Η Tilda Swinton, που το 2011 είδε τη φήμη της να εκτοξεύεται παγκοσμίως με την ομότιτλη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Lionel Shriver «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν»και που στην Ελλάδα συζητήθηκε ιδιαίτερα τον περασμένο χειμώνα ενόψει της παράστασης «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» στη Στέγη, η καλλιτέχνιδα που έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία –μεταξύ αυτών, τρεις Χρυσές Σφαίρες και ένα Όσκαρ (Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία «Michael Clayton», 2007) – και έχει χαρακτηριστεί από τους New York Times ως μία από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του 21ου αιώνα, σε λίγες μέρες (5 Νοεμβρίου) κλείνει τα 64 και παραμένει απαράλλαχτη, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένα πλάσμα από άλλον κόσμο.

Εξίσου ενδιαφέρουσα με την εξωτερική εμφάνιση της πανύψηλης ξανθιάς, σχεδόν λευκής γυναίκας είναι και η ιστορία της ζωής της. Γεννήθηκε στο Λονδίνο σε αριστοκρατική οικογένεια: ο πατέρας της είχε τον τίτλο του Σερ (John Swinton). Η μητέρα της, Judith Balfour, ήταν από την Αυστραλία. Οι ρίζες της ανάγονται σε μια δυναστεία από τη Σκωτία, της οποίας οι απαρχές εντοπίζονται στον 9ο αιώνα. Στην ακίνητη περιουσία της οικογένειάς της περιλαμβάνονταν μνημειώδη κάστρα.

Ανάμεσα στα οικοτροφεία όπου έζησε ως παιδί ήταν το West Heath, όπου ήταν συμμαθήτρια με τη Λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ, η οποία έμελλε να γίνει η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, η Swinton θα καταφερόταν ενάντια σε αυτά τα ιδρύματα, χαρακτηρίζοντάς τα «ένα ιδιαίτερα σκληρό περιβάλλον να μεγαλώνεις. Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά ωφελούνται από αυτό το είδος εκπαίδευσης. Ένα παιδί χρειάζεται τους γονείς του και την αγάπη που του προσφέρουν εκείνοι». Για το West Heath, συγκεκριμένα, είπε ότι ήταν «ένα πολύ μοναχικό και απομονωμένο περιβάλλον».

Ανάμεσα στα οικοτροφεία όπου έζησε ως παιδί ήταν το West Heath, όπου ήταν συμμαθήτρια με τη μέλλουσα τότε πριγκίπισσα Νταϊάνα. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, η Swinton θα καταφερόταν ενάντια σε αυτά τα ιδρύματα, χαρακτηρίζοντάς τα «ένα ιδιαίτερα σκληρό περιβάλλον να μεγαλώνεις».

Μετά την αποφοίτησή της από το σχολείο ταξίδεψε στη Νότια Αφρική και την Κένυα, συμμετέχοντας εθελοντικά σε διάφορες δράσεις. Ήταν στη διάρκεια των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, που άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, ξεκινώντας το 1984 από το φημισμένο ίδρυμα Royal Shakespeare Company.

Η πρώτη της ερμηνεία στην οθόνη ήταν ο ρόλος της «Julia» στη μίνι σειρά «Zastrozzi: A Romance», την τηλεοπτική μεταφορά του γοτθικού μυθιστορήματος Πέρσι Σέλλεϋ. Μπορούμε άνετα να τη φανταστούμε να ζωντανεύει μια γοτθική ιστορία. Την ίδια χρονιά (1986) έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της, στην ταινία «Caravaggio» σε σκηνοθεσία Derek Jarman.

Η ψηλόλιγνη, αιθέρια σιλουέτα της δεν θα περνούσε απαρατήρητη ούτε από τον κόσμο της μόδας. Ανάμεσα στους δημιουργούς που τη μετέτρεψαν σε μούσα τους ήταν οι Viktor & Rolf, οι οποίοι στην επίδειξή τους «One Woman Show» το 2003 τη χρησιμοποίησαν σαν πρότυπο για όλα τα μοντέλα.

Η ψηλόλιγνη, αιθέρια σιλουέτα της δεν θα περνούσε απαρατήρητη ούτε από τον κόσμο της μόδας. Ανάμεσα στους δημιουργούς που τη μετέτρεψαν σε μούσα τους ήταν οι Viktor & Rolf.

Το 1997 απέκτησε τους δίδυμους γιους Honor και Xavier Swinton Byrne με τον Σκωτσέζο καλλιτέχνη και θεατρικό συγγραφέα John Byrne. Από το 2004 είναι με τον 46χρονο Γερμανό εικαστικό Sandro Kopp, με τον οποίο μοιράζεται μια ζωή στα Χάιλαντς.

Πολέμιος της συμβατικής εκπαίδευσης, συνίδρυσε, το 2013 στη Σκωτία, το σχολείο Drumduan Upper School που, ακολουθώντας την παιδαγωγική σχολή του Ρούντολφ Στάινερ, δεν έχει βαθμούς και διαγωνίσματα. Βασικό κίνητρό της γι’ αυτό ήταν το να προσφέρει μια καλύτερη εκπαιδευτική εμπειρία στα δικά της παιδιά.

Μικρή ήθελε να είναι αγόρι. Το 2021 σε μια συνέντευξή της στη Vogue χαρακτήρισε τον εαυτό της «κουήρ», αλλά όχι με τον τρόπο που ίσως φαντάζεται κάποιος: «Αυτός ο όρος έχει να κάνει, τουλάχιστον για εμένα, με την ευαισθησία. Ανέκαθεν ένιωθα κουήρ – απλά αναζητούσα τη δική μου κουήρ κοινότητα, και τη βρήκα. Έκτοτε, είναι ο κόσμος μου». Σε μια παλαιότερη συνέντευξή της στην Guardian είχε πει επίσης σχετικά: «Και ως παιδί ήμουν κουήρ – όχι από άποψη σεξουαλικότητας, αλλά παράταιρη».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below