Φωτογραφίες πορτρέτου: Αλέξανδρος Μακρής
Είναι η πρώτη φορά που συναντάω τον Ορέστη Χαλκιά. Είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε παράσταση των The Young Quill. Όμως με υποδέχεται στο θέατρο τους, το Μπέλλος, σαν στο σπίτι του, κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι του για να διευκολύνει τη συνέντευξη, τη φωτογράφιση και τη βιντεοσκόπησή μας.
Δεν είναι μόνο η ανοιχτωσιά του χαρακτήρα του, η οποία απλώνεται ακόμα και έξω από τη μικρή οθόνη όπου τον παρακολουθούμε στο «Maestro», την τηλεοπτική σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη που τον έκανε γνωστό μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου. Είναι και η αίσθηση που εισέπραξε ο ίδιος από την πρώτη στιγμή που άρχισε συνεργασία με αυτήν τη θεατρική ομάδα: «Επικοινώνησα μέσω του Τάσου Λέκκα με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, για την οποία είχα ακούσει πάρα πολύ καλά λόγια από παντού, γνωριστήκαμε, ήρθα εδώ και νιώθω ήδη οικεία και οικογενειακά» μου λέει – και δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω.
Για την Αικατερίνη Παπαγεωργίου έχουμε μιλήσει ξανά – αν και καλύτερα μιλάει η δουλειά της. Κάθε παράστασή της με τους The Young Quill, από το 2022, που η 27χρονη σκηνοθέτιδα ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θεάτρου Μπέλλος, ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Όπως «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βίζνιεκ, που σκηνοθετεί για δεύτερη σεζόν έτσι ώστε όχι απλά να αναδεικνύεται το απαιτητικό κείμενο-αντιπολεμικό μανιφέστο αλλά και να παίρνει επιπρόσθετη αξία από κάθε συστατικό στοιχείο της.
«Επικοινώνησα μέσω του Τάσου Λέκκα με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου, για την οποία είχα ακούσει πάρα πολύ καλά λόγια από παντού, γνωριστήκαμε, ήρθα εδώ και νιώθω ήδη οικεία και οικογενειακά».
Ο Ορέστης Χαλκιάς, ωστόσο, ήρθε στο Θέατρο Μπέλλος για τη νέα σκηνοθεσία της Αικατερίνης, το «Μεμοράντουμ» του Βάτσλαβ Χάβελ, που κάνει πρεμιέρα στις 15 Νοεμβρίου: ένα πολιτικό σχόλιο για την παραφροσύνη της δημόσιας διοίκησης και της κεντρικής εξουσίας. «Σε έναν δημόσιο οργανισμό εμφανίζεται μια τεχνητή γλώσσα, που μιλούν μόνο δύο-τρία άτομα, δημιουργώντας έναν φοβερό φαύλο κύκλο στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Εξαιτίας αυτής της γλώσσας, είναι αδύνατον να λειτουργήσει οτιδήποτε εκεί μέσα» εξηγεί. «Έχω δύο ρόλους, έναν άντρα που υποτίθεται ότι έχει πτυχίο σε αυτήν τη γλώσσα και έναν καθηγητή που τη διδάσκει – αν και τον δεύτερο χαρακτήρα τον έχουμε “πειράξει” σε σχέση με το κείμενο, κάνοντάς τον πιο απόκοσμο και συμβολικό. Όλοι οι χαρακτήρες είναι περίεργα σχήματα, υπάρχει μια τρέλα στο έργο και στον τρόπο που το στήνουμε».
Τα ονόματα των ηρώων έχουν ελληνοποιηθεί αλλά, παρόλο που ο θεατρικός συγγραφέας έγραψε το «Μεμοράντουμ» ζώντας στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, «η γραφειοκρατία στις ακραίες μορφές της είναι παντού η ίδια, το κράτος είναι ανελέητο. Ενώ βλέπεις ότι το σύστημα δεν λειτουργεί, το υπακούς τυφλά. Αντί να σε εξυπηρετεί, το εξυπηρετείς. Και όταν κάποιος δεν μπορεί να το ακολουθήσει, απλά πετιέται εκτός. Αυτό λέει ουσιαστικά και ένας ρόλος που υπάρχει στο έργο, μιας τίμιας εργαζομένης η οποία προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα, είναι πάρα πολύ καλή στη δουλειά της, τυπική και τα λοιπά, αλλά απολύεται».
