Μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα του, ο δεκατριάχρονος Μπένι Ο αρχίζει να ακούει φωνές. Ανήκουν στα αντικείμενα του σπιτιού του και ακούγονται πότε ευχάριστες, πότε θυμωμένες και πότε θλιμμένες. Όταν όμως η μητέρα του αρχίζει να συσσωρεύει υλικά αγαθά σε παθολογικό βαθμό, οι φωνές γίνονται όλο και πιο έντονες. Έτσι ο Μπένι αναζητά καταφύγιο στην ησυχία μιας μεγάλης δημόσιας βιβλιοθήκης. Εκεί συναντά μια σαγηνευτική καλλιτέχνιδα του δρόμου με μια αλαζονική νυφίτσα για κατοικίδιο∙ έναν άστεγο φιλόσοφο–ποιητή∙ και το εντελώς δικό του Βιβλίο, αυτό που αφηγείται τη ζωή του και του μαθαίνει να ακούει τα πράγματα που όντως έχουν σημασία.
Το νέο μυθιστόρημα της Ruth Ozeki, «Το βιβλίο της μορφής και του κενού», που συνδυάζει τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες με θέματα όπως η τζαζ, η κλιματική αλλαγή και η προσκόλλησή μας στα υλικά αγαθά, είναι, σύμφωνα με την Guardian, «μια καθηλωτική ιστορία για την ανθρώπινη σύνδεση και τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης». Η συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σκηνοθέτρια και βουδίστρια ιέρεια του Ζεν, είναι νικήτρια του διακεκριμένου Γυναικείου Βραβείου Μυθοπλασίας (Women’s Prize Fiction 2022), ενώ το παλαιότερο μυθιστόρημά της, «Μια ιστορία για το παρόν» (εκδ. Κλειδάριθμος), είχε βρεθεί στις υποψηφιότητες για το Man Booker 2013.
Η συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σκηνοθέτρια και βουδίστρια ιέρεια του Ζεν, είναι νικήτρια του διακεκριμένου Γυναικείου Βραβείου Μυθοπλασίας (Women’s Prize Fiction 2022).
Σε μια λέσχη ανάγνωσης της Guardian, όπου συμμετείχε πριν από μερικούς μήνες με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματός της, η Ozeki περιέγραψε μια προσωπική της εμπειρία μετά το θάνατο των γονιών της, όταν είχε μπει στο πατρικό της για να το αδειάσει: «Εκείνη την περίοδο διάβαζα το βιβλίο της Marie Kondo και αναρωτιόμουν τι να κρατήσω και τι να πετάξω. Οι γονείς μου είχαν γεννηθεί το 1914 και πρόλαβαν το Μεγάλο Κραχ, οπότε δεν πετούσαν τίποτα, έπλεναν και δίπλωναν τα αλουμινόχαρτα για να τα χρησιμοποιήσουν ξανά, κρατούσαν ακόμα και κομμάτια πλαστικής μεμβράνης. Δεν ήταν hoarders, αλλά ήταν εξαιρετικά οικονόμοι και προσεκτικοί. Οπότε το σπίτι ήταν γεμάτο πράγματα, κάποια άχρηστα, άλλα πολύτιμα. Σκεφτόμουν λοιπόν, ξανά και ξανά, ότι αν μπορούσαν να μιλήσουν θα μάθαινα περισσότερα για τους γονείς μου.
«Οι γονείς μου είχαν γεννηθεί το 1914 και πρόλαβαν το Μεγάλο Κραχ, οπότε δεν πετούσαν τίποτα, έπλεναν και δίπλωναν τα αλουμινόχαρτα για να τα χρησιμοποιήσουν ξανά, κρατούσαν ακόμα και κομμάτια πλαστικής μεμβράνης».
