Το 1700 o Γερμανός Johann Friedrich Botticher ανακάλυψε τη διαδικασία της παρασκευής πορσελάνης – ασιατικό θησαυρό, επτασφράγιστο μυστικό μέχρι τότε για την Ευρώπη, σύμφωνα με ένα ιστολόγιο αφιερωμένο στις κούκλες αντίκες (quintessentialantiquedolls.wordpress.com). Ήταν θέμα χρόνου να ιδρυθούν δεκάδες εργοστάσια στη Γηραιά Ήπειρο, πολλά από αυτά στην πατρίδα του Botticher. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα το κόστος παραγωγής της πορσελάνης είχε πέσει αρκετά ώστε να πάψει πλέον να θεωρείται είδος πολυτελείας και να είναι προσβάσιμη από ένα ευρύτερο κοινό.
Στη Δρέσδη, ειδικά, η μακρά και δεξιοτεχνική παράδοση που αναπτύχθηκε στις πορσελάνινες κούκλες –όπου θολώνουν τα όρια ανάμεσα στο παιχνίδι, το διακοσμητικό αντικείμενο και το έργο τέχνης– τις συνέδεσε αναπόσπαστα με τη γερμανική πόλη. Οι λεγόμενες Dresden Dolls αναδείχθηκαν σε ορόσημό της και η άνθηση που γνώρισε η βιομηχανία μέχρι την περίοδο του Μεσοπολέμου άφησε ίχνη παντού, έως και στις μέρες μας: από τη μουσική κουλτούρα, όπου στις αρχές των 00s οι Amanda Palmer και Brian Viglione ονόμασαν The Dresden Dolls την μπάντα τους –που συνδυάζει τα μιούζικαλ του Μπρεχτ με την πανκ– μέχρι την εικαστική σκηνή, φυσικά, στην οποία μεταξύ άλλων συναντάμε στη Δρέσδη ένα μουσείο πορσελάνης (Porzellansammlung). Μάλιστα η ιστορία της πορσελάνινης κούκλας έχει και μια αναπάντεχη σύνδεση με την Ελλάδα. Tα αντίγραφά της, οι λεγόμενες παριανές κούκλες, πήραν το όνομά τους από το υλικό τους, που θύμιζε στην όψη μάρμαρο της Πάρου.
«Οι πορσελάνινες κούκλες της Δρέσδης ήταν ένα πολύ σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν της Γερμανίας» επιβεβαιώνει η Αλεξία Μπεζίκη. Η συζήτησή μας για τη γερμανική βιομηχανική παράδοση έχει ως αφετηρία τον τίτλο της νέας ταινίας «Κούκλες της Δρέσδης», μιας ελληνογερμανικής συμπαραγωγής όπου η ηθοποιός συνυπογράφει με τον σκηνοθέτη, Αλέξη Τσάφα, το σενάριο, πρωταγωνιστεί και χορογραφεί, αξιοποιώντας έτσι σε μία παραγωγή τις σπουδές της στην υποκριτική, στο σωματικό θέατρο και στον σύγχρονο χορό.
Η Αλεξία υποδύεται τη Lophilia, μια εικαστικό που παραδίδει περφόρμανς εμπνευσμένες από τις κούκλες της Δρέσδης και ιδιαίτερα από το «σχεδόν μυσταγωγικό» όπως το χαρακτηρίζει η ηθοποιός, στάδιο της ζωγραφικής της πορσελάνης. Όμως η ταινία έχει ένα ακόμα σημείο επαφής με τη γερμανική πόλη. Εκεί, πριν από έναν περίπου αιώνα, όπως σημειώνει ο Αλέξης Τσάφας, «μια ομάδα ζωγράφων έβαλαν τα θεμέλια του Εξπρεσιονισμού. Οι νεαροί καλλιτέχνες της Δρέσδης, απαλλαγμένοι από ταμπού και προκαταλήψεις, αγωνίστηκαν μέσα από την τέχνη τους για την ελευθερία της έκφρασης στην τέχνη και τη ζωή. Στις μέρες μας τα φαντάσματα ακραία συντηρητικών αντιλήψεων σχετικά με την αυτοδιάθεση του σώματος και τη σεξουαλική έκφραση αναβιώνουν ανησυχητικά και επαναφέρουν στην επικαιρότητα τα αιτήματα των εξπρεσιονιστών της Δρέσδης». «Παρόλο που σήμερα υπάρχει φαινομενικά μεγαλύτερη ελευθερία του σώματος, τα τότε αιτήματα παραμένουν. Η συνομιλία των δύο εποχών ήταν πολύ σημαντική για εμάς» σχολιάζει η Αλεξία.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία της τυχαίας συνάντησης δύο γυναικών, της ελληνικής καταγωγής Lophilia και της Άννας (Χριστίνα Σωτηρίου), μιας αντισυμβατικής δημοσιογράφου από τη Θεσσαλονίκη, που θα εξελιχθεί σύντομα σε βαθιά ερωτική σχέση με την προοπτική δημιουργίας οικογένειας. Ωστόσο τα σχέδιά τους διακόπτει ο αιφνίδιος θάνατος της Lophilia. Η Άννα, γνωρίζοντας πόσο σημαντική ήταν για τη σύντροφό της η αποτέφρωση του σώματός της, αναζητά στη Δρέσδη τον πατέρα της για να πάρει τη συγκατάθεσή του.
