Με αφορμή την επανεκλογή του Donald Trump το The Atlantic θέτει, σε νέο άρθρο του, ένα ερώτημα που απασχολεί και την Ευρώπη: Γιατί οι νέοι φαίνεται να στρέφονται όχι απλά στη Δεξιά αλλά σε μεγάλο ποσοστό ακόμα και στην Ακροδεξιά;
Το παγκόσμιο αυτό φαινόμενο, που αποκαλείται στα γερμανικά Rechtsruck, μπορεί, όπως σχολιάζει ο αρθρογράφος και συγγραφέας Derek Thompson, να συνδέεται με τον μακροχρόνιο πληθωρισμό σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό κύμα των τελευταίων χρόνων, στο οποίο βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι ακροδεξιές ομάδες να στρατολογήσουν νέους οπαδούς.
Ο Thompson, ωστόσο, εστιάζει σε έναν μάλλον λιγότερο προφανή παράγοντα: την πανδημία. Στην αρχή, την άνοιξη του 2020, η παγκόσμια υγειονομική κρίση έδινε την εντύπωση ότι θα λειτουργούσε ενωτικά – εμπνέοντας μια συλλογική ευγνωμοσύνη προς τους επαγγελματίες της υγείας ή για την προστατευτική δράση των εμβολίων.
Όμως οι πολιτικές επιστήμες, προσθέτει, δείχνουν ότι συχνά συμβαίνει το αντίθετο: «Μια διακρατική ανάλυση από το Systemic Risk Center του London School of Economics διαπίστωσε ότι όσοι βιώνουν κάποια επιδημία στις ηλικίες μεταξύ των 18 και των 25 ετών έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην επιστημονική και πολιτική ηγεσία. Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης μπορεί να παραταθεί για δεκαετίες, εν μέρει επειδή η πολιτική ιδεολογία ενός ανθρώπου τείνει να παγιώνεται γύρω στα είκοσι χρόνια του».
«Μια διακρατική ανάλυση από το Systemic Risk Center του London School of Economics διαπίστωσε ότι όσοι βιώνουν κάποια επιδημία στις ηλικίες μεταξύ των 18 και των 25 ετών έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στην επιστημονική και πολιτική ηγεσία».
Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, στη διάρκεια της COVID περιορίστηκαν οι κοινωνικές επαφές ακόμα και των νέων ανθρώπων στον φυσικό κόσμο και πολλαπλασιάστηκαν οι αλληλεπιδράσεις τους στον διαδικτυακό. Ειδικά στα social media, τα οποία, σύμφωνα με τον Νορβηγό ερευνητή Ruben B. Mathisen, «δημιουργούν ξεχωριστές σφαίρες για άντρες και γυναίκες», ευνοώντας έτσι τη διάδοση αντιφεμινιστικών και σεξιστικών ιδεολογιών. Παρόλο που η μελέτη του Mathisen εστιάζει στον Βορρά, ο ίδιος επισήμανε ότι βασίζεται σε μια ευρύτερη βιβλιογραφία, που δείχνει ότι «η ιδεολογική απόσταση ανάμεσα σε νέους άντρες και γυναίκες έχει μεγαλώσει σε πολλές χώρες».
Τα social media, σύμφωνα με τον Νορβηγό ερευνητή Ruben B. Mathisen, «δημιουργούν ξεχωριστές σφαίρες για άντρες και γυναίκες», ευνοώντας έτσι τη διάδοση αντιφεμινιστικών και σεξιστικών ιδεολογιών.
Στους νέους που μπορεί να νιώθουν προδομένοι από τις σύγχρονες συνθήκες και από όσους θεωρούν υπεύθυνους γι’ αυτές (όχι μόνο τους πολιτικούς αλλά και τους επιστήμονες) στοχεύουν, όπως έχει γράψει και μια άλλη αρθρογράφος του The Atlantic, η Anne Applebaum, «πολλά αναδυόμενα ευρωπαϊκά λαϊκίστικα κόμματα, που ανακατεύουν τον σκεπτικισμό απέναντι στα εμβόλια, τον μυστικισμό της “λαϊκής μαγείας” και τη βαθιά έχθρα κατά των μεταναστών. Οι γκουρού γίνονται πολιτικοί και οι μαρκετίστες πολιτικοί βρίσκονται μέσα στη σφαίρα του αποκρυφισμού».
Όπως καταλήγει ο Thompson στο άρθρο του: «Οι νέες ιδεολογίες είναι δύσκολο να περιγραφούν και ακόμα δυσκολότερο να τους δώσεις ένα όνομα. Αλλά σε λίγα χρόνια η γενιά που συνηθίσαμε να αποκαλούμε Γενιά Ζ μπορεί να μας αποκαλύψει ότι έχει και μια υποομάδα: τη Γενιά C, που επηρεάστηκε από την COVID και τώρα είναι αξιοσημείωτα συντηρητική. Για αυτή τη μικρο-γενιά των νέων ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρη τη Δύση, τα social media λειτούργησαν σαν ένα σταυροδρόμι όπου μπλέχτηκαν διαφορετικές τάσεις: η φθίνουσα εμπιστοσύνη στις πολιτικές και επιστημονικές αρχές, ο θυμός για τις υπερβολές του φεμινισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης και μια προτίμηση σε δεξιές πολιτικές».