Κι αν επέστρεφε, όντως, η Καρυάτιδα στην Ελλάδα; Ακόμα και αυτή η χαρμόσυνη είδηση διεθνούς εμβελείας μπορεί να συνοδευόταν από τραγελαφικά επεισόδια, όπως συμβαίνει ακόμα και μετά από μια κατά κοινή ομολογία θετική εξέλιξη (ένα πρόσφατο μόνο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό: τα εγκαίνια του Μετρό στη Θεσσαλονίκη).
Έτσι, το Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο του Αφιερώματος στο Νεοελληνικό Έργο, αποφάσισε να αναθέσει σε έναν κωμωδιογράφο να φανταστεί τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα τέτοιο σενάριο. Και μάλιστα σε έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους και κοσμαγάπητους, τον Γιώργο Καπουτζίδη, ο οποίος μάς προσκαλεί σε μια φανταστική συνέντευξη Τύπου, όπου «τρεμάμενα δημοσιογραφικά δάχτυλα αναμένουν να πατήσουν το record σε κάμερες. Λόγοι γραμμένοι στο χαρτί και λόγια “από καρδιάς” γίνονται πρόβα ξανά και ξανά· γιατί ακόμα και έμπειροι πολιτικοί έχουν τρακ σήμερα. Σήμερα είμαστε όλοι αδέρφια, σήμερα είμαστε όλοι ένα».
Είναι η πρώτη συνεργασία του Γιώργου Καπουτζίδη και με το Εθνικό και με την Κατερίνα Μαυρογεώργη, η οποία ανέλαβε τη σκηνοθεσία της νέας, πολυαναμενόμενης παράστασης που προέκυψε, με τίτλο «Η Καρυάτιδα!». Ηθοποιός και συγγραφέας επίσης, ξεχωρίζει με κάθε δουλειά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, σε οποιοδήποτε πόστο κι αν σηκώνει τα μανίκια: ενδεικτικά να αναφέρουμε τις «Λουόμενες», σε κείμενο και σκηνοθεσία της, με τα διαδοχικά sold-out και τις θερμές κριτικές, τη μικρού μήκους ταινία «Διάβαση», όπου συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου και τη σκηνοθεσία, η οποία απέσπασε τα βραβεία Σκηνογραφίας, Μουσικής και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Πανελλήνια Ένωσης Κριτικών στο Φεστιβάλ Δράμας το 2023, αλλά και την ερμηνεία της στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» του Ανέστη Αζά.
Γιατί το σενάριο της επιστροφής της Καρυάτιδας αποτελεί πρόσφορο έδαφος για κωμωδία;
«Κάποιοι θέλουν πολύ να γυρίσει το άγαλμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται τελικά δεν συνάδει με την αρχική επιθυμία τους. Άλλα λένε κι άλλα κάνουν, δηλαδή, να το πω κι απλά, μια αντίθεση που αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της κωμωδίας. Νομίζω ότι [αυτή η αντίθεση] είναι κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής ζωής. Υπάρχει μια υποκρισία, από τη στιγμή που όλα γίνονται με βάση το προσωπικό συμφέρον και όχι το καλό, ας πούμε, της τέχνης, του πολιτισμού, της ιστορικότητας ενός μνημείου και ενός τόπου».
Όπως προσθέτει η δημιουργός, το προσωπικό συμφέρον δεν είναι απλώς ένα από τα θέματα που θίγει η «Καρυάτιδα!» αλλά «κινητήριος μοχλός για να εκτυλιχθεί η ιστορία», αποφεύγοντας ωστόσο να επεκταθεί σε περισσότερες λεπτομέρειες-spoiler.
Πριν από την «Καρυάτιδα» δεν γνώριζε τον Γιώργο Καπουτζίδη προσωπικά, «τον ήξερα από την τηλεόραση, ήμουν φαν του “Πάρα Πέντε” και των “Σαββατογεννημένων”». Από τότε όμως που τούς έγινε η ανάθεση και εκείνος ξεκίνησε να γράφει το κείμενο, οι δυο τους είναι «σε έναν γόνιμο διάλογο».
Το χιούμορ ήταν ανάμεσα στους κοινούς κώδικες επικοινωνίας που βρήκαν. Χωρίς αυτό, η Κατερίνα δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να φανταστεί τη ζωή της – σε έναν δυστοπικό κόσμο, ας πούμε, όπου το χιούμορ θα απαγορευόταν διά νόμου, «θα σταματούσα να αναπνέω, θα πνιγόμουν». Παρόλο λοιπόν που βρέθηκε μπροστά στην πρόκληση να σκηνοθετήσει «έναν μεγαλύτερο αριθμητικά θίασο» από ό,τι είχε συνηθίσει, «δηλαδή είναι επτά τα πρόσωπα του έργου», όχι μόνο «βίωσα πολλά καινούργια και ενδιαφέροντα πράγματα» αλλά «επειδή έχουμε ωραία επικοινωνία, το κείμενο είναι πολύ αστείο και τα παιδιά πολύ δημιουργικά, γελούσαμε τόσο πολύ σε ασκήσεις, αυτοσχεδιασμούς και διάφορα άλλα στιγμιότυπα, που έπρεπε να σταματάμε για λίγο, μέχρι να ηρεμήσουμε». Αν ισχύει το «περνάμε καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω», τώρα έχουμε έναν ακόμα λόγο να ανυπομονούμε για τη νέα παράσταση.