Η Αλεξία υποδύεται τη Lophilia, μια εικαστικό που παραδίδει περφόρμανς εμπνευσμένες από τις κούκλες της Δρέσδης και ιδιαίτερα από το «σχεδόν μυσταγωγικό» όπως το χαρακτηρίζει η ηθοποιός, στάδιο της ζωγραφικής της πορσελάνης.
«Το σενάριο ξεκίνησε πριν από περίπου οκτώ χρόνια από μια ιδέα μου, η οποία παντρεύτηκε με την ιδέα του Αλέξη για τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές. Αλλά όταν πήρε τελική μορφή και πήγε να πάρει μπρος η ταινία, ήρθε ο κορονοϊός. Όταν τελικά ξαναβγήκε από το συρτάρι κάποια σημεία του είχαν παλιώσει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, και χρειάστηκε να ξαναγραφτούν. Πέρυσι έγιναν τα γυρίσματα – που κράτησαν έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη και ακόμα δέκα μέρες στη Γερμανία».
Για την Αλεξία ήταν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, αλλά απόλαυσε τη συνεργασία της με όλους τους συντελεστές, που έκαναν πιο εύκολες ακόμα και τις ερωτικές σκηνές της με τη Χριστίνα Σωτηρίου. «Μπορεί να μην έχουμε ακόμα intimacy coordinator αλλά ο Αλέξης ήταν πολύ φροντιστικός και οι σκηνές αυτές χορογραφήθηκαν πλήρως, για να έχουμε με τη Χριστίνα την άνεση του να ξέρουμε τι ακριβώς θα ακολουθούσε».
Από την εμπειρία σου, μετά το #metoo οι ερωτικές σκηνές προσεγγίζονται με μεγαλύτερη ευαισθησία – και στο ελληνικό θέατρο και στον κινηματογράφο;
«Πλέον αντιμετωπίζονται με φόβο –”ά, να μην κάνω αυτό για να μην κατηγορηθώ για κάτι”– που είναι λογικό, γιατί χρειαζόμαστε εκπαίδευση. Η ευαισθησία είχε κατακρεουργηθεί με την απόδοση χαρακτηριστικών στα φύλα: “Η γυναίκα είναι ευαίσθητη αλλά ο άντρας όχι”. Ελπίζω τώρα να αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι μόνο γυναικεία ποιότητα και να δοθεί αυτός ο χώρος, κυρίως στα παιδιά, γιατί οι ενήλικες τείνουμε να σκληραίνουμε μεγαλώνοντας και τα πράγματα που έχουμε μάθει δύσκολα ξεμαθαίνονται. Παλιά δεν υπήρχε καν φόβος, καθένας συμπεριφερόταν όπως ήθελε και χωρίς κυρώσεις. Τώρα έχουμε τον φόβο των συνεπειών αλλά ελπίζω στις επόμενες γενιές να κυριαρχήσει η έγνοια προς τον άλλον».
Ευτυχώς η ίδια δεν έχει νιώσει ποτέ να παραβιάζονται τα όριά της στον επαγγελματικό χώρο, αλλά αναγνωρίζει ότι «είναι σημαντικό που ήρθε στο φως το #metoo και μιλούν οι άνθρωποι, όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι άντρες. Ξέρω και πάρα πολλούς άντρες που έχουν παρενοχληθεί, όλοι είμαστε ευάλωτοι σε παραβιαστικές συμπεριφορές γιατί η βία δεν είναι μόνο σωματική, είναι και η συναισθηματική και λεκτική βία, που στην Ελλάδα παραμένει πολύ έντονη μέσα στα σπίτια και συγκαλύπτεται. Χρειαζόμαστε όλοι εκπαίδευση, κυρίως αυτοί που ασκούν τη βία, αλλά είμαι φύσει αισιόδοξη και θεωρώ ότι αυτό θα κατακτηθεί, όσο περισσότερο μιλάμε και θέλουμε να μαθαίνουμε και να βελτιωνόμαστε αυτά τα φαινόμενα θα εξαλείφονται και σίγουρα θα κυριαρχήσει η εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτή είναι η αισιόδοξη θέση μου».