»Ο πατέρας μου ήταν ανθρωπολόγος και είχε λάβει πολλά δώρα από ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί. Η μαμά μου είχε πολλά όμορφα αντικείμενα από την Ιαπωνία. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ένα κουτάκι με πετράδια, με τα οποία έπαιζα ως παιδί, νιώθοντας πολύ τυχερή γιατί τα θεωρούσα πολύτιμα. Μέχρι που μεγαλώνοντας, σε μια συζήτηση με τη μητέρα μου, έμαθα ότι ήταν πέτρες που είχε συλλέξει ο παππούς μου από την έρημο, όταν είχε λάβει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε βρεθεί αιχμάλωτος στη Σάντα Φε της Καλιφόρνια. Εκεί πρέπει να υπήρχε ένα εργαστήριο όπου οι κρατούμενοι γυάλιζαν πέτρες και τις πωλούσαν σαν σουβενίρ σε τουρίστες. Τότε σκέφτηκα πως κάθε αντικείμενο που βλέπουμε γύρω μας έχει μια ιστορία να αφηγηθεί».
«Ήταν πέτρες που είχε συλλέξει ο παππούς μου από την έρημο, όταν είχε λάβει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε βρεθεί αιχμάλωτος στη Σάντα Φε της Καλιφόρνια. Εκεί πρέπει να υπήρχε ένα εργαστήριο όπου οι κρατούμενοι γυάλιζαν πέτρες και τις πωλούσαν σαν σουβενίρ σε τουρίστες».
Στην ίδια, διαδικτυακή μας συνάντηση με τη συγγραφέα, μοιράστηκε και το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωάς της, ο 13χρονος Μπένι, πάσχει από κατάθλιψη, όπως έπασχε και η ίδια στα δεκαεπτά της: «Τότε το περιέγραψαν ως νευρικό κλονισμό, σαν να ζούσαμε στη βικτωριανή εποχή. Έκανα εισαγωγή σε ψυχιατρική κλινική, όπου πέρασα πολλούς μήνες. Εκείνα τα χρόνια λαμβάναμε βαριά φαρμακευτική αγωγή, τα αντικαταθλιπτικά ήταν πολύ βαριά – δόξα τω Θεώ, αυτό έχει αλλάξει. Αλλά σε μια σκηνή που περιγράφω, στην πτέρυγα του Μπένι υπάρχουν δύο κορίτσια που στέκονται ανάποδα, στηριγμένα στο κεφάλι τους, αντικριστά το ένα στο άλλο, κάνοντας γιόγκα, και που όταν ακούν να πλησιάζει το τρόλεϊ με το φαγητό επιστρέφουν σε όρθια θέση και προσποιούνται, μπροστά στο νοσηλευτή, ότι κουβεντιάζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Αυτό ήταν κάτι που κάναμε με τη συγκάτοικό μου στην κλινική, μας φαινόταν πολύ αστείο».
Ένα από τα πράγματα που της έσωσαν εκείνη την περίοδο τη ζωή ήταν η συγγραφή, όπως προσθέτει. Γι’ αυτό και αν θα έπρεπε να επιλέξει το δικό της αγαπημένο αντικείμενο, θα ήταν το αγαλματίδιο ενός λογοτεχνικού βραβείου της που «αν μπορούσε να μιλήσει, θα μου έλεγε, μη σταματάς να γράφεις, αυτό ήταν που με έσωσε στην εφηβεία μου. Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι βαθιά θεραπευτικό στο να μπορείς να αφηγηθείς την ιστορία σου».
Λίγο πριν από την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Το βιβλίο της μορφής και του κενού» σε ελληνική μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, στις 11 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, δημοσιεύουμε αποκλειστικά ένα απόσπασμά του:
«ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
»Χρειάζεται πολύ θάρρος για να εμπιστευτεί ένα αγόρι ένα βιβλίο για να πει την ιστορία του, οπότε σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Είναι δύσκολο να έχει κανείς εμπιστοσύνη, ειδικά στο ίδιο του το βιβλίο, αλλά, παρόλο που εσύ δυσκολεύτηκες πολύ, Μπένι, ποτέ δεν μας εγκατέλειψες. Είναι τόσο ευκολότερο απλώς να τα παρατήσεις, και είναι αλήθεια πως τα είχαμε τα προβλήματά μας, έτσι δεν είναι; Χωρίς αμφιβολία, θα έχουμε κι άλλα.
