“Το θαυματουργό κουτί, το λατρεύουν οι κουτοί. Στο κουτί κουτος κοιτά, κουταμάρες στη σειρά.” Δεν το λέω εγώ, ο Μορμόλης το λέει. Θυμάστε το ‘70s θεατρικό έργο από την Παιδική Σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου που αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο; Εγώ το θυμάμαι. Αφενός γιατί ο Μορμόλης περιγράφει με απίστευτη γλαφυρότητα το πως η τηλεόραση σκοτώνει την παιδική φαντασία. Αφετέρου γιατί ήταν ο μπαμπάς μου στο θίασο: το τραγούδι για την τηλεόραση, το τραγούδαγε εκείνος
Ως παιδί, στο σπίτι μας τα τηλεοπτικά προγράμματα χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτά που έπαιζαν καλοί ηθοποιοί (οι ίδιοι οι γονείς μου ή ηθοποιοί που ενέκριναν/θαύμαζαν)… και σε όλα τα υπόλοιπα. Το να έχει ένα πρόγραμμα καλούς ηθοποιούς ήταν πιο σημαντικό από το να είναι κατάλληλο για την ηλικία μου. Ευτυχώς ο μπαμπάς έκανε και μεταγλωττίσεις σε παιδικά προγράμματα της ΕΡΤ…
Το κουσούρι του να κρίνω τους ηθοποιούς/παρουσιαστές κι όχι την υπόθεση/το τί παρουσιάζουν δεν έπαψε να με ακολουθεί μεγαλώνοντας. Οκ, υπήρχαν ευτυχείς εξαιρέσεις: Δύο Ξένοι, Είσαι το Ταίρι μου, Σ’ αγαπώ Μ’ αγαπάς, Εγκλήματα, Στο Παρα Πέντε. Όμως σύντομα ήμουν αρκετά μεγάλη, κι εγώ και η τεχνολογία, για να μπορώ να κατεβάζω “ξένες” ταινίες και σειρές στο ίντερνετ. Κι όσο περισσότερη ξένη τηλεόραση έβλεπα τόσο τα ελληνικά προγράμματα μου φαίνονταν πιο άβολα. Οι ερμηνείες ήταν ξύλινες, ή τις είχες ξαναδεί κάπου — πόσες φορές μπορείς να δεις καλούς ηθοποιούς να παίζουν τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικές σειρές, Γιάννη Μπέζο; Τα σενάρια ήταν τραγικά, ή τα είχες ξαναδεί κάπου, ή και τα δύο, Χριστόφορε Παπακαλιάτη. Οι ελληνικές σειρές παρήκμαζαν αλλά αυτό πια δεν είχε σημασία: από το 2000 και μετά, οι περισσότεροι έβλεπαν ριάλιτι. Μέχρι και η μαμά μου. H ίδια γυναίκα που απαιτούσε να βλέπω μόνο ποιοτικά προγράμματα μεγαλώνοντας και απειλούσε να με αποκληρώσει αν δηλώσω συμμετοχή σε Fame Story, τώρα “ξεκουράζει το μυαλό της” με αυτά.
Από τότε που έφυγα απ’ το πατρικό μου δεν έχω τηλεόραση. Ως δημοσιογράφος στην Ελλάδα-λίγο-πριν-την-κρίση, δεν τη χρειαζόμουν. Ενημερωνόμουν για τα νέα τηλεοπτικά προγράμματα από τα ίδια τα κανάλια, πατούσα που και που το πόδι μου σε κανένα τηλεοπτικό πλατό (ίσα για να καταλάβω πως δεν πρέπει να το ξαναπατήσω) και κατέβαζα σειρές στο λάπτοπ. Όταν δεν είχα πια glamorous δουλειά και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, πάλι δεν τη χρειαζόμουν: ενημερωνόμουν για τις εξελίξεις κάθε Σάββατο, που πήγαινα για φαγητό στη μαμά. Έτσι ξέρω πως ο Δημήτρης (κάποιος Δημήτρης) έπρεπε να κερδίσει στο περσινό Master Chef κι οτι ο Ντάνος (ένας είναι ο Ντάνος) άξιζε τη νίκη στο Survivor.
Έτσι ξέρω επίσης πως τίποτα δε με τρομάζει περισσότερο από τα ριάλιτι. Δε βρίσκω αστείο το οτι η “Μέγκι ετών 25” δεν μπορεί να μιλήσει ελληνικά στο GNTM, όπως δεν έβρισκα αστεία τα tantrums την Άσπα Τσίνα στο Fame Story. Δεν καταλαβαίνω την έκρηξη της, αλλά ούτε και γιατί νιώθουμε την ανάγκη να απομονώσουμε τις πιο ετεροντροπιαστικές στιγμές των συνανθρώπων μας και να τις κάνουμε meme.
Φοβάμαι πως στην Ελλάδα-μετά-την-κρίση, η ανάγκη να δραπετεύσεις από την καθημερινότητα είναι σημαντικότερη από το να κριτικάρεις μια εκπομπή όπου 4 κριτές τρέφουν (και τρέφονται από) τις φοβίες και τις ανασφάλειες νεαρών κοριτσιών με χαμηλό δείκτη μάζας σώματος. Φοβάμαι πως η ελληνική TV έχει γίνει ένα ναρκοπέδιο (με το κλείσιμο του Mega μια από τις πιο πρόσφατες νάρκες) και αντί να το αποφεύγουμε, περιδιαβαίνουμε ανάμεσα στις νάρκες, γελώντας με τα κομμένα μέλη γύρω μας. Φοβάμαι πως ο μπαμπάς μου, ως “ο άνθρωπος της τηλεόρασης” στο Μορμόλη, είχε δίκιο: δεν έχει σημασία ποια εκπομπή, σημασία έχει να βλέπεις τηλεόραση.