«Χρειαζόμαστε όλοι εκπαίδευση, κυρίως αυτοί που ασκούν τη βία, αλλά είμαι φύσει αισιόδοξη και θεωρώ ότι αυτό θα κατακτηθεί, όσο περισσότερο μιλάμε και θέλουμε να μαθαίνουμε και να βελτιωνόμαστε αυτά τα φαινόμενα θα εξαλείφονται».
Η αισιοδοξία της Αλεξίας δεν είναι αβάσιμη. Ήδη από τότε που φυτεύτηκε το πρώτο σποράκι της ταινίας έχουν γίνει άλματα προόδου. «Όταν αρχίσαμε να γράφουμε το σενάριο κάποιοι βασικοί άξονες δεν επιτρέπονταν ακόμα, όπως η καύση των νεκρών, και τα ομόφυλα ζευγάρια δεν είχαν δικαίωμα ούτε καν να κάνουν σύμφωνο συμβίωσης, πόσο μάλλον να παντρευτούν και να κάνουν παιδί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία υπήρχε ήδη το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας και τώρα, που βγήκε στους κινηματογράφους, έχει ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών. Είμαστε πια στην επόμενη σελίδα της ιστορίας.
»Κάποια ζητήματα που διαπραγματευόμαστε έχουν λυθεί, σίγουρα όμως δεν έχει λυθεί το πώς οι άνθρωποι κάνουν τη διαδρομή προς τον πραγματικό εαυτό τους και επικοινωνούν μεταξύ τους. Για εμένα, η ταινία μιλάει κυρίως για την επικοινωνία με τον εαυτό και τον άλλο και για την ανάγκη να διαθέτουμε το σώμα μας όπως θέλουμε – είτε στον έρωτα είτε στην τέχνη είτε στην καύση. Όταν γράφαμε το σενάριο νιώσαμε ότι θέλαμε να μιλήσουμε μέσα από την ερωτική ιστορία δύο γυναικών αλλά δεν θεωρώ ότι έχει κουήρ θεματολογία – θα είχε την ίδια ισχύ αν ήταν η ιστορία ενός ετερόφυλου ζευγαριού».
Τοποθετώντας, ωστόσο, στο επίκεντρο της πλοκής της τον έρωτα δύο γυναικών, άγγιξε και για έναν ακόμα λόγο τις καρδιές κάποιων θεατών: Μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης –όπου μάλιστα βραβεύτηκε για τη μουσική της– «ήρθαν άνθρωποι πολύ νεαρής ηλικίας και μας είπαν, ευχαριστούμε, νιώθαμε ότι δεν είχαμε φωνή και χαιρόμαστε που μας αντιπροσωπεύετε».
Οι «Κούκλες της Δρέσδης» εκφράζουν, παράλληλα, μια νέα εποχή στον ελληνικό κινηματογράφο, όπου «φαίνεται να γίνεται μια επένδυση, και κρατικά και ιδιωτικά, σε πρωτοβουλίες. Από εκεί που στην ελληνική τέχνη έπεφτε το βάρος στο θέατρο, το βλέμμα άρχισε να στρέφεται και στον κινηματογράφο και δημιουργείται ένα γόνιμο έδαφος για προσπάθειες, το οποίο είναι πολύ σημαντικό για να δοκιμάζεται οποιοσδήποτε έχει νέες ιδέες χωρίς το άγχος της επιτυχίας με την πρώτη – “τώρα μού ήρθε η επιχορήγηση, τώρα βρήκα τον σκηνοθέτη, τον παραγωγό, τους ηθοποιούς, τώρα πρέπει να κάνω την καλή δουλειά”. Όταν υπάρχουν το δίχτυ ασφαλείας της οικονομικής ενίσχυσης και οι πλατφόρμες για να προβληθεί κάθε ταινία, μικρού, μεγάλου μήκους, ντοκιμαντέρ, θα έρθει ένα καλό κρασί που θα κρατήσεις για ένα ξεχωριστό γεύμα, θα έρθουν και πολλά ακόμα που θα είναι για να τα πιείς μια Κυριακή μεσημέρι, τέλεια κι αυτά».