«Μεμοράντουμ» σημαίνει «υπόμνημα», από το έγγραφο, γραμμένο σε αυτή την τεχνητή γλώσσα, που αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας όταν παραδίδεται στον διευθυντή του οργανισμού αλλά εκείνος διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να μεταφραστεί εξαιτίας κάποιων κριτηρίων που είναι πρακτικά αδύνατον να εκπληρωθούν.
«Η γραφειοκρατία στις ακραίες μορφές της είναι παντού η ίδια, το κράτος είναι ανελέητο. Ενώ βλέπεις ότι το σύστημα δεν λειτουργεί, το υπακούς τυφλά. Αντί να σε εξυπηρετεί, το εξυπηρετείς. Και όταν κάποιος δεν μπορεί να το ακολουθήσει, απλά πετιέται εκτός».
Τα αδιέξοδα της γραφειοκρατίας, που μπορεί να έχουν ακόμα και τραγικές επιπτώσεις στην αληθινή ζωή των ανθρώπων, προσεγγίζονται σχετικά ανώδυνα, έως και λυτρωτικά, μέσα από το χιούμορ. Αυτό έκανε ο Χάβελ, αυτό κάνουν και οι The Young Quill. «Είναι έντονο το κωμικό στοιχείο της παράστασης. Εδώ έχω τη δυνατότητα να είμαι πιο πολύ ο εαυτός μου, γιατί στην πραγματικότητα είμαι ένας κλόουν, θεωρώ τον εαυτό μου κωμικό». Ο ρόλος με τον οποίο τον έχει συνδέσει ένα ευρύτερο κοινό, του «Αντώνη» στο «Maestro»,«είναι πολύ διαφορετικός, δραματικός. Αλλά στο “Μεμοράντουμ” μπορώ να δώσω μια άλλη πτυχή μου ως ηθοποιός».
Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η πρώτη ελληνική τηλεοπτική σειρά που μπήκε στο Netflix τού άνοιξε τον δρόμο για πολλές ακόμα καλλιτεχνικές ευκαιρίες, απελευθερώνοντάς τον από την καθημερινή αγωνία του βιοπορισμού. «Μέχρι να μπει στη ζωή μου το “Maestro” είχα μεν την τύχη να είμαι σε ένα κρατικό θέατρο αλλά ακόμα και οι σταθεροί μισθοί στην υποκριτική είναι χαμηλοί. Αυτό το έζησαν οι γονείς μου, με δύο παιδιά, στη Θεσσαλονίκη, όπου μάλιστα σε αντίθεση με την Αθήνα δεν έχεις εναλλακτικές επιλογές. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ τυχερός για να το αποφύγεις. Δούλεψα σκληρά, ήμουν και είμαι στρατιώτης στο επάγγελμά μου, αλλά με το “Maestro” νιώθω σαν να κέρδισα το Τζόκερ.
»Το “Μεμοράντουμ” το βλέπω σαν μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, έρχομαι εδώ και δεν με νοιάζει πόσες ώρες θα περάσω, η ψυχή μου ηρεμεί, κάνω τις τρέλες μου και είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που εκτιμώ, που με αγκάλιασαν αμέσως. Νιώθω σαν να είμαι μαζί τους εδώ και δεκαπέντε χρόνια».
«Έρχομαι εδώ και δεν με νοιάζει πόσες ώρες θα περάσω, η ψυχή μου ηρεμεί, κάνω τις τρέλες μου και είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που εκτιμώ, που με αγκάλιασαν αμέσως. Νιώθω σαν να είμαι μαζί τους εδώ και δεκαπέντε χρόνια».
Ο λόγος του Ορέστη είναι χειμαρρώδης, μοιάζει αφιλτράριστος. Ακόμα και όταν κάνει κάποιο σαρδάμ, χαμογελάει και αυτοσαρκάζεται. Ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός του θυμίζουν μικρό παιδί. Εκείνο ίσως που ήταν όταν, μεγαλώνοντας στην Πυλαία με δύο γονείς ηθοποιούς και με τον πατέρα του να σκηνοθετεί και σχολικές παραστάσεις «είχα παίξει, στην Γ’ Δημοτικού, μαζί με τα παιδιά της Στ’, τον Χιώτη στη “Βαβυλωνία” [την κωμωδία του Δ. Κ. Βυζάντιου], θυμάμαι να τρυπώνω στη σκηνή σαν το καλικαντζαράκι και να αναγγέλλω μια μάχη, θυμάμαι πόσο διψούσα να το κάνω.
