Αν το παιδί μου στεκόταν αναποφάσιστο ανάμεσα στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, εγώ θα του σύστηνα το δεύτερο. Δεν έχει να κάνει με την αξία του συγγραφέα, αλλά με το γεγονός ότι ακόμα και τον κόσμο του παρελθόντος τον κατανοείς καλύτερα όσο πιο καλά κατέχεις τον κόσμο του παρόντος κι ας μας λένε ότι πάει αντίστροφα. Ξεκινάς από το γνωστό, και το παρελθόν σε σταθεροποιεί. Επιπλέον έχει να κάνει με τα κίνητρα, καθότι τα κίνητρα του συγγραφέα είναι εξίσου σημαντικά με τα κίνητρα του νομοθέτη, επειδή και στη μια και στην άλλη περίπτωση η καινούρια κατασκευή έχει στη βάση της την ηθική του ίδιου αλλά και την ηθική της εποχής του.
Ο Τρούμαν Καπότε μεταβαίνει στο νότο της Αμερικής για να καλύψει για την εφημερίδα ένα αληθινό γεγονός, τη δολοφονία μιας συνηθισμένης τετραμελούς οικογένειας, μια συνηθισμένη νύχτα, σε μια συνηθισμένη ήσυχη επαρχία. Τότε δεν συνέβαιναν τέτοια εγκλήματα, επειδή τότε βρισκόταν στα σπάργανα το μοντέλο ζωής που, τελειοποιημένο πλέον, παράγει σωρηδόν τέτοια εγκλήματα και τέτοιους εγκληματίες. Στην εποχή της χαρακτηρίστηκε ανθρωποκτονία χωρίς φανερό κίνητρο -μια μελέτη στην αποδιοργάνωση της προσωπικότητας. Κι αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο, τα παρακάτω είναι πιο κατανοητά.
Ακόμα και τον κόσμο του παρελθόντος τον κατανοείς καλύτερα όσο πιο καλά κατέχεις τον κόσμο του παρόντος κι ας μας λένε ότι πάει αντίστροφα.
Μετά από έρευνες συνελήφθησαν οι φονιάδες. Ήταν δυο λευκοί άντρες (είχε σημασία τότε αυτό στην Αμερική), στο ιστορικό των οποίων υπήρχε υπερβολική γονεϊκή βία. Επιπλέον υπήρχε στην παιδική τους ηλικία παρατεταμένη αποστέρηση του ενός ή των δύο γονιών και χαοτική οικογενειακή ζωή. Είχαν ρηχά συναισθήματα, και αυτά δεν είχαν να κάνουν μόνο με τους άλλους, αλλά και με την ίδια τους τη μοίρα, δεν διαμαρτύρονταν υπερβολικά γι’ αυτήν. Παρότι το αρχικό κίνητρο για να μπουν στο ξένο σπίτι ήταν τα λεφτά, δολοφονούν όλα τα μέλη της οικογένειας χωρίς να είναι προσχεδιασμένο, και στη συνέχεια, ακόμα και πολύ καιρό μετά, δε νιώθουν ενοχή απέναντι στα θύματά τους. Η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος δεν επιθυμεί τίποτα, δεν διαμαρτύρεται, ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη θανατική του καταδίκη, δεν έχει ενοχή ούτε τύψη, δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή ούτε καν τη δική του, και το θέμα με αυτό το βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν σε αφήνει αυτούς τους φονιάδες να τους μισήσεις ολόψυχα, τουλάχιστον τον ένα από αυτούς, επειδή «…τα ποδαράκια του» μπροστά στον ανακριτή, μικρόσωμος και νέος όπως ήταν, «δεν αγγίζουν καλά καλά το δάπεδο».
Η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος δεν επιθυμεί τίποτα, δεν διαμαρτύρεται, ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη θανατική του καταδίκη, δεν έχει ενοχή ούτε τύψη, δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή ούτε καν τη δική του
«Πάντα τον φοβόμουν» λέει η μητέρα του, «μπορεί να δείχνει τόσο καλόκαρδος και συμπαθητικός. Ευγενικός. Κλαίει τόσο εύκολα. Μερικές φορές η μουσική τον αναστατώνει και όταν ήταν μικρός έκλαιγε γιατί το ηλιοβασίλεμα του φαινόταν όμορφο». «Με ξυλοφόρτωναν κάθε φορά που γυρνούσα την πλάτη» λέει αυτός. «Μεγάλωσε χωρίς καθοδήγηση, χωρίς αγάπη, χωρίς καν να του δοθεί κάποια στέρεη αίσθηση των ηθικών αξιών» λέει ο ψυχίατρος στη δίκη. Αυτό ήταν το κίνητρο του Τρούμαν Καπότε. Το κίνητρο ήταν το υπόβαθρο, οικογενειακό και κοινωνικό, που γέννησε αυτούς τους εγκληματίες.
Αντίθετα ο Ντοστογιέφσκι, ο οποίος ζει σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου ξεσπάει η Οκτωβριανή Επανάσταση και όπου ο ρωσικός σοσιαλισμός ασχολείται με το ερώτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός, καταλήγει να αντιμετωπίζει την επαναστατικότητα με κριτήρια μεταφυσικά και θρησκευτικά, επειδή δεν θέλει να πιστέψει (ούτε να αφήσει εμάς να πιστεύουμε) ότι το κακό εξοντώνει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο. Στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός, ο Ντοστογιέφσκι καταφάσκει, γι’ αυτό και ο δικός του δολοφόνος στο «Έγκλημα και Τιμωρία» μετά την πράξη του συναισθάνεται το μέγεθος του εγκλήματος.
Στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός, ο Ντοστογιέφσκι καταφάσκει, γι’ αυτό και ο δικός του δολοφόνος στο «Έγκλημα και Τιμωρία» μετά την πράξη του συναισθάνεται το μέγεθος του εγκλήματος.
Ο Ντοστογιέφσκι πιστεύει ότι μέσω της εσωτερικής καταστροφής το κακό μπορεί να μεταμορφωθεί σε καλό, και δεν μας στερεί την ελπίδα. Ο δικός του δολοφόνος μετανοεί, σπαράζει για την ανθρώπινη φύση, συναισθάνεται τα ανθρώπινα δεινά, αποκηρύσσει την πράξη του. Αν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, δεν θα ήταν δολοφόνος. Κατά κάποιον τρόπο μοιάζει να έχει τη μοίρα του στα χέρια του, η μοίρα του μοιάζει σαν αποτέλεσμα διανοητικής και ψυχικής διεργασίας, της οποίας όμως είναι κύριος. Αντίθετα, οι δολοφόνοι του Τρούμαν Καπότε παρουσιάζονται σα να μην είναι κύριοι της μοίρας τους. Προκειμένου εκείνοι να μη διαπράξουν το έγκλημά τους, δεν αρκεί να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, πρέπει να αλλάξουμε κάθε τι που αφορά τη γονεϊκή τους σχέση και την οικογενειακή τους κατάσταση, καθώς και την κατάσταση στην πολιτική και την κοινωνία. Το έγκλημα στο «Εν Ψυχρώ» είναι δημιούργημα εντελώς ανθρώπινων διεργασιών και παρότι εδώ τον Θεό κανείς δεν τον έχει εξορίσει, καθώς η Αμερική έχει περίσσιο πίστης στον Θεό, η ύπαρξή του δεν παίζει κανένα ρόλο και δεν αλλάζει τίποτα στην πορεία των ηρώων του.