«Όταν υπάρχουν το δίχτυ ασφαλείας της οικονομικής ενίσχυσης και οι πλατφόρμες για να προβληθεί οποιαδήποτε ταινία, θα έρθει ένα καλό κρασί που θα κρατήσεις για ένα ξεχωριστό γεύμα, θα έρθουν και πολλά ακόμα που θα είναι για να τα πιείς μια Κυριακή μεσημέρι, τέλεια κι αυτά».
Το όνομα της Αλεξίας γράφτηκε στην επόμενη σελίδα της ιστορίας όταν έγιναν, με τη σύντροφό της, το πρώτο ζευγάρι γυναικών που παντρεύτηκε στο Δημαρχείο Αθηνών, την ίδια μέρα με τον συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ. «Όλα ήταν τυχαία, απλά σπεύσαμε να αναγνωριστούμε και οι δύο ως γονείς της μικρής [έχουν μαζί ένα κοριτσάκι σχεδόν δύο μηνών] και πέσαμε πάνω σε αυτή την ιστορική στιγμή, ο γάμος μας έγινε συμβολικός και μια αφορμή για να μιλήσουμε ουσιαστικά για την ανάγκη όλων μας να μας βλέπουν όπως πραγματικά είμαστε οπότε να μπορέσει η κοινωνία να προχωρήσει ένα βηματάκι μπροστά».
«Αυτή την ανάγκη ελπίζω να προωθήσει και η ταινία, τουλάχιστον να δώσει τροφή για σκέψη» προσθέτει η ηθοποιός, που προτιμά να μιλάει μέσα από την τέχνη της, στην οποία επιθυμεί να επιστρέψει σύντομα μετά τον τοκετό, «γιατί αισθάνομαι ήδη την ανάγκη να μην είμαι μόνο μαμά, αυτή να είναι μία ιδιότητά μου αλλά να ισχύουν και οι άλλες όπως πριν, με όλο τον σεβασμό βέβαια προς τους ανθρώπους που θέλουν να απουσιάσουν περισσότερο από την εργασία τους».
Ελπίζω όλα τα ομόφυλα ζευγάρια, όπως η Αλεξία και η σύντροφός της, να έχουν δημιουργήσει τον δικό τους ασφαλή, υποστηρικτικό κύκλο, μέσα στον οποίο οι διακρίσεις και τα στερεότυπα ακούγονται σαν ένας μακρινός θόρυβος. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον στον καταμερισμό των εργασιών του σπιτιού και της φροντίδας της οικογένειας δεν ταλαιπωρούνται από έμφυλους διαχωρισμούς ανάμεσα σε «ανδρικές» και «γυναικείες» δουλειές.
«Πολλοί άντρες θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους αλλά δεν τους δίνεται από την εργασία τους, ίσως ούτε από τη μαμά, γιατί κι εμείς οι γυναίκες έχουμε κάνει λάθη στο τι αναλαμβάνουμε».
«Έχω και φίλους που νιώθουν ότι είναι σε μειονεκτική θέση γιατί δεν μπορούν να έχουν πιο ενεργό ρόλο ως μπαμπάδες» λέει η Αλεξία, αναδεικνύοντας ένα λιγότερο φωτισμένο πρόβλημα που προκύπτει από τα στερεότυπα. «Πολλοί άντρες θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους αλλά δεν τους δίνεται από την εργασία τους, ίσως ούτε από τη μαμά, γιατί κι εμείς οι γυναίκες έχουμε κάνει λάθη στο τι αναλαμβάνουμε, αν πιστεύουμε ότι όταν γινόμαστε μητέρες βρίσκουμε επιτέλους τον σκοπό μας στη ζωή. Δεν ισχύει το “αν θέλεις να γίνεις μανούλα, άντε να βοηθήσω κι εγώ”. Χρειάζεται και οι δύο να έχουν την ίδια επιθυμία για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και μετά να το μεγαλώσουν. Για να γίνει αυτό στην ελληνική κοινωνία έχουμε ακόμα πολύ χρόνο μπροστά μας, ακόμα αναλαμβάνουμε ρόλους που κάποτε εξυπηρετούσαν σε κάτι και πια δεν εξυπηρετούν ή δεν θα έπρεπε να εξυπηρετούν».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
Info
Οι «Κούκλες της Δρέσδης» προβάλλονται στους κινηματογράφους Μικρόκοσμος (Αθήνα) και Αθήναιον (Θεσσαλονίκη).
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Αλέξης Τσάφας. ΣΕΝΑΡΙΟ Αλεξία Μπεζίκη – Αλέξης Τσάφας. ΠΑΡΑΓΩΓΗ 2Κ ENTERTAINMENT. ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ Χριστίνα Σωτηρίου, Αλεξία Μπεζίκη. Δείτε περισσότερα εδώ.