»Οι γονείς μου είχαν καταλάβει από τη Β’ Δημοτικού ότι θα ασχολούμουν με το θέατρο. Το αποδέχτηκαν γιατί έβλεπαν ξεκάθαρα την τάση μου προς τα εκεί, ένας σωστός γονιός δεν κόβει τον δρόμο του παιδιού του. Πιστεύω ότι από μέσα τους ήταν περήφανοι, ενώ είχαν και το καθήκον να μου πουν, δεν βλέπεις τι τραβάμε εμείς; Αλλά αν ένα παιδί έχει ένα όνειρο, θα το ακολουθήσει. Οι γονείς μου όμως ήθελαν και να είμαι καλός μαθητής, να παίρνω καλούς βαθμούς. Έτσι, διάβασα, έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ [Σχολή Καλών Τεχνών]. Αλλά επειδή πέρασα και στη Δραματική Σχολή [του ΚΘΒΕ] δεν μπορούσα να παρακολουθήσω και τις δύο, θαυμάζω αυτούς που το καταφέρνουν».
«Οι γονείς μου είχαν καταλάβει από τη Β’ Δημοτικού ότι θα ασχολούμουν με το θέατρο. Το αποδέχτηκαν γιατί έβλεπαν ξεκάθαρα την τάση μου προς τα εκεί, ένας σωστός γονιός δεν κόβει τον δρόμο του παιδιού του. Πιστεύω ότι από μέσα τους ήταν περήφανοι, ενώ είχαν και το καθήκον να μου πουν, δεν βλέπεις τι τραβάμε εμείς;».
Παρόλο που σήμερα είναι ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, αν νιώσει να χάνει την επαφή με το έδαφος αρκεί να ανατρέξει στο παρελθόν του για να προσγειωθεί ξανά και να θυμηθεί πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Σκέφτεται τον πατέρα του, ως καλλιτεχνικό διευθυντή του Δήμου Πυλαίας, να περνούν κυριολεκτικά τα πάντα από τα χέρια του. Να πηγαίνει, για παράδειγμα, το πρωί στις πρόβες με το κρατικό θέατρο και μετά στο εργαστήρι του δημοτικού πολιτιστικού κέντρου, να συμμετέχει στην κατασκευή των σκηνικών μιας παράστασης αλλά και των αρμάτων του καρναβαλιού, και το βράδυ να έχει παράσταση ή πρόβα με τη θεατρική ομάδα του. «Τα Σαββατοκύριακα μπορεί να τα έκανε όλα αυτά και να είχε και μάθημα με την παιδική θεατρική ομάδα». Κατά καιρούς ήταν απασχολημένη και η μητέρα του σε καλλιτεχνικά πρότζεκτ, την οποία περιγράφει ως εξίσου χαρισματική στο θέατρο.
Οι γονείς του, όπως συμβαίνει σε όλες τις ομάδες με περιορισμένα μέσα, είχαν πολλαπλούς ρόλους: ήταν και σκηνοθέτες και ηθοποιοί και χορογράφοι και φωτιστές. Η θεατρική ομάδα τους αξιώθηκε να έχει μια πορεία 19 χρόνων, αφηγείται ο Ορέστης, με πανελλήνια βραβεία, αλλά η «τρομερή δουλειά» τους δεν αναγνωρίστηκε, προσθέτει, γιατί «έτσι είναι οι Δήμοι».
Στο πλευρό τους, ωστόσο, εισέπραξε από μικρός τα δώρα της τέχνης. Την αγάπη από τον κόσμο –«όποτε είχαμε παράσταση στην Πυλαία, ήταν πάντα τίγκα!»– αλλά και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το θέατρο στη ζωή ακόμα και κάποιων υπαλλήλων του Δήμου που ήρθαν συγκυριακά σε επαφή με αυτό, «επειδή είχαν την τύχη να γνωρίσουν δύο καλλιτέχνες», δηλαδή τους γονείς του, και να μπουν σε καλλιτεχνικό δρόμο. «Αυτή η ομάδα ήταν μια προθεατρική εκπαίδευση για αρκετούς ανθρώπους που, τελικά, έγιναν ηθοποιοί».
