Ας αφήσουμε για λίγο τους βασιλιάδες που διαπράττουν τη θανάσιμη ύβρι της αιμομιξίας, τις μάχες όπου θα δίναμε το βασίλειό μας για ένα άλογο, τους Βυσσινόκηπους και τους Ταρτούφους και τις Πανούκλες, όλες αυτές τις συγκλονιστικές ιστορίες που ούτως ή άλλως έχουν κατακτήσει την αθανασία και μια αμετακίνητη θέση στην καρδιά μας, και ας δώσουμε μια ευκαιρία σε χαρακτήρες όπως εμείς και σε αφηγήσεις σε αθηναϊκά διαμερίσματα, σε σταθμούς μετρό, σε μεσογειακά κτήματα με αιωνόβιες ελιές. Ας κάνουμε την εναλλαγή από τη δοκιμασμένη ποιότητα του διαχρονικού στην οικειότητα ενός σύγχρονου ελληνικού έργου με δικές μας αναφορές. Πίσω από την μπαναλιτέ της καθημερινότητας θα ανακαλύψουμε μικρούς ή μεγαλύτερους θεατρικούς θησαυρούς.
Αυτό έκανε η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, που (και) για το νέο της σκηνοθετικό εγχείρημα δεν ακολούθησε την πεπατημένη του κλασικού ρεπερτορίου αλλά τόλμησε να εξερευνήσει τις δυναμικές ενός νεοελληνικού έργου, του «Backpack», του βραβευμένου δημοσιογράφου Σπύρου Δ. Μιχαλόπουλου στο Θέατρο 104 – αν και η επιτυχία, στον ίδιο χώρο, του προηγούμενου έργου του, «Σεξ Λεξικόν – Η επιστήμη του Έρωτα», αποτελούσε σίγουρα καλό οιωνό. Τ0 αποτέλεσμα είναι να παρακολουθούμε επί σκηνής, και στο τέλος να χειροκροτούμε με συγκίνηση, τη Φαίη Ξυλά και τον Χρήστο Σπανό που ερμηνεύουν εξαιρετικά δύο μέχρι πρότινος εντελώς άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, τους οποίους ένα τραγικό γεγονός στο μετρό ενώνει και φέρνει αρκετά κοντά ώστε να μοιραστούν τις ιστορίες τους, τα τραύματα του παρελθόντος, αλλά και τη λαχτάρα τους να συνεχίσουν τη ζωή τους με όποιον τρόπο μπορούν, τις προσδοκίες τους για το μέλλον.
«Το μετρό μού ασκεί μια γοητεία, γιατί είναι ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται για πολύ λίγο άνθρωποι από διαφορετικά μέρη, μπορεί να κοιταχτούν για μια στιγμή στα μάτια και να χαθούν μετά. Είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμικών στιγμών – στη δική μας ιστορία βέβαια δεν είναι το σκηνικό αλλά η αφορμή για να την αφηγηθούμε» λέει η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στο Marie Claire ένα βράδυ Δευτέρας στην αυλή του Θεάτρου 104, από εκείνες τις αθηναϊκές οάσεις που όσες φορές κι αν επισκεφτείς η ψυχή σου πάντα θα αγαλλιάζει σαν να είναι η πρώτη.
«Το μετρό μού ασκεί μια γοητεία, γιατί είναι ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται για πολύ λίγο άνθρωποι από διαφορετικά μέρη, μπορεί να κοιταχτούν για μια στιγμή στα μάτια και να χαθούν μετά. Είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμικών στιγμών»
«Νομίζω ότι τα νεοελληνικά έργα -δηλαδή σύγχρονα έργα νέων Ελλήνων συγγραφέων, που μιλούν για την εποχή μας- δεν έχουν βρει ακόμα τη θέση που τους αξίζει στο θέατρο», προσθέτει. «Πιστεύω ότι υπάρχει και μια προσκόλληση στο κλασικό ρεπορτόριο. Υπάρχουν όμως και νέες ομάδες που κάνουν καινούρια πράγματα, δηλαδή από τους νέους βλέπεις ένα άνοιγμα προς το καινούριο κι αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο. Είναι μια ευκαιρία σε αυτά τα θέατρα να δίνεται βήμα στους νέους Έλληνες συγγραφείς, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δοκιμαστούν, να πειραματιστούν, να διορθωθούν».
Μαζί με αυτούς δοκιμάζει και η ίδια τον εαυτό της στη σκηνοθεσία, για τρίτη φορά με το «Backpack», ένα ταξίδι που ξεκίνησε πρόσφατα για την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους: «Εδώ και αρκετά χρόνια ήθελα να σκηνοθετήσω αλλά δεν “καθόταν” η σωστή στιγμή μέσα μου και νομίζω ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο στη σκηνοθεσία είναι που βλέπω τη δουλειά μου και από την άλλη πλευρά, από ένα άλλο πρίσμα, και με αυτό τον τρόπο ανοίγει περισσότερο η οπτική γωνία μου, μπορώ να καταλάβω πολύ περισσότερα για εμένα, για την υποκριτική και γενικά για το θέατρο».
