Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Πασκάλ Μπρικνέρ «Ενας καλός γιος» υπάρχει ο ακόλουθος διάλογος ανάμεσα σε πατέρα και γιο, την ώρα που μπροστά τους περνάνε δυο κορίτσια, ντυμένα με κολλητά ρούχα. «Για δες αυτό τον τεράστιο πισινό! Μα πώς τολμάνε να κυκλοφορούν έτσι;» «Ξέρεις, μπαμπά, σε μερικούς άντρες αρέσουν οι χοντροί κώλοι. Είναι θέμα γούστου! Οι άνθρωποι είναι όμορφοι, μπαμπά. Η ασχήμια είναι στη δική σου ματιά». Και συνεχίζει γράφοντας: «Εκανα μια βουβή προσευχή. Να μην καταντήσω έτσι». Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2015. Σε μια χρονιά όπου στο δημόσιο διάλογο, ίσως κάποιοι άντρες ακόμα και γυναίκες θα μπορούσαν να εκφράσουν με λίγο πιο κομψό τρόπο τις απόψεις του πατέρα. Το 2023 είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει κομψός τρόπος για να εκφράσεις αυτή την άποψη.

Οι άντρες που εκφράζονται έτσι, πλέον όποτε το κάνουν τραυλίζουν, γνωρίζοντας ότι οι απόψεις τουςγ δεν έχουν κανένα κύρος στους καινούριους καιρούς. Οι καινούριοι καιροί χτίστηκαν πάνω σε γέφυρες. Ενα σωρό άνθρωποι άρχισαν να μετακινούνται, άλλοι λόγω ανάγκης, άλλοι λόγω επιλογής, κομίζοντας άπαντες, καινούριες εικόνες, καινούριες συνήθειες, κουλτούρες. Αυτό δεν είναι χωρίς σημασία, καθώς η έλλειψη ανεκτικότητας έχει παρατηρηθεί ότι έχει βιολογικές ρίζες, αφορά την αυτοσυντήρηση και στα ζώα εκδηλώνεται ως αίσθημα εδαφικότητας. Η αυτοσυντήρηση δεν δέχεται το διαφορετικό από το φόβο της εξαφάνισης της ταυτότητας που δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της. Μέσα σε ένα περιβάλλον λοιπόν όπου πολλές διαφορετικές ταυτότητες, θρησκευτικές, εθνικές, φυλετικές, διεμφυλικές, ανδρικές, γυναικείες που υπερασπίζονταν τον εαυτό τους και την επιβίωσή τους μία μόνο επιλογή υπήρχε: η αποδοχή.

Ετσι ξεκίνησε. Καθώς δεν είναι οι υψηλές διακηρύξεις αυτές που αλλάζουν τον κόσμο. Για την ακρίβεια, οι υψηλές διακηρύξεις αναγνωρίζουν σε αξία αυτό που πολύ καιρό πριν αναγνωρίστηκε από την ίδια την κοινωνία. Η Ελλάδα, την τελευταία εικοσαετία υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε φυλής και χρώματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όσοι γεννήθηκαν από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα να γνωρίσουν μια εντελώς διαφορετική πόλη από αυτήν των γονιών τους, να έρθουν σε επαφή με άλλα πρότυπα ομορφιάς, να ερωτευτούν ανθρώπους άλλης φυλής, να αφομοιώσουν την ανεκτικότητα όχι ως θεωρία, αλλά ως τρόπο ζωής. Κοντά σε όλους αυτούς, μέσα στο δεκτικό περιβάλλον που δημιούργησε η νέα γενιά, βρήκαν φωνή και ορατότητα άτομα που οι προηγούμενες γενιές τούς είχαν αφαιρέσει τη φωνή με βίαιο τρόπο. Ηταν οι διεμφυλικοί. Βοήθησε σε όλο αυτό και η ψηφιακή εποχή. Τα social media, το YouTube, το Ιnstagram όπου διεμφυλικά άτομα απέκτησαν ορατότητα, βρήκαν θέση μέσα σε έναν κόσμο που μέχρι τότε τους απέρριπτε και τη μοιράστηκαν με όλους τους άλλους που δεν είχαν.

