Δεν άντεξα καν να διαβάσω τις λεπτομέρειες του βασανισμού μέχρι θανάτου του Όλιβερ στην Αράχωβα και σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω πώς ακριβώς σκέφτεται ένας δολοφόνος. Όμως μελέτες Ψυχολογίας δείχνουν ότι το προφίλ ενός κακοποιητή ζώων είναι το ίδιο με εκείνο ενός κακοποιητή ανθρώπων. Ή όπως έχει σχολιάσει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Άννα Καλυμνιού, σε σχετικό άρθρο της Ελληνικής Φιλοζωικής Εταιρείας: «Το ψυχολογικό προφίλ κάποιου που βασανίζει ζώα μπορεί να είναι αντίστοιχο με το ψυχολογικό προφίλ του ανθρώπου που χτυπάει τη γυναίκα του ή κλειδώνει τα παιδιά του στο υπόγειο».
Φυσικά, η κακοποίηση ενός ζώου μέχρι θανάτου αποτελεί από μόνη της ένα αποτρόπαιο και τραγικό γεγονός – ακόμα και το νομικό σύστημα, που σε κάποιες περιπτώσεις ακολουθεί ασθμαίνοντας τις εξελίξεις στην κοινωνία, την αναγνωρίζει ως κακούργημα.
Αλλά ακόμα και αν για κάποιον η ζωή ενός ζώου μετράει λιγότερο από την ανθρώπινη, οφείλουμε να καταγγέλλουμε περιστατικά όπως η δολοφονία του χάσκι για να προστατεύσουμε τους αγαπημένους μας. Γιατί από τον άγριο βασανισμό ενός σκύλου μέχρι την κακοποίηση ενός παιδιού ή μιας γυναίκας, οποιουδήποτε πλάσματος ο βασανιστής αντιμετωπίζει ως πιο αδύναμο και ευάλωτο από εκείνον, είναι ένα τσιγάρο δρόμος.
Έστω και αν δεν συνυπολογίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αράχωβας – ενός (υπερ)τουριστικού, υποτίθεται κοσμικού προορισμού – που, υπό μία έννοια, μπορούν να λειτουργήσουν και ως μοχλός πίεσης στην τοπική κοινωνία στη μορφή του εμπάργκο, το άγραφο συμβόλαιο της σιωπής επικρατεί σε πολλές μικρές κοινότητες. Κάποια μέλη τους δεν απέχουν πάρα πολύ από τους ίδιους τους κακοποιητές – αντιμετωπίζουν τα ζώα σαν άψυχα εργαλεία, χωρίς να σέβονται τα στοιχειώδη δικαιώματά τους. Άλλα φοβούνται να μιλήσουν, για το κοινωνικό αλλά και οικονομικό κόστος που θα υποστούν αν καταγγείλουν τον δράστη ή έστω κάποιον που θεωρούν ύποπτο.
Έστω και αν δεν συνυπολογίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αράχωβας – ενός (υπερ)τουριστικού, υποτίθεται κοσμικού προορισμού – που, υπό μία έννοια, μπορούν να λειτουργήσουν και ως μοχλός πίεσης στην τοπική κοινωνία στη μορφή του εμπάργκο, το άγραφο συμβόλαιο της σιωπής επικρατεί σε πολλές μικρές κοινότητες.
Είναι γεγονός ότι όλοι όσοι έχουμε ζήσει σε μια μικρή κοινωνία, ίσως και σε μια αθηναϊκή γειτονιά, γνωρίζουμε πόσο εύκολο είναι κάποιος να γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα και να αφεθεί να αργοπεθαίνει απομονωμένος, ακόμα και αν η κατακριτέα, από γείτονές του, πράξη είναι για την υπόλοιπη Ελλάδα αξιέπαινη – όπως η καταγγελία της κακοποίησης ενός ζώου. Αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί την ομερτά που βασιλεύει ακόμα.
Γιατί δεν μπορεί ένα τόσο άγριο έγκλημα να πέρασε απαρατήρητο. Ή ακόμα και αν δεχόμασταν το πιο ακραίο σενάριο, να τελέστηκε αργά τη νύχτα, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας άλλος (ας πούμε, σε έναν απομακρυσμένο στάβλο όπου δεν ακούγονταν οι κραυγές του άτυχου ζώου), δεν μπορεί να μην υπήρξαν υποψίες για συγκεκριμένα πρόσωπα, ανεπισήμως σεσημασμένα για κακοποιητικές συμπεριφορές σε ζώα και/ή ανθρώπους, σε μια τόσο ολιγομελή κοινωνία (ο καταγεγραμμένος πληθυσμός της Αράχωβας είναι γύρω στα 2.000 άτομα και ο πραγματικός ίσως ακόμα μικρότερος).
Ακόμα και αν το έγκλημα τελέστηκε αργά τη νύχτα, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας άλλος (ας πούμε, σε έναν απομακρυσμένο στάβλο όπου δεν ακούγονταν οι κραυγές του άτυχου ζώου), δεν μπορεί να μην υπήρξαν υποψίες για συγκεκριμένα πρόσωπα, ανεπισήμως σεσημασμένα για κακοποιητικές συμπεριφορές σε ζώα και/ή ανθρώπους.
Και αν κάποιος φοβάται να μιλήσει, υπάρχει η επιλογή της ανώνυμης καταγγελίας. Αλλά, δυστυχώς, δεν πέφτουμε από τα σύννεφα που τουλάχιστον για την ώρα ο δράστης καλύπτεται από όλες τις πλευρές (ακόμα και κάμερες της περιοχής ξηλώθηκαν), όταν το βλέπουμε να συμβαίνει ακόμα και σε περιστατικά συστηματικής κακοποίησης γυναικών και παιδιών, μέχρι η τραγική κορύφωσή τους να τα φέρει, αναπόφευκτα, στην επιφάνεια.
*Το σκίτσο είναι από το A Little Shelter. Ακολουθεί η σχετική ανάρτηση:
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.