Καταρχάς βέβαια μάς είχε συστηθεί ως ηθοποιός και μάλιστα μέσα από μια τηλεοπτική σειρά με τεράστια απήχηση, τους «Ψιθύρους καρδιάς». Αλλά παρόλο που ήρθε αντιμέτωπη με την αναγνωρισιμότητα μόλις στα 23 χρόνια της, συνέχισε να πατά γερά και με τα δυο της πόδια στο έδαφος. Συναντώντας τη σήμερα, συνειδητοποιείς ότι η ομορφιά της δεν πηγάζει μόνο από τα αρμονικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της αλλά και από μια αβίαστη ευγένεια και απλότητα. «Δεν διαχειρίστηκα την αναγνωρισιμότητα και την επιτυχία από τους “Ψιθύρους καρδιάς”, απλά μετά το τέλος τους έκανα μια παύση, απομακρύνθηκα. Αυτό με βοήθησε να τα δω λίγο πιο καθαρά, άρχισα σιγά σιγά να αναγνωρίζω, να καταλαβαίνω κάποια πράγματα».
Από τότε έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες και μαζί με την ίδια έχει εξελιχθεί και η ελληνική τηλεόραση: «Η τηλεόραση ήταν πάντα ένα βήμα πίσω από τις αλλαγές των εποχών, αλλά τώρα φαίνεται σαν να παίρνει μπρος, να συμβαδίζει με την εποχή, να μπορεί να ακουμπήσει και πιο σύγχρονα θέματα. Αναφέρομαι πάντα στη μυθοπλασία», υποστηρίζει και προσθέτει: «Έχω μια αίσθηση ότι σιγά σιγά θα γίνει και διεθνώς ανταγωνιστική. Το θέμα ήταν περισσότερο τεχνικό, δηλαδή να γίνει λίγο πιο προσεγμένη σε εικόνα και σε ήχο, γιατί και σκηνοθέτες έχουμε καλούς και ηθοποιούς. Και να της δοθεί λίγο περισσότερος χρόνος, γιατί όταν μια τηλεοπτική σειρά τρέχει να προλάβει το χρόνο δεν μπορείς να εστιάσεις στην αισθητική – κι αυτό διορθώνεται σιγά σιγά. Διορθώνονται και τα σενάρια, γίνονται πιο ρεαλιστικά ώς ένα βαθμό. Είμαστε, νομίζω, σε καλύτερο δρόμο από πριν».
«Η τηλεόραση ήταν πάντα ένα βήμα πίσω από τις αλλαγές των εποχών, αλλά τώρα φαίνεται σαν να παίρνει μπρος, να συμβαδίζει με την εποχή, να μπορεί να ακουμπήσει και πιο σύγχρονα θέματα»
Όταν πρόκειται να μιλήσει για την προσωπική ζωή της επιλέγει τα λόγια της ακόμα πιο προσεκτικά, μοιράζεται μόνο ό,τι μπορεί να έχει ουσιαστικό θετικό αντίκτυπο, τα πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού δεν την αφορούν, την υπερέκθεση την αποφεύγει. Σε πρόσφατη, για παράδειγμα, τηλεοπτική συνέντευξή της είπε ότι δεν τρώει κρέας εδώ και πολλά χρόνια. «Όταν σταμάτησα να τρώω κρέας, πριν από τριάντα περίπου χρόνια, πήγαινες σε ένα μαγαζί και έλεγες: “Επειδή δεν τρώω κρέας, μήπως έχετε…” και σου απαντούσαν: “Και τι τρως;!”. Έχουμε κάνει άλματα, ευτυχώς. Πολύς κόσμος έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν πια πολλές επιλογές, μπορείς να μην τρως κρέας κάθε μέρα. Σιγά σιγά καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι καλό για την υγεία μας αλλά και ότι δεν μπορούμε να καταπατάμε τόσο πολύ το περιβάλλον, δεν μας ανήκουν όλα.
Όταν σταμάτησα να τρώω κρέας, πριν από τριάντα περίπου χρόνια, πήγαινες σε ένα μαγαζί και έλεγες: “Επειδή δεν τρώω κρέας, μήπως έχετε…” και σου απαντούσαν: “Και τι τρως;!”. Έχουμε κάνει άλματα, ευτυχώς»
»Ζωικά προϊόντα καταναλώνω πλέον λίγα, γάλα δεν πίνουμε ούτε εγώ ούτε τα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά είναι δική τους επιλογή το τι θα καταναλώσουν, δεν θέλω να επηρεάσω κανέναν. Ο μικρός μου γιος έχει πάψει κι αυτός να τρώει κρέας, αλλά ο μεγάλος τρώει».