Μέσα στο δεκτικό περιβάλλον που δημιούργησε η νέα γενιά, βρήκαν φωνή και ορατότητα άτομα που οι προηγούμενες γενιές τούς είχαν αφαιρέσει τη φωνή με βίαιο τρόπο. Ηταν οι διεμφυλικοί.

Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Περιθωριοποιημένοι ήταν και οι άνθρωποι που είχαν κάποια μορφή αναπηρίας. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, αποτελούσαν το στίγμα της οικογένειας. Το πρόβλημα πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες, η ζωή χωρίς ζωή, των ίδιων αλλά και των γονιών τους. Μέχρι που οι ίδιοι έγιναν παραολυμπιονίκες. Που οι γονείς τους έπαψαν να ντρέπονται. Που πολύ σωστά αντέτεινε μητέρα παιδιού με αναπηρία, «και τι διαφορά έχει ο γιος μου στη φροντίδα σε σχέση με έναν 45άρη που πάει τα ρούχα του στη μαμά του για να τα πλύνει;». Κι εκεί τα social media και πάλι βοήθησαν. Δημιουργήθηκαν μηχανισμοί στήριξης από τους πρωτοπόρους, αρθρώθηκε ένας καινούριος λόγος, καθόλου κακόμοιρος, επειδή οι ανάπηροι πλέον εκτός από παραολυμπιονίκες, είναι εργαζόμενοι, μπορούν να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια, να διασκεδάσουν και γενικά είναι σε μέσα σ’ όλα.

Αυτή η σάρωση του παλιού, το γεγονός ότι στην ψηφιακή εποχή με ένα κλικ μπορείς να βρεθείς σε έναν κύκλο με χιλιάδες άλλους που έχουν τις ίδιες απόψεις και προβληματισμούς με σένα, καταρρίφθηκαν και τα έμφυλα στερεότυπα. Οι προκαταλήψεις απέναντι στη μητρότητα. Το «η γυναίκα δεν ολοκληρώνεται δίχως παιδί» Το «οι άντρες δεν κλαίνε». Με τον ίδιο τρόπο καταρρίφθηκαν και τα στερεότυπα που αφορούν την εμφάνιση. «Το πώς φοράει σορτσάκι με τέτοιες μπουτάρες» πλέον αποτελεί χλευασμό αυτού που εκφράζει αυτή την άποψη και όχι του κοριτσιού με το σορτσάκι.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι καθολική. Υπάρχουν σκληροί πυρήνες που αντιστέκονται. Και δεν αφορούν μόνο την παλιά γενιά, που ξαφνιασμένη αναζητεί την ασφάλεια μέσα στο οικείο. Που υψώνει τη δική της φωνή, την οποία ιδεολογικοποιεί προκειμένου να της δώσει κύρος. Υπάρχουν και νέα παιδιά που αντιδρούν. Εχει αποδειχθεί πολλάκις ότι τα σχολικά θρανία δεν αποτελούν χώρους αδελφοσύνης. Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Τόσα χρόνια διαχωρισμού δεν καταργούνται χωρίς κοινωνικές εντάσεις. Από το «άντε να πλύνεις κάνα πιάτο» που εκτοξεύουν οργισμένοι άντρες οδηγοί σε γυναίκες οδηγούς, μέχρι το «οι Αλβανοί, (Πακιστανοί, εξωγήινοι) μας παίρνουν τις δουλειές» που ψελλίζουν όσοι ζορίζονται να τα βγάλουν πέρα, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Ωστόσο, ο σπόρος όχι μόνο μπήκε, αλλά έχει βλαστήσει. Το θέμα είναι το πώς θα το διαχειριστούμε από δω και πέρα, κοινωνικά, πολιτικά, εκπαιδευτικά. Το πώς θα το διαχειριστούμε μέσα στα σπίτια μας και έξω από αυτά. Ο καθένας και όλοι μαζί.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below