Το τελευταίο κοκτέιλ που ήπια είχε καπνιστή γεύση, κάπως σαν τεκίλα ή μεζκάλ. Δε θυμάμαι ακριβώς τα συστατικά — έχουν περάσει άλλωστε 13 μήνες από τότε. Θυμάμαι όμως σα χθες τις φωνές των φίλων μου να με κοροϊδεύουν που ανησυχούσα πως θα χαθούμε. Θυμάμαι τους barmen του six d.o.g.s., στον κήπο του οποίου έχω περάσει το 80% των νυχτερινών (απογευματινών, μεσημεριανών) εξόδων μου στην Αθήνα, να μας κερνάνε σφηνάκια. Θυμάμαι να φτιάχνω βαλίτσες με hangover την επόμενη μέρα. Ίσως γι’ αυτό ξέχασα να πακετάρω πουλόβερ και πέρασα τον πρώτο μου Σκανδιναβικό χειμώνα φορώντας το πάπλωμα.
Όταν κάναμε φιλίες ζωής, πρώτα στο λύκειο και μετά εκεί γύρω στα 20, στο πανεπιστήμιο, στις πρώτες μας δουλειές ή στα πρώτα μας blogs, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει την οικονομική κρίση που θα ανάγκαζε από το 2010 και μετά τουλάχιστον 400.000 από εμάς να φύγουν στο εξωτερικό. Με άγνοια κινδύνου κι εμείς, δημιουργούσαμε τους δικούς μας μικρόκοσμους: με τα δικά μας inside jokes, με αναμνήσεις από ταξίδια και διακοπές, με ξενύχτια και ποτά και brunch και μαραθώνιους σειρών στον καναπέ και σχέδια για το μέλλον. Και μια μέρα, κοιτάξαμε γύρω μας και συνειδητοποιήσαμε ότι σιγά-σιγά, οι φίλοι μας είχαν αρχίσει να φεύγουν. Κάποιοι από μας, συνειδητοποιήσαμε ότι πρέπει να φύγουμε κι εμείς.
Η πρώτη καλή μου φίλη μετανάστευσε στο Λονδίνο το 2011. Ζευγάρι κολλητών φίλων πήγε στο Βερολίνο το 2013. Το δεξί μου χέρι στην εταιρεία cupcakes που είχα τότε και σανίδα σωτηρίας σε κάθε κρίση μέχρι και σήμερα, πήγε να κάνει το διδακτορικό του στη Γάνδη το 2014. Κανείς τους δε σκοπεύει να γυρίσει στην Ελλάδα (πέρα από διακοπές), και δεν τους αδικώ. Το 2017 που η καριέρα μου κατέρρευσε, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στη Νορβηγία. Ένα χρόνο μετά, σπουδάζοντας στη Σουηδία πλέον, ξέρω κι εγώ πως δε σκοπεύω να γυρίσω.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, το μόνο που με κρατούσε ζωντανή ήταν οι φίλοι μου. Κυριολεκτικά: μου έφερναν ταπεράκια με φαγητό όταν δεν είχα λεφτά και διάθεση για ζωή. Με έκαναν να γελάω, ακόμα και με τα χάλια μου. Με πήγαιναν σινεμά να πάρω τη δόση μου από σουπερήρωες, μου μιλούσαν για Μουρακάμι και μου κέρναγαν το μανικιούρ για να μου αρέσει έστω κάτι πάνω μου. Είναι τρομερά ειρωνικό πως τον τελευταίο χρόνο στο εξωτερικό η ποιότητα ζωής μου έχει βελτιωθεί δραστικά, αλλά δεν έχω πια τους φίλους μου να κάνουμε catch up πάνω από ένα κοκτέιλ ή μια ζεστή σοκολάτα. Με κρατούσαν ζωντανή στα χειρότερα μου, και τώρα δε μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα καλύτερα.
Όταν ήμασταν μικροί, είχε γίνει για λίγο μόδα να έχουμε φίλους δι’ αλληλογραφίας. Δεν κατάλαβα ποτέ το appeal — μέχρι τώρα. Γιατί μπορεί το Messenger, το Viber, το Twitter κι όλες οι άλλες πλατφόρμες να κρατούν μια γραμμή επικοινωνίας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ακόμα και τα skype calls που κάνουμε που και που, με τρεις διαφορετικές χώρες στη γραμμή και 5 γάτες συνολικά να παραλογίζονται από τους ήχους, δεν είναι το ίδιο. Από τότε που έφυγα, έχουν έρθει φίλοι να μ’ επισκεφτούν, κι έχω ταξιδέψει να επισκεφτώ φίλους — κι αυτό είναι κάπως το ίδιο, παρόλο που καλείσαι να συμπιέσεις τον κοινό σου μικρόκοσμο και να θυμηθείς όλα τα inside jokes σου μέσα σε 1-2 μέρες ή 1-2 ώρες. Αλλά αξίζει τον κόπο. Οι φιλίες εξ αποστάσεως είναι πολύτιμες — και για εμάς που φύγαμε και για εσάς που έχετε μείνει πίσω (ελπίζω). Πρέπει να μάθουμε να τις συντηρούμε, να επενδύουμε σε αυτές. Να κάνουμε πράγματα που παλιά θα μας φαίνονταν χαζά, όπως π.χ. να στείλουμε ένα γράμμα με τις σκέψεις μας που θα φτάσει κατευθείαν στην πόρτα του άλλου εφόσον δεν μπορούμε να φτάσουμε εμείς οι ίδιοι. Να μας γράφετε, όσο πιο συχνά μπορείτε.