Η αγάπη της για τα ζώα εκφράζεται με συνέπεια και σε άλλες πτυχές της ζωής της – όπως στους σκύλους που είναι μέλη της οικογένειάς της. «Είχαμε και μια γριούλα σκυλίτσα, που μας άφησε κοντά 18 χρονών. Έζησε ωραία και έφυγε ωραία, μεγάλη σε ηλικία, το πένθος ήταν διαφορετικό από εκείνο που έχω ζήσει με ζώο νέο, με καρκίνο.
»Τώρα έχουμε δύο σκύλους, ο ένας είναι δύο χρονών και η άλλη οκτώ. Πολλές φορές επικρατεί μια τρέλα στο σπίτι. Τα ζώα όμως φέρνουν και μια χαρά και μια αγάπη και μια ανιδιοτέλεια, όλα τα καλά στοιχεία, ξεπλένουν την τοξικότητα που κουβαλάμε οι άνθρωποι. Είναι μια εξισορροπητική δύναμη που θέλω πολύ να έχουμε στο σπίτι, και για τα παιδιά και για εμάς. Έχω μεγαλώσει με σκυλιά, πάντα είχα και πάντα θα ήθελα να έχω. Παρόλο που ξέρω ότι έρχεται κάποια στιγμή που τα αποχωρίζεσαι, που είναι μια διαδρομή η οποία ξέρεις πού θα πάει, δεν την αλλάζω. Αν μπορούσα να ζω κάπου πιο εξοχικά, θα είχα μια φάρμα με ζώα. Θα ήθελα να έχω άλογα, γουρουνάκια, κατσικάκια, αυτό θα ήταν το όνειρό μου. Αλλά το κέντρο της δουλειάς μας είναι η Αθήνα».
«Τα ζώα όμως φέρνουν και μια χαρά και μια αγάπη και μια ανιδιοτέλεια, όλα τα καλά στοιχεία, ξεπλένουν την τοξικότητα που κουβαλάμε οι άνθρωποι. Είναι μια εξισορροπητική δύναμη».
Ανατρέχοντας, πριν από τη συνάντησή μας, σε παλαιότερες συνεντεύξεις της έπεσα ξανά και ξανά σε ερωτήσεις αδιάκριτες και εξωφρενικά παρωχημένες, καθώς αντικατοπτρίζουν στερεότυπα τα οποία θα έπρεπε να έχουμε ξεφορτωθεί προ πολλού. Και δεν είναι η μοναδική γυναίκα που έρχεται αντιμέτωπη με αυτές – φαντάζομαι ότι πέρα από το φύλο της παίζει ρόλο και το γεγονός ότι είναι παντρεμένη με έναν επίσης αναγνωρίσιμο άντρα, τον Φάνη Μουρατίδη.
-Αναρωτιέμαι αν συνεχίζουν να σε ρωτούν αν σε «βοηθάει» ο Φάνης με τα παιδιά.
«Με ρωτούσαν μέχρι πρόσφατα. Έχω ακούσει και άλλες γυναίκες να διαμαρτύρονται όταν τους κάνουν αυτή την ερώτηση, ευτυχώς. Δεν είναι ερώτηση αυτή, αν “βοηθάει” ο πατέρας του παιδιού, λες και είναι ξένος. Είμαστε δύο συνέταιροι στην ίδια μπίζνα. Πρέπει να είμαστε ίσοι, δεν “βοηθάει” κανείς, είναι η δουλειά μας αυτή. Βλέπω επίσης να ρωτούν παντρεμένες γυναίκες πότε θα κάνουν παιδιά, την οποία ερώτηση θεωρώ απαράδεκτη, δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Είναι δικό τους θέμα, δεν αφορά κανέναν άλλο. Είναι ένα κεφάλαιο προς κατανάλωση για τα μέσα, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Θα έπρεπε να μη γίνονται τόσο προσωπικές ερωτήσεις. Στο εξωτερικό δεν είναι έτσι, δεν σε ρωτούν, για παράδειγμα, αν θα βαφτίσεις τα παιδιά σου. Εδώ έχουμε ακόμα λίγο τη θεματολογία της πλατείας του χωριού.
»Ελπίζω πάντως να τελειώσουν αυτά. Γιατί φέρνουν ανθρώπους σε δύσκολη θέση, δημιουργούν στρες. Βάζουν και τον συνεντευξιαζόμενο και τον αναγνώστη σε μια διαδικασία σύγκρισης».
Info
Την επόμενη σεζόν θα δούμε την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, μαζί με την Κάτια Δανδουλάκη, στο έργο «Διάλεξε το θάνατό σου αγάπη μου» του Ρομπέρ Τομά, σε μια διασκευή των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.