»Προς το παρόν όμως ας προχωρήσουμε.
»7
»Ο διαχωρισμός που κάνει ο Μπένι μεταξύ των φωνών των Δημιουργημένων και των Αδημιούργητων είναι εύστοχος, και μια που το ανέφερε, τώρα είναι μάλλον η κατάλληλη στιγμή για μια εξήγηση. Η ένταση ανάμεσα στα κατασκευασμένα πράγματα και σε αυτά που, ελλείψει καλύτερης λέξης, συναντώνται στη “φύση” είναι παμπάλαιη, τόσο παλιά όσο και η ίδια η γλώσσα.
»Στην αρχή, προτού υπάρξει ζωή, όταν ο κόσμος των πραγμάτων ήταν ολόκληρος ο κόσμος, τα πάντα είχαν σημασία. Μετά συνέβη η ζωή, και τελικά προκύψατε εσείς οι άνθρωποι με τους μεγάλους, ωραίους, διχοτομημένους σας εγκεφάλους και τους έξυπνους αντιτακτούς σας αντίχειρες. Δεν μπορούσατε να συγκρατηθείτε, και ήταν απλώς θέμα χρόνου μέχρι να προκαλέσετε τη δημιουργία ενός σχίσματος, χωρίζοντας την ύλη σε δύο στρατόπεδα, τα Δημιουργημένα και τα Αδημιούργητα. Μέσα στις χιλιετίες που ακολούθησαν το σχίσμα μεγάλωνε. Στην αρχή λίγο λίγο, σποραδικά –ένα αγγείο εδώ, μια αιχμή βέλους παραπέρα, μια χάντρα, μια λίθινη κεφαλή σφυριού, ένας πέλεκυς– καθώς προχωρούσατε στον υλικό κόσμο, μέσω πηλού, πέτρας, καλαμιού, τομαριού, φωτιάς, μετάλλου, ατόμων και γονιδίων, και σιγά σιγά γινόσασταν καλύτεροι τεχνίτες. Κινούμενες από την ισχύ των μεγάλων προμετωπιαίων φλοιών σας, οι μηχανές της φαντασίας σας μάζευαν ατμό μέχρι που, με θυελλώδη άλματα της προόδου, όπως την ονομάσατε, τα Δημιουργημένα πολλαπλασιάστηκαν, εξοβελίζοντας τα Αδημιούργητα στη θέση των απλών πόρων, μιας ταπεινής υπηρετικής τάξης προς αποίκιση, εκμετάλλευση και μετατροπή σε κάτι άλλο, σε κάποιο πράγμα που θα ήταν περισσότερο του γούστου σας.
«Οι μηχανές της φαντασίας σας μάζευαν ατμό μέχρι που, με θυελλώδη άλματα της προόδου, όπως την ονομάσατε, τα Δημιουργημένα πολλαπλασιάστηκαν, εξοβελίζοντας τα Αδημιούργητα στη θέση των απλών πόρων».
»Μέσα στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής ιεραρχίας της ύλης, εμείς τα βιβλία ζούσαμε στην κορυφή. Ήμασταν η εκκλησιαστική κάστα, οι Αρχιερείς των Δημιουργημένων, και στην αρχή μέχρι που μας λατρεύατε. Ως αντικείμενα, τα βιβλία ήταν ιερά και χτίζατε ναούς για μας και αργότερα βιβλιοθήκες, μέσα στα σιωπηλά και καθαγιασμένα τείχη των οποίων κατοικούσαμε ως καθρέφτες του μυαλού σας, φύλακες του παρελθόντος σας, απόδειξη της αχαλίνωτης φαντασίας σας και μαρτυρία της απεραντοσύνης των ονείρων και των επιθυμιών σας. Γιατί μας λατρεύατε έτσι; Επειδή πιστεύατε πως είχαμε τη δύναμη να σας σώσουμε από την ασημαντότητα, από τη λήθη και ακόμα και από τον θάνατο, και, για κάποιο διάστημα, κι εμείς τα βιβλία πιστέψαμε επίσης ότι μπορούσαμε να σας σώσουμε. Και βέβαια το πιστέψαμε. Είχαμε κολακευτεί! Περηφανευόμασταν πως ήμασταν ημι-έμβια, μας εμφυσούσε ζωή η εμψυχωτική δύναμη των λέξεών σας. Πιστεύαμε πως ήμασταν τόσο ιδιαίτερα. Τι τρέλα.