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Ορέστης Χαλκιάς, μέσα από το «Maestro», θα βίωνε τον αντίκτυπο της τέχνης σε παγκόσμια εμβέλεια.
Από τη μία, θα γινόταν αποδέκτης διαδικτυακών μηνυμάτων μίσους, λόγω του χαρακτήρα που υποδύεται, ενός άντρα που αγαπάει έναν άλλο άντρα. «Πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο, δεν είχα ούτε στο φιλικό ούτε στο κοινωνικό περιβάλλον μου κάποιον φίλο που να είχε υποστεί τέτοιο bullying, δεν διανοείσαι τι σχόλια λαμβάνω». Κάνουμε ένα διάλειμμα όπου, off the record, μου μεταφέρει κάποια ακραία ομοφοβικά μηνύματα που συχνά «καταφέρνουν» να ενσωματώσουν και ρατσιστικές και εθνικιστικές αναφορές.
«Όταν κάποιος μισεί έναν άλλο επειδή αγαπάει κάποιον του ίδιου φύλου δείχνει τι άνθρωπος είναι. Είναι ο ίδιος που χαίρεται όταν πνίγονται οι μετανάστες στις βάρκες. Όλοι αυτοί δεν θα έπρεπε να μας αφορούν, αλλά βρίσκονται ανάμεσά μας. Τι να τους πεις; Κανονικά πρέπει να τους πεις, ελάτε θέατρο, αλλά και να έρθουν δεν θα καταλάβουν.
»Είμαι γενικά αισιόδοξος, αλλά έρχεται η πραγματικότητα και σου ρίχνει μια ανάποδη. Ακόμα και στα social media έχεις φτιάξει έναν κύκλο από ανθρώπους που έχουν περίπου τις ίδιες απόψεις με εσένα, ζεις στο μαγικό χωριό των ξωτικών, αλλά αν κάνεις λίγο πιο πέρα θα δεις μια στρατιά από Ορκ που μοιάζουν έτοιμα να εισβάλουν».
«Είμαι γενικά αισιόδοξος, αλλά έρχεται η πραγματικότητα και σου ρίχνει μια ανάποδη. Ακόμα και στα social media έχεις φτιάξει έναν κύκλο από ανθρώπους που έχουν περίπου τις ίδιες απόψεις με εσένα, ζεις στο μαγικό χωριό των ξωτικών, αλλά αν κάνεις λίγο πιο πέρα θα δεις μια στρατιά από Ορκ».
Χρειάζεται πολύ ισχυρές άμυνες για να αντισταθείς στους haters, που ευτυχώς ο Ορέστης έχει χτίσει από την παιδική ηλικία: «Όλο αυτό με στεναχωρεί για την κοινωνία αλλά δεν με αγγίζει προσωπικά, ευτυχώς ξέρω καλά τι θα πει αγάπη, είχα αυτούς τους γονείς, έχω ερωτευτεί, έχω αγαπήσει και έχω μάθει να αγκαλιάζω όλους τους ανθρώπους μέσω του θεάτρου, αυτή είναι η καλή πλευρά του θεάτρου, άσχετα αν σε πολλούς έχει προκαλέσει και πόνο».
Από την άλλη, είναι τα μηνύματα που παίρνει από ανθρώπους της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που του λένε, για παράδειγμα, ότι στη σκηνή όπου ο χαρακτήρας του στο «Maestro» κάνει come out βρήκαν τη δύναμη να το κάνουν κι αυτοί. «Στην αρχή λες, ω, το καταφέρνω αυτό; Κι όταν καταλαβαίνεις ότι το καταφέρνεις, παίρνεις θετική ενέργεια, γίνεται η ασπίδα σου απέναντι στα Ορκ».
