Είσαι εικοσιτεσσάρων και βιάστηκες σε μια σουίτα πεντάστερου ξενοδοχείου. Και τολμάς να ανοίξεις το στόμα σου. Δεν είσαι αφελής. Ξέρεις ότι η λέξη σουίτα θα γαργαλήσει τα αντανακλαστικά της κοινωνίας που θέλει το θύμα «αρκούντως θύμα», κι εσύ εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζεις έτσι, επειδή «δεν είχες καμιά δουλειά να πας εκεί».
Όμως είσαι εικοσιτεσσάρων, είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, ερημωμένη μέσα σου, έχοντας θρηνήσει πρόσφατα το θάνατο δυο γονιών και του νεανικού δεσμού σου. Μια τέτοια ερήμωση θέλει την κόντρα της για να μη σε καταπιεί. (Στη θέση της θα είχα ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε πρόσκληση ακόμα και στον Άρη). Φοράς τα καλά σου, λοιπόν, και πας. Τα ωραία τα κολλητά και τα στενά που φοράτε εσείς τα καλλίγραμμα κορίτσια, και τακούνια και ωραίο χαμόγελο. Φαντεζί, για την περίσταση. Μια κοινωνική γνωριμία (ιδιοκτήτης της καφετέριας που συχνάζεις σε καλεί) σε ένα πάρτι. Εσύ δεν ξέρεις ότι πεινασμένοι άντρες σε περιμένουν εκεί.
Η λέξη σουίτα μπορεί να μη σε εντυπωσίασε, μπορεί και να σε εντυπωσίασε, τι σημασία έχει. Πας και πίνεις, ένα και δύο και τρία ποτά. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς κι ο κόσμος γιορτάζει, κι εσύ είσαι εικοσιτεσσάρων, κι οι δρόμοι όλοι μοιάζουν ανοιχτοί, ή μπορεί και κλειστοί για ένα κορίτσι με τέτοιο βάρος. Η επιμονή σου είναι αντίσταση. Ακόμα και η επιμονή σου να γλεντάς. Όμως αυτό δεν είναι γλέντι, συνειδητοποιείς κάποια στιγμή. Και αποφασίζεις να φύγεις. Κατεβαίνεις για να πάρεις το αυτοκίνητο, αφήνεις τις φίλες να φύγουν με ένα άλλο αυτοκίνητο (άλλωστε έχεις μάθει να τα βγάζεις πέρα μόνη σου). Και ξαφνικά δε νιώθεις καλά. Μπορεί να ευθύνεται το ποτό ή κάποια άλλη ουσία, οι τοξικολογικές θα δείξουν. Επιστρέφεις στον άνθρωπο εμπιστοσύνης (πάντα υπάρχει ένας τέτοιος), στον άνθρωπο που σε κάλεσε εκεί. Αυτόν που σε έβαλε στο στόμα του λύκου. Αυτόν που σου έστρωσε καλά-καλά το χαλί κάτω από τα πόδια σου και αμέσως μετά σου το τράβηξε, αφήνοντας τον κόσμο να σε αποκαλέσει βίζιτα. Το συνειδητοποιείς το επόμενο πρωί. Όταν πρέπει να διαλέξεις αν πρέπει να το βουλώσεις καταπίνοντας το βιασμό σου μαζί με το φόβο του «μ’ εμάς δεν μπορείς να τα βάλεις». Είναι άντρες, προνομιούχοι άντρες, είναι πολλοί και είσαι μία. Όμως δεν είσαι τόσο θύμα όσο νόμιζαν, ή όσο σε ήθελαν, ή όσο οφείλεις να είσαι αφού βιάστηκες μέσα σε μια σουίτα. Και παίρνεις την ευθύνη.
Μόνη σου, χωρίς τις πλάτες μιας οικογένειας (είμαι σίγουρη τρέμοντας). Χωρίς πρόσωπο στην αρχή, επειδή ντρέπεσαι. Ας μην ξεχνάμε πως είσαι το θύμα βιασμού σε μια σουίτα. Θα καγχάσουν, το ξέρεις. Η δικαιοσύνη άργησε να αντιδράσει. Αντέδρασαν όμως αυτόματα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σήκωσαν ανάστημα μέσα σ’ αυτά οι γυναίκες και πολλοί (προν τιμήν τους) άντρες. Σήκωσαν ανάστημα για σένα που δεν μπορούσες, σε προστάτεψαν και σου έδωσαν φωνή. Και πρόσωπο. Σου έδωσαν ξανά το πρόσωπό σου, το πρόσωπο μιας εικοσιτετράχρονης που έκανε το λάθος να εμπιστευθεί τον λάθος άνθρωπο, τα λάθος άτομα, στο λάθος μέρος. Που τελικά αν το δούμε χωρίς προκαταλήψεις, ήταν γελοιωδώς απλά ένα ακόμα μέρος, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς σε έναν κόσμο αδίστακτο και γελοίο, στον οποίο εσύ προσπαθείς να δώσεις νόημα. Συνέχισε. Το νόημα είναι εδώ, τα κατάφερες, κι ελπίζω να καταφέρεις να εμπιστευθείς ξανά.