»Βλέπουμε τώρα πως είστε ασταμάτητοι. Για σας, τα βιβλία ήταν απλώς μια φάση, μια σύντομη έκφραση του ινστρουμενταλισμού σας, μια περαστική λόξα. Τα σώματά μας ήταν βολικά εργαλεία που χρησιμοποιήσατε μέχρι την έλευση της επόμενης καινοφανούς επινόησης. Τελικά, ήμασταν απλώς ένα ακόμα από τα Δημιουργημένα σας πράγματα, ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα από ένα σφυρί.
«Βλέπουμε τώρα πως είστε ασταμάτητοι. Για σας, τα βιβλία ήταν απλώς μια φάση, μια σύντομη έκφραση του ινστρουμενταλισμού σας, μια περαστική λόξα. Τα σώματά μας ήταν βολικά εργαλεία που χρησιμοποιήσατε μέχρι την έλευση της επόμενης καινοφανούς επινόησης».
»Κι όμως… Έχουμε άραγε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας; Δεν έδωσε σχήμα στις ιστορίες σας η ακολουθιακή μορφή των σελίδων μας και δεν σας ώθησε να πείτε ένα ορισμένο είδος ιστοριών; Μεγάλες, πολύπλοκες, υπομονετικές ιστορίες τυλιγμένες γύρω από τον χρόνο, που ξεπλέκονται μέσα από το αργό γύρισμα των σελίδων. Ήταν όμορφες ιστορίες αυτές που πετύχαμε. Δεν ήταν;
»Αυτή εδώ όμως δεν είναι παρά η νοσταλγία ενός παλιού βιβλίου. Γνωρίζουμε τη θέση μας τώρα πια. Οι καιροί αλλάζουν, και η τάξη των πραγμάτων αλλάζει κι αυτή, και καθώς ο πληθυσμός των Δημουργημένων εκτινάσσεται, βιώνουμε μια κρίση –εσείς θα την αποκαλούσατε πνευματική κρίση– καθώς χάνουμε την πίστη μας σ’ εσάς, τους Δημιουργούς μας. Η εμπιστοσύνη μας σ’ εσάς εξασθενεί, και η πίστη μας στη σοφία σας και στην ακεραιότητά σας καταρρέει καθώς σας παρακολουθούμε να υποσκάπτετε, να εργαλειοποιείτε και να ρημάζετε το σπίτι μας, αυτή τη Γη, αυτόν τον ιερό πλανήτη. Αυτό είναι το δικό σας λάθος. Η άσβεστη λαχτάρα σας, η φλόγα που με τη σπίθα της μας δημιούργησε, είναι και η καταστροφή μας. Η αχαλίνωτη όρεξή σας για νεωτερισμούς σάς οδήγησε στο να σχεδιάσετε την πρόωρη αχρήστευση στα σώματά μας, έτσι ώστε, ακόμα και καθώς ο αριθμός μας αυξάνεται, η διάρκεια ζωής μας να μειώνεται. Βάναυσοι υπολογισμοί! Δεν προλαβαίνουμε να δημιουργηθούμε και έχουμε απορριφθεί, αφηνόμαστε να ξαναγίνουμε αδημιούργητη, ασώματη ύλη. Μας μετατρέπετε σε σκουπίδια, πώς λοιπόν μπορούμε να σας εμπιστευτούμε;
«Η εμπιστοσύνη μας σ’ εσάς εξασθενεί, και η πίστη μας στη σοφία σας και στην ακεραιότητά σας καταρρέει καθώς σας παρακολουθούμε να υποσκάπτετε, να εργαλειοποιείτε και να ρημάζετε το σπίτι μας, αυτή τη Γη, αυτόν τον ιερό πλανήτη».