Άλλα υποστηρικτικά μηνύματα έρχονται από εκεί που, πριν από λίγα χρόνια, δεν θα μπορούσε να φανταστεί. «Λόγω των συντελεστών του “Maestro” το περίμενα ότι θα ήταν κάτι άρτιο καλλιτεχνικά αλλά όχι ότι θα έπαιρνα μηνύματα από τη Λατινική Αμερική. Θυμάμαι ένα σπουδαίο μήνυμα που έλαβα στο Facebook, από την Καραϊβική, όταν ανέβασα το “Τυχερό Αστέρι” [σε στίχους και μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα, ο Ορέστης Χαλκιάς το ερμήνευσε στο «Maestro»]. Με λίγα λόγια, έγραφε: διέσχισες τη Γη μέχρι την άλλη άκρη, δεν καταλαβαίνω τι λένε οι στίχοι αλλά αυτό το τραγούδι κάνει την καρδιά μου να σπαράζει, συνέχισε την εκπαίδευσή σου».
Ένας ακόμα λόγος που απολαμβάνει τη συμμετοχή του στο «Maestro» είναι το γεγονός ότι τού δίνει την ευκαιρία να βάλει την πινελιά του και στο σάουντρακ, δηλαδή να ασχοληθεί με την άλλη μεγάλη αγάπη του, τη μουσική. Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, κυκλοφόρησε το τραγούδι «Drew» των Goldfrapp σε δική του ερμηνεία για το «Maestro».
«Στη μουσική νιώθω περισσότερο ο εαυτός μου από οπουδήποτε αλλού, νιώθω ότι δεν με κρίνει κανείς και ξεβιδώνομαι στον χορό».
«Μέσα από τη μητέρα αλλά και τα ξαδέρφια μου είχα πάρα πολλά μουσικά ερεθίσματα, μεγάλωσα με Queen, Beatles, αλλά και Νίκο Παπάζογλου. Έγινα στρατευμένος ροκάς, πήρα μια κιθάρα και άρχισα να προσπαθώ να μάθω να παίζω, έφτιαξα μπάντα με την οποία ήμασταν μαζί, επίσημα, μέχρι το 2019. Στη μουσική νιώθω περισσότερο ο εαυτός μου από οπουδήποτε αλλού, ότι δεν με κρίνει κανείς, ξεβιδώνομαι στον χορό».
Δεν μπορεί να της αφιερώσει τον χρόνο και την ενέργεια που θα ήθελε, αλλά μέχρι σήμερα ενδίδει, περιστασιακά έστω, σε κάποιες εμφανίσεις, «ας πούμε πρόσφατα με κάλεσαν ξανά στο Schoolwave, που είναι πάντα προσεγμένο, με τεχνικές προδιαγραφές μεγάλου φεστιβάλ. Είχα λάβει μέρος για πρώτη φορά στα 16 -17 και ξαναπήγαμε τώρα με την παλιά μπάντα μου και τα σπάσαμε, κάναμε μια λαϊβάρα, ιδρώσαμε, κατέβηκα από τη σκηνή και δεν ήξερα τι να πρωτομοιραστώ από αυτή την εμπειρία».
Δείτε τον Ορέστη Χαλκιά να απαντάει σε μια ακόμα ερώτηση, «Τι θα άλλαζες στην Ελλάδα αν είχες ένα μαγικό ραβδί;», σε ένα βίντεο αποκλειστικά στο Marie Claire:
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης «Μεμοράντουμ»:
Info
«Μεμοράντουμ», Θέατρο Μπέλλος, Κέκροπος 1, Πλάκα, Ακρόπολη. Πρεμιέρα: 15 Νοεμβρίου 2024. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00. Τιμές εισιτηρίων: 17€ (κανονικό), 12€ (φοιτητικό/ανέργων/ άνω των 65). Early bird: 10€ (για τις πρώτες 8 παραστάσεις). Προπώληση εισιτηρίων: www.more.com
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Βάτσλαβ Χάβελ. Μετάφραση: Κανέλλος Αποστόλου. Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Δραματουργική επεξεργασία: Κωvσταντίνος Ζωγράφος. Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου. Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα. Μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης . Κίνηση: Χρυσηίς Λιατζιβίρη. Φώτα: Αλέκος Αναστασίου. Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδριάνα Σαράντη. Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Trailer: Αχιλλέας Τσούτσης. Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative. Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble. Διεύθυνση παραγωγής: The Young Quill