«Επειδή έχουμε ωραία επικοινωνία, το κείμενο είναι πολύ αστείο και τα παιδιά πολύ δημιουργικά, γελούσαμε τόσο πολύ σε ασκήσεις, αυτοσχεδιασμούς και διάφορα άλλα στιγμιότυπα, που έπρεπε να σταματάμε για λίγο, μέχρι να ηρεμήσουμε».
Τι θα σήμαινε η επιστροφή της Καρυάτιδας σε συμβολικό επίπεδο;
«Την αποκατάσταση μιας αδικίας και, ίσως, τον γυρισμό σε μια χαμένη αίγλη, μια χαμένη πατρίδα. Τι υπάρχει όμως σήμερα από τον τόπο που φαντάζονται όλοι αυτοί που θέλουν να γυρίσει η Κόρη; Τι έχει συμβεί, στα χρόνια που μεσολάβησαν, σε αυτή την πατρίδα; Για ποιους λόγους είναι χαμένη;».
Τι θα έλεγε η Καρυάτιδα αν μπορούσε να μιλήσει;
«Κάποια στιγμή φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να μιλάει και ελληνικά και αγγλικά. Ίσως έχει μάθει πολλές γλώσσες, που ακούει κάθε μέρα στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτή ξέρει περισσότερα από εμάς. Εμείς βλέπουμε μόνο αυτήν. Αυτή έχει δει χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε αυτά τα χρόνια, που έρχονται και την κοιτάνε. Νομίζω ότι θα μπορούσε να μας κοιτάξει βαθιά στα μάτια και να μας πει πολλά για τον εαυτό μας. Και ίσως όχι αυτά που φανταζόμαστε».
«Η Καρυάτιδα έχει δει χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε αυτά τα χρόνια, που έρχονται και την κοιτάνε. Νομίζω ότι θα μπορούσε να μας κοιτάξει βαθιά στα μάτια και να μας πει πολλά για τον εαυτό μας. Και ίσως όχι αυτά που φανταζόμαστε».
Αναρωτιέμαι, με αφορμή τη δική της συγγραφική παρουσία αλλά και το Αφιέρωμα στο οποίο εντάσσεται η νέα παράσταση, αν το θεατρικό κοινό είναι τα τελευταία χρόνια πιο δεκτικό στα νεοελληνικά θεατρικά έργα. «Πιστεύω ότι είναι. Σιγά σιγά εξασκείται κιόλας να είναι, γιατί τα τελευταία χρόνια έχουμε παραγωγή, κάθε χρόνο ανεβαίνουν νεοελληνικά έργα – τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό από συγγραφείς είναι o Βασίλης Μαγουλιώτης και η Νεφέλη Μαϊστράλη. Όσο πιο πολύ ανεβαίνουν έργα και δοκιμάζονται στον έξω κόσμο, δεν μένουν δηλαδή σε ένα συρτάρι, τόσο καλύτερα θα γράφονται, πιστεύω. Ίσως φανταζόμαστε πολύ μοναχική αυτή τη διαδικασία [της συγγραφής ενός θεατρικού έργου], σαν έναν μόνο και λίγο μελαγχολικό συγγραφέα που γράφει στο δωμάτιο του και μετά κάποιος παίρνει το έργο του και το ανεβάζει. Δεν είναι έτσι στην πράξη. Είναι πολύ ζωντανή, έχει πολλά πάρε-δώσε και πολλή επικοινωνία με διάφορους συντελεστές από την αρχή».
Ένα νεοελληνικό έργο τι θα δώσει στον θεατή που δεν του δίνουν τα κλασικά, ακόμα και ένα σύγχρονο μεταφρασμένο;
«Νομίζω το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι γράφονται σήμερα από ανθρώπους με τους οποίους ζούμε μια κοινή πραγματικότητα. Ως θεατής, θα ήμουν περίεργη να δω τι γράφουν οι σύγχρονοί μου, ποια γλώσσα μιλάει αυτή τη στιγμή το νεοελληνικό έργο και ποια θέματα αφορούν τους συγγραφείς – και δεν το λέω με την έννοια ότι όλα τα νεοελληνικά έργα είναι εμπνευσμένα από το υπερφλέγον εδώ και τώρα. Το λέω και από προσωπική εμπειρία: πέρυσι έγραψα ένα έργο που ήταν διασκευή μυθιστορήματος του 1847 [αναφέρεται στο «Jane», σε κείμενο/διασκευή/σκηνοθεσία της με αφορμή την «Jane Eyr» της Charlotte Bronte]».