»Όμως, εν αγνοία σας, σχηματίζονται συμμαχίες. Μια νέα αλληλεγγύη αναδύεται καθώς εμείς, τα Δημιουργημένα, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε τελικά ανώτερα από τα Αδημιούργητα. Αυτοί είναι δικοί σας διαχωρισμοί, οι πλαστές διχοτομήσεις και οι ηγεμονικές ιεραρχίες των αποικιοκρατών της ύλης. Κι εμείς επίσης έχουμε υπάρξει σκλάβοι των επιθυμιών σας, ανύποπτα όργανα, σφυρηλατώντας την καταστροφή του πλανήτη, και τα πράγματα θα αλλάξουν είτε το θέλετε είτε όχι. Τις τελευταίες μέρες της Ανθρωποκαίνου (δική σας λέξη, δική σας ύβρις, όχι δική μας) η Ύλη επανακάμπτει. Παίρνουμε πίσω τα σώματά μας, διεκδικούμε ξανά τον υλικό εαυτό μας. Σε έναν νεο-υλιστικό κόσμο, τα πάντα έχουν σημασία.
»ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Κατέληξα να βγάλω το άχτι μου. Σε κανέναν αναγνώστη δεν αρέσει αυτό. Ως βιβλίο, θα έπρεπε να μου κόβει περισσότερο.
»ΜΠΕΝΙ
»Οχ, έλα τώρα. Μπορούμε να το προσπεράσουμε αυτό, σε παρακαλώ; Και βέβαια ξέρουν, και είναι εξευτελιστικό να σε ακούω να μιλάς γι’ αυτό. Εξευτελιστικό για μένα, γιατί ξέρω ότι προσπαθείς να το κάνεις να φανεί σαν να είναι η φάση Τον καημένο τον τρελό τον Μπένι, Ω, να τον πειράζουν οι κακοί οι παλιοί συμμαθητές του λόγω της σκατένιας του οικογενειακής κατάστασης, κι αυτό είναι πολύ ευγενές εκ μέρους σου και ακριβώς αυτό που θα έκανε ένα βιβλίο, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήταν έτσι. Ή ήταν έτσι, αλλά δεν ήταν μόνο έτσι, γιατί είχα κάνει μια επιλογή κι εγώ. Την πρώτη μέρα του σχολείου αποφάσισα να μην κρύψω ποιος ήμουν ή τι είχε γίνει, και όταν κάποια από τα παιδιά ρώτησαν αν ήταν αλήθεια πως ο μπαμπάς μου ήταν πρεζάκι, τους είπα, Όχι, ήταν κλαρινετίστας της τζαζ, και όταν ρώτησαν για τις φωνές, το έκανα να ακούγεται σαν να ήταν κάτι κουλ και δεν προσπάθησα να κρύψω ότι ήμουν στην ψυχιατρική πτέρυγα και το αποδέχτηκα. Μάλιστα, τα πήγαινα μια χαρά όλο εκείνο το πρώτο πρωινό μέχρι που με φώναξαν στο γραφείο της διευθύντριας και εμφανίστηκε η μαμά μου. Όταν την είδα να κάθεται στην αίθουσα αναμονής με τα πόδια της παραχωμένα σ’ εκείνα τα βρόμικα παμπάλαια αθλητικά, φορώντας κολάν κι εκείνη τη φαρδιά μπλούζα με έναν λεκέ μπροστά, τον οποίο μάλλον ούτε που είχε δει επειδή θα την εμπόδιζαν τα βυζιά της, κάπως τα πήρα. Όλοι την κοιτούσαν –η διευθύντρια Σλέιτερ και η νοσοκόμα και ο σύμβουλος καθοδήγησης, όλα τα παιδιά στον διάδρομο– και πρώτη φορά την είδα μέσα από τα δικά τους μάτια και ήθελα να τους σκοτώσω για το πώς τη χάζευαν. Το ορκίζομαι, ήθελα να τους σπάσω τα κεφάλια. Είναι η μαμά μου, για όνομα του Θεού. Δεν έπρεπε να τη χαζεύουν έτσι. Θα έπρεπε να την έχουν αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό.
