτι είναι σημαντικό ν’ αναγνωρίσουμε πόσο συνυφασμένο είναι το κάπνισμα με τον ψυχισμό του νεοέλληνα και πόση ουσιαστική, αργή και δύσκολη δουλειά θα χρειαστεί για να αλλάξει αυτός ο ψυχισμός. Οι φρικιαστικές εικόνες στο πακέτο πχ, με το τί θα σου συμβεί να συνεχίσεις να καπνίζεις, είναι μεν στάνταρ πρακτική παγκοσμίως αλλά οι πιθανότητες να πείσουν έναν ενεργό καπνιστή να μην αγοράσει το πακέτο που ήθελε, είναι ελάχιστες.
Αν το σκεφτείς, είναι λογικό ο νέος αντικαπνιστικός νόμος να ξεσηκώσει αντιδράσεις. Όταν απαγορεύεις κάτι βαθιά συνυφασμένο με την ψυχολογική και κοινωνική ταυτότητα κάποιου, αυτός ο κάποιος θα νιώσει πως απειλείται — και θα νιώσει την ανάγκη να “επαναστατήσει” και να κοροϊδέψει το σύστημα. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο Βασίλη Καρρά να λέει στους θαμώνες του “καπνίστε, καπνίστε, περάσανε πριν να μας ελέγξουν δε θα ξανάρθουν”.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο νόμος δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Η χώρα μας είναι η 4η στον κόσμο στην εμφάνιση νέων περιστατικών καρκίνου του πνεύμονα, το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, do the math. Σημαίνει απλά ότι δεν πρέπει να μείνουμε στο νόμο: πρέπει να χτίσουμε μια νέα, smoke-free κουλτούρα που να ξεκινάει από το σχολείο και να συνεχίζεται στα media που καταναλώνουμε και στα μέρη που συχνάζουμε μεγαλώνοντας. Να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει πως ναι, γίνεται να περάσεις καλά με τους φίλους σου χωρίς τσιγάρο. Όπως και με την meat-free κουλτούρα, θα πάρει καιρό — αλλά είναι διαδικασίες απαραίτητες για το καλό το δικό μας, των γύρω μας και του περιβάλλοντος.
Στις Σκανδιναβικές χώρες που ζω τα τελευταία χρόνια, οι διαφημίσεις προϊόντων καπνού έχουν απαγορευτεί από το 2004, το κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους από το 2005. Οι Σκανδιναβοί που δεν έχουν καταφέρει να πουν όχι στη νικοτίνη (περίπου το 11% του πληθυσμού) χρησιμοποιούν φανατικά snus: μικρά φακελάκια τομπάκο που τοποθετούν μέσα στο πάνω χείλος, που τους δίνουν το hit νικοτίνης και τη γεύση του καπνού χωρίς τις βλαβερές συνέπειες στους γύρω τους (και με λιγότερες βλαβερές συνέπειες για τους ίδιους, καθώς το snus δεν έχει τόσα χημικά). Δεν ξέρω αν αυτό το προϊόν θα μπορούσε να βοηθήσει τους Έλληνες καπνιστές να κάνουν πιο ομαλά τη μετάβαση. Ξέρω όμως οτι καμία ουσιαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να έρθει “τιμωρητικά”. Όσο για τις καταγγελίες στο 1142, που βάζουν τους πολίτες (αντί για το κράτος) στο ρόλο του εφαρμοστή των νόμων, ένα έχω να πω: λειτουργούν προς το παρόν γιατί ποντάρουν σε μια άλλη, βλαβερή συνήθεια του νεοέλληνα. Αυτή που κατά βάθος θέλει να “ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”.