Στα επόμενα σχέδιά της για φέτος είναι η συμμετοχή της, ως ηθοποιού, στη νέα παράσταση της Ομάδας Ντουθ, στο Θέατρο 104 τον Μάιο, με τίτλο «Guest Star» – σε συνέχεια των δύο προηγούμενων, «Nostalgia Generation» και «Farewell / Εν τόπω χλοερώ».
Ενώ περιμένουμε να ανακοινωθούν περισσότερες λεπτομέρειες μιας ακόμα θεατρικής εμπειρίας που προβλέπεται απολαυστική, τη ρωτάω για το παρασκήνιο των «Λουόμενων», ενός έργου βαθιά λυτρωτικού, με ηρωίδες τρεις άγνωστες μέχρι πρότινος γυναίκες που συναντιούνται σε ένα υδροθεραπευτήριο, καταλήγουν να μοιράζονται παλαιότερα πάθη και αμαρτίες και να ελαφραίνουν στο σώμα και την ψυχή. «Ήταν το δεύτερο θεατρικό έργο που έγραψα και το πρώτο που ήξερα από την αρχή ότι ήθελα να σκηνοθετήσω εξ ολοκλήρου. Η ιδέα είχε προκύψει από ένα όνειρο που είχα δει, σε μια δύσκολη, μεταβατική φάση της ζωής μου: ότι η μετά θάνατον ζωή είναι σαν ένα τεράστιο χαμάμ, με ατμούς και αψιδωτά παράθυρα. Εκείνο το όνειρο κάπως με ξύπνησε, με κινητοποίησε να οργανωθώ, να πειθαρχήσω και να γράψω».
Συζητάμε με την Κατερίνα λίγο πριν από την πρεμιέρα της «Καρυάτιδας!» (7 Φεβρουαρίου) και ακόμα λιγότερο μετά τις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη. Ανατρέχω σε ένα σχόλιο που είχε κάνει σε παλαιότερη συνέντευξή της, ότι μέσα στον καταιγισμό πληροφοριών που ζούμε αφήνουμε γρήγορα πίσω μας ακόμα και μεγάλα τραγικά γεγονότα και τη ρωτάω αν περίμενε να ανταποκριθεί τόσος κόσμος στα καλέσματα της Κυριακής 26/01. Απαντάει ότι, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση, είχε εμπιστοσύνη πως πράγματι θα συνέβαινε έτσι, μάλιστα βρέθηκε κι εκείνη για λίγο ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας Συντάγματος.
Με αφορμή τα Τέμπη: ποιον ρόλο, πιστεύετε, μπορεί να παίξουν το θέατρο και γενικά η τέχνη στη διατήρηση μιας συλλογικής μνήμης;
«Είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να αποκτήσουν φωνή πρόσωπα και ιστορίες που δεν την έχουν. Που μπορούν να εγείρονται ενδιαφέροντα ερωτήματα, πιο δύσκολα, πιο άβολα. Η τέχνη μπορεί να έχει έναν ρόλο αφυπνιστικό. Αλλά δεν χρειάζεται να υπακούν όλοι στον ίδιο κανόνα. Οι δημιουργοί πρέπει να έχουν ελευθερία – όποιος θέλει να γράψει ένα ρομαντικό ποίημα για έναν άνθρωπο που έχασε την αγάπη του, να το κάνει. Όλα χωρούν στο θέατρο και στην τέχνη».
Δείτε το τρέιλερ της «Καρυάτιδας!»:
Info
«Η Καρυάτιδα!», Θέατρο REX – Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», Πανεπιστημίου 48, Αθήνα. Από Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη έως Παρασκευή 21.00 | Σάββατο 18.00 & 21.00 | Κυριακή 18.00. Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη, Πέμπτη 17€, Παρασκευή 14€, Σάββατο, Κυριακή 22€, Φοιτητικό – Νεανικό (έως 28 ετών) 12€, Άνω των 65 ετών: Τετάρτη 10€ & Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 14€, Άνεργοι, ΑμεΑ & συνοδοί 5€, Πολύτεκνοι 10€. Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr & 210 7234567 (με χρήση πιστωτικής/χρεωστικής κάρτας).
Συντελεστές παράστασης
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μαυρογεώργη. Σύμβουλος δραματουργίας-Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Αντώνης Αντωνόπουλος. Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα. Κοστούμια: Ιφιγένεια Νταουντάκη. Μουσική: Larry Gus. Κίνηση: Σοφία Πάσχου. Φωτισμοί: Βάσια Ατταριάν. Σχεδιασμός βίντεο: Τάσος Γκολέτσος. Βοηθός σκηνοθέτιδος: Σοφία Σταθάτου. Βοηθός σκηνογράφου: Αγγελική Βασιλοπούλου-Καμπίτση. Βοηθός ενδυματολόγου: Αλεξάνδρα Φτούλη. Βοηθός φωτίστριας: Σεραφείμ Ράδης. Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ασημίνα Αναστασοπούλου, Σωτήρης Μανίκας, Στέλιος Ξανθουδάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Πανάδης, Δρόσος Σκώτης, Μαρία Φιλίνη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Βίντεο: Πάτροκλος Σκαφίδας