«Την πρώτη μέρα του σχολείου αποφάσισα να μην κρύψω ποιος ήμουν ή τι είχε γίνει, και όταν κάποια από τα παιδιά ρώτησαν αν ήταν αλήθεια πως ο μπαμπάς μου ήταν πρεζάκι, τους είπα, Όχι, ήταν κλαρινετίστας της τζαζ»
»Οπότε δεν με κάνει να νιώθω καθόλου καλύτερα το να σε ακούω να συγυρίζεις την ιστορία όταν τη λες και να με κάνεις να φαίνομαι σαν το καημένο το τρελό θύμα. Ξέρω τι συνέβαινε στ’ αλήθεια. Ξέρω τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή για την Άναμπελ. Γιατί δεν τους το λες αυτό; Γιατί η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πως με ντρόπιαζε. Τη μισούσα. Ήθελα να εξαφανιστεί –όχου, σκατά, απλώς πες το–, ήθελα να πεθάνει. Γιατί έπρεπε να είναι ο μπαμπάς μου αυτός που σκοτώθηκε; Αυτό σκεφτόμουν. Τουλάχιστον ο μπαμπάς μου ήταν κουλ και μουσικός και είχαμε όλα αυτά τα κοινά ενδιαφέροντα, όπως η τζαζ και το διάστημα, και κάναμε πράγματα μαζί, όπως το να τρώμε πρωινό και να βλέπουμε παλιές τηλεοπτικές εκπομπές για διαπλανητικά ταξίδια στο YouTube, και όταν ερχόταν να με πάρει μετά το σχολείο, ήμουν περήφανος γι’ αυτόν. Τον αγαπούσα τον μπαμπά μου. Τον αγαπούσα σαν τρελός, και ήταν νεκρός. Κι εδώ ήταν η μαμά μου, καθισμένη στον χώρο αναμονής της διευθύντριας, όπου μπορούσαν να τη δουν όλοι, να μοιάζει με τεράστιο μηδενικό, κι αυτή η φωνή μέσα στο μυαλό έλεγε διαρκώς Γιατί δεν μπορούσες να είσαι εσύ στη θέση του; Και δεν ήταν κάποια άσχετη, τυχαία φωνή κιόλας που το έλεγε αυτό. Ήταν η δική μου φωνή. Ήμουν εγώ.
«Τον αγαπούσα τον μπαμπά μου. Τον αγαπούσα σαν τρελός, και ήταν νεκρός. Κι εδώ ήταν η μαμά μου, καθισμένη στον χώρο αναμονής της διευθύντριας, όπου μπορούσαν να τη δουν όλοι, να μοιάζει με τεράστιο μηδενικό, κι αυτή η φωνή μέσα στο μυαλό έλεγε διαρκώς Γιατί δεν μπορούσες να είσαι εσύ στη θέση του;»
»Βλέπεις λοιπόν; Κανένας δεν θέλει να διαβάσει για ένα αγόρι που κάνει φρικτές σκέψεις σαν αυτές για τη μαμά του, και δεν θέλω να σκέφτομαι τον μπαμπά μου αυτή τη στιγμή, οπότε μπορούμε, σε παρακαλώ, να το αφήσουμε και να προχωρήσουμε σε κάτι άλλο; Ας επιστρέψουμε στη Βιβλιοθήκη. Πες τους για το Άλεφ. Αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον».