Κάποιους ηθοποιούς αρκεί να τους δεις μία φορά για να κρατήσεις νοερή σημείωση να παρακολουθείς εφεξής τη διαδρομή τους. Αυτή είναι η περίπτωση της Μαριάμ Ρουχάτζε, που πρόσφατα ξεχώρισα από τη βουβή αλλά ιδιαίτερα εκφραστική ερμηνεία της στην ταινία μικρού μήκους «Αλκυονίδες» του Αλέξανδρου Σκούρα, στην προβολή της στο Φεστιβάλ Δράμας, όπου υποδύεται μια γυναίκα της ελληνικής επαρχίας η οποία οδεύει προς έναν γάμο που μοιάζει περισσότερο με κηδεία.
Φέτος συμμετέχει στην παράσταση «Κόρη του Λοχαγού» του Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν, στο Σύγχρονο Θέατρο, σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Το έργο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αφηγείται την ιστορία ενός καλομαθημένου ευγενή, του Πιότρ Αντρέγιεβιτς, ο οποίος είναι αναγκασμένος να υπηρετήσει φαντάρος σε ένα οχυρό στην επαρχία, κάπου στα σύνορα της αχανούς ρωσικής αυτοκρατορίας. Εκεί γνωρίζει την οικογένεια του διοικητή, λοχαγού Μιρόνοφ, και ερωτεύεται την φτωχή μοναχοκόρη του, Μαρία Ιβάνοβνα. Οι δύο νέοι αποφασίζουν να παντρευτούν αλλά έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά δυσκολιών, από αντιζηλίες και δολοπλοκίες μέχρι ταξικά εμπόδια. Ένας πόλεμος όμως θα έρθει να προσθέσει τη μεγαλύτερη δοκιμασία.
Ο Εμιλιάν Πουγκατσόφ εξεγείρει τον φτωχό λαό της επαρχίας, που υποφέρει από την καταπίεση του κράτους, και κινείται ενάντια στην τσαρίνα, τη Μεγάλη Αικατερίνη. Ο δρόμος του περνάει μέσα από την κατάκτηση του οχυρού στο οποίο ζουν οι ήρωες της ιστορίας. «Βασικό θέμα του έργου, διαχρονικά πυρηνικό για τον άνθρωπο, είναι ο έρωτας μέσα στον πόλεμο» λέει η Μαριάμ στο Marie Claire λίγο πριν από την πρεμιέρα στις 23 Οκτωβρίου. «Το μαγικό συναίσθημα, που έρχεται και μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε και –ευτυχώς– κανείς δεν γλιτώνει από αυτό. Φυσικά μέσα στην “Κόρη του Λοχαγού” φωτίζονται κι άλλες αξίες. Η οικογένεια, η αφοσίωση, η εμπιστοσύνη, η τόλμη, η τιμιότητα και η δύναμη του να ελπίζεις και να παλεύεις γι’ αυτά που θέλεις. Νιώθω τεράστια χαρά που καλούμαι να τις υπερασπιστώ στη σκηνή, ως αφηγήτρια, ως ρόλος και, πάνω απ’ όλα, ως άνθρωπος».
«Βασικό θέμα του έργου, διαχρονικά πυρηνικό για τον άνθρωπο, είναι ο έρωτας μέσα στον πόλεμο. Το μαγικό συναίσθημα, που έρχεται και μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε και –ευτυχώς– κανείς δεν γλιτώνει από αυτό».
Ανάμεσα στους πολλαπλούς ρόλους που έχει αναλάβει στην παράσταση, «εκείνος που με έχει γοητεύσει πιο πολύ είναι της Βασίλισσας Γιεγκόροβνα. Μιας γυναίκας πιστής στις αξίες της, μαχήτριας και γεμάτης αγάπη. Στοιχεία με τα οποία μπορώ να πω πως ταυτίζομαι και ως Μαριάμ».
Αυτό που την κέρδισε από την πρώτη στιγμή στην «Κόρη του Λοχαγού» ήταν ότι «η ιστορία και η αφήγηση μου θύμισαν τον τρόπο που άκουγα, μικρή, παραμύθια. Οι περιπέτειες του ήρωα, οι προκλήσεις, οι χαρακτήρες και ο τόπος δράσης του μοιάζουν με παραμύθι για μεγάλους. Τόσο όμορφο και διασκεδαστικό, που σε κάνει να νιώθεις σαν παιδί έτοιμο να το ακούσει με απόλυτη προσοχή».
Η Μαριάμ γεννήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας το 1995. Το 2001 ήρθε με τους δικούς της για διακοπές στην Ελλάδα «και συγκεκριμένα στην Ιεράπετρα Κρήτης. Τελικά αποφασίσαμε να μείνουμε. Φυσικά στην αρχή υπήρχαν διάφορες δυσκολίες, όπως η γλώσσα, αλλά ήδη μέσα στον πρώτο χρόνο καταφέραμε να προσαρμοστούμε αρκετά (μιλούσαμε και τη γλώσσα σχετικά καλά). Μια εξίσου σημαντική δυσκολία ήταν ότι είχαμε αποχωριστεί το σπίτι και την πατρίδα μας και πάντα νοσταλγούσαμε τον τόπο μας, την οικογένεια και τη ζωή που είχαμε αφήσει πίσω. Υπήρξε, βεβαίως, και το θέμα του ρατσισμού και της ένταξης μας στην ελληνική κοινωνία, όπως άλλωστε συμβαίνει σχεδόν με όλους τους μετανάστες».
Ακόμα και στο θέατρο έχει βιώσει ρατσισμό ή διακρίσεις, «ανεξάρτητα από την καταγωγή και την ηλικία μου. Δεν γλιτώνει κανείς από αυτό, δυστυχώς. Αλλά αυτός είναι και ο λόγος που συνεχίζουμε να παλεύουμε και στον χώρο μας και στην κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Με ελπίδα και στόχο έναν φωτεινότερο κόσμο».
Ακόμα και στο θέατρο έχει βιώσει ρατσισμό ή διακρίσεις, «ανεξάρτητα από την καταγωγή και την ηλικία μου. Δεν γλιτώνει κανείς από αυτό, δυστυχώς. Αλλά αυτός είναι και ο λόγος που συνεχίζουμε να παλεύουμε και στον χώρο μας και στην κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Με ελπίδα και στόχο έναν φωτεινότερο κόσμο».
Το 2014 έγινε για ακόμα μία φορά μετανάστρια, εσωτερική αυτή τη φορά. Ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει θέατρο, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Ήταν για εμένα μονόδρομος. Λατρεύω τις τέχνες και τα θεάματα. Όταν ανεβαίνω στη σκηνή νιώθω σαν να είμαι στο σπίτι μου. Βεβαίως, είχα να υπερβώ διάφορα εμπόδια: τις προκαταλήψεις για το πώς τα καταφέρνει ένας άνθρωπος σε αυτόν τον χώρο, τα αποθαρρυντικά λόγια για τις πιθανότητες που είχα λόγω της καταγωγής μου και της εξωτερικής μου εμφάνισης. Αλλά, εντέλει, αυτά τα εμπόδια με διαμόρφωσαν και μου έδωσαν ώθηση να προχωρήσω».
Και προχώρησε με γρήγορα βήματα. Από το 2018, που ασχολείται επαγγελματικά με την υποκριτική, έχει συνεργαστεί με σημαντικούς δημιουργούς όπως είναι στο θέατρο οι Κατερίνα Ευαγγελάτου, Γεωργία Μαυραγάνη, Γιάννης Μαργαρίτης, Θεόδωρος Εσπίριτου, Κωνσταντίνος Χατζής, Δημήτρης Λάλος, Γιάννης Μόσχος, Άρης Μπινιάρης, Γιάννης Καλαβριανός και στον κινηματογράφο οι Νικίας Χρυσός και Άγγελος Φραντζής.
Τι σας γοητεύει περισσότερο στο θέατρο και τι στον κινηματογράφο;
«Στο θέατρο, η διαδικασία της έρευνας μέσα στην πρόβα. Μια συνθήκη στην οποία μπορείς να δοκιμάσεις, να κάνεις λάθη, να προτείνεις, να χαθείς και να μην ξέρεις τι να κάνεις, αλλά παρ’ όλα αυτά πάλι κάτι θα βρεις. Ακόμα και μια κακή πρόβα είναι χρήσιμη. Ακόμα και τα λάθη είναι χρήσιμα, κι αυτό είναι πολύ γοητευτικό και ανακουφιστικό. Θα ήταν ωραίο να δρούσαμε έτσι και στη ζωή μας. Να κάναμε λάθη μέχρι να βρούμε αυτό που πραγματικά λειτουργεί. Επίσης, το θέατρο προϋποθέτει ομαδική αναζήτηση και δουλειά. Κάτι τόσο όμορφο, που λείπει από την καθημερινότητά μας. Και σίγουρα το πλέον γοητευτικό και απρόβλεπτο συστατικό του είναι το κοινό. Όταν είσαι στη σκηνή δεν παίζεις μόνος σου. Παίζεις φυσικά με τους συναδέλφους σου, αλλά και με το κοινό. Όταν κάτι είναι τόσο ζωντανό, σε κάνει να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε διαφορετική διάσταση. Όταν όλα τα μάτια στην πλατεία είναι στραμμένα πάνω σου, όταν έχεις την απόλυτη προσοχή τους, δεν μπορείς παρά να υπάρξεις πραγματικά και να είσαι ειλικρινής.
«Το θέατρο σε κάνει να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε διαφορετική διάσταση. Όταν όλα τα μάτια στην πλατεία είναι στραμμένα πάνω σου, όταν έχεις την απόλυτη προσοχή τους, δεν μπορείς παρά να υπάρξεις πραγματικά και να είσαι ειλικρινής».
»Η ειλικρίνεια στην τέχνη είναι το πιο δυνατό εργαλείο. Αυτό ισχύει και στον κινηματογράφο. Βέβαια εκεί τα πράγματα συμβαίνουν λίγο διαφορετικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αναζήτηση του χαρακτήρα είναι πιο μοναχική και ότι η δουλειά που πρέπει να κάνει ένας ηθοποιός είναι πιο προσωπική. Αλλά τη στιγμή του γυρίσματος χρειάζεται πάλι ομαδικότητα. Χρειάζεται ένας απόλυτος συντονισμός ανθρώπων και μέσων για να προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στον κινηματογράφο με γοητεύει περισσότερο η ύπαρξη της κάμερας και το πώς εγώ, ως ηθοποιός, την αντιλαμβάνομαι σε σχέση μ’ εμένα. Στον φακό φαίνεται και η παραμικρή λεπτομέρεια⋅ δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα, ούτε καν τις σκέψεις σου. Αυτό ορίζει μια συνθήκη δημιουργίας στην οποία πρέπει να υπάρχεις ολοκληρωτικά για το εδώ και το τώρα. Εξίσου σημαντικό είναι και να επενδύσεις στον παρτενέρ σου. Στον άνθρωπο που παίζει μαζί σου. Να τον εμπιστευτείς! Όπως και στους ανθρώπους που δουλεύουν μαζί σου και για εσένα. Να πιστέψεις και να αφεθείς στην ομαδική δουλειά».
Μια ακόμα μεγάλη αγάπη της είναι η μουσική. Αυτοδίδακτη σε πολλά μουσικά όργανα, σπουδάστρια φωνητικής και κλασικού τραγουδιού, σήμερα είναι μέλος του μουσικού σχήματος Μορόζες. «Η μουσική ήταν ανέκαθεν στη ζωή μου» θυμάται. «Μωράκι, με νανούριζε ο πατέρας μου με Pink Floyd, στην παιδική μου ηλικία έμαθα βιολί και τραγουδούσα σε χορωδίες, στα φοιτητικά μου χρόνια έμαθα να παίζω κιθάρα, μπαγλαμά και οποιοδήποτε μουσικό όργανο έπεφτε στα χέρια μου. Μέχρι και σήμερα, η μουσική υπάρχει παντού στη ζωή μου: στη δουλειά μου, στο σπίτι μου, στην καθημερινότητά μου, στον ελεύθερο χρόνο μου. Με τους φίλους μου, την οικογένεια μου, ακόμα και όταν είμαι μόνη. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς αυτήν».
Σήμερα αισθάνεστε περισσότερο Γεωργιανή ή Ελληνίδα;
«Πιστεύω πως αυτό που θα πω ισχύει για αρκετούς μετανάστες. Στη Γεωργία νιώθω Ελληνίδα και στην Ελλάδα Γεωργιανή. Έτσι αρχίζει να αισθάνεται κάποιος όταν σε όλη του τη ζωή ακούει (και ξέρει) πως κατάγεται από διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο ζει και μεγαλώνει. Αν κάποιος με ρωτούσε για το ποια είναι η πατρίδα μου δεν θα μπορούσα να δώσω μία σαφή απάντηση. Πατρίδα για εμένα είναι ο τόπος που επιλέγει ο κάθε άνθρωπος να ζει. Είμαι πολύ περήφανη και για την καταγωγή μου αλλά και για τον τόπο που έχω επιλέξει να ζω. Στη δική μου περίπτωση είναι μια πόλη. Η Αθήνα. Με τα κακά της αλλά και με τα πολλά καλά της, τα οποία λατρεύω και δεν θα ήθελα να αποχωριστώ».
Έχετε επιχειρήσει να εμπλουτίσετε την τέχνη σας με στοιχεία από τις πολιτισμικές καταβολές της οικογένειάς σας;
«Η γεωργιανή κουλτούρα είναι μια ανεξάντλητη πηγή για εμένα. Στη δουλειά μου πάντοτε φέρω στοιχεία της καταγωγής μου, που, φυσικά, εμπεριέχει στοιχεία όχι μόνο καλλιτεχνικά και πολιτισμικά αλλά και των ανθρώπων της. Οι Γεωργιανοί εκτιμούν βαθιά τις τέχνες και τον πολιτισμό: ο χορός, η μουσική, το θέατρο βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο εκεί. Από την άλλη, έχουν έναν περίεργο συνδυασμό χαρακτηριστικών που μοιάζει πολύ, νομίζω, με τα ελληνικά: περηφάνια, δυναμισμό, ταμπεραμέντο και αγάπη για καλοπέραση. Έχουν κοινό το γλέντι! Ένα πράγμα που παρατήρησα ως μια Γεωργιανή που μεγάλωσε στην Κρήτη είναι οι ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων στο τραπέζι: θα πιείς, θες δε θες. Αν δεν πιείς, είναι προσβολή».
Στην «Κόρη του λοχαγού», συγκεκριμένα, τιμά την καταγωγή της με ένα παραδοσιακό τραγούδι από τη Γεωργία, «στο οποίο μία γυναίκα τραγουδάει στον αγαπημένο της, ρωτώντας τον γιατί δεν ήρθε κάτω από το σπίτι της όπως είχαν κανονίσει».
«Πιστεύω πως αυτό που θα πω ισχύει για αρκετούς μετανάστες. Στη Γεωργία νιώθω Ελληνίδα και στην Ελλάδα Γεωργιανή. Έτσι αρχίζει να αισθάνεται κάποιος όταν σε όλη του τη ζωή ακούει (και ξέρει) πως κατάγεται από διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο ζει και μεγαλώνει. Αν κάποιος με ρωτούσε για το ποια είναι η πατρίδα μου δεν θα μπορούσα να δώσω μία σαφή απάντηση».
Η ηρωίδα σας στις «Αλκυονίδες» του Αλέξανδρου Σκούρα γιατί παραμένει βουβή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας;
«Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας επέλεξε να πλάσει μια ηρωίδα σιωπηλή. Όπως είναι πολλές γυναίκες που ζουν στην επαρχία. Σιωπηλές, αλλά δυνατές. Πιστεύω, βέβαια, ότι δεν έχει πολλή σημασία το γιατί παραμένει βουβή, αλλά το τι λέει μέσα από τη σιωπή της. Αυτό ίσως έχει νόημα να παρατηρήσουμε. Από την παρατήρηση της ίδιας της ζωής προκύπτει το ότι η σιωπή μπορεί να πει πολύ περισσότερα από δέκα και εκατό ατάκες. Αυτή είναι και η γοητεία της ταινίας, όπως και μία από τις γοητείες του κινηματογράφου εν γένει. Η γυναίκα αυτή αφηγείται ασταμάτητα τη ζωή της χωρίς να μιλάει καθόλου στην πραγματικότητα».
Φέτος πέρα από την «Κόρη του λοχαγού» η Μαριάμ Ρουχάτζε συμμετέχει και στην παιδική παράσταση «Ματίας ο Πρώτος» του Γιάννους Κόρτσακ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Σαββίδου στο Θέατρο Αλίκη. Τη δύναμη της τέχνης στα παιδιά αξιοποιεί και στην παιδική θεατρική ομάδα που διευθύνει, η οποία «αποτελείται από παιδιά πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών στην Ελλάδα, από έξι έως δεκαοκτώ ετών. Το έργο που θα ανεβάσουμε βασίζεται στις “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Ουσιαστικά θα δανειστούμε το θέμα της ανακάλυψης-δημιουργίας μιας ονειρικής και ιδανικής πόλης, στην οποία καταφθάνουν άνθρωποι ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Όπως, δηλαδή, κάνουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες».
Σε αυτή την ιδιαίτερα δραστήρια χρονιά, βρίσκεται, επιπλέον, σε περίοδο προετοιμασίας για την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, που θα σκηνοθετήσει η Σελήνη Παπαγεωργίου. Και θα κάνει πραγματικότητα ένα πρότζεκτ «που ονειρεύομαι εδώ και πολλά χρόνια: ένα σύνολο πέντε γυναικών ηθοποιών-τραγουδιστριών, το οποίο θα ερμηνεύει πολυφωνικά τραγούδια που έχω συνθέσει». Αν το μέλλον της ανήκει, ο κόσμος θα γίνει σίγουρα φωτεινότερος.
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης «Η κόρη του λοχαγού»:
Info
«Η κόρη του λοχαγού», από την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου στο Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, τηλ. 210 3464380, www.sychronotheatro.gr. Παραστάσεις: Τετάρτη 21:15, Πέμπτη, 21:15, Σάββατο: 18:15, Κυριακή, 18:00. Διάρκεια: 110 λεπτά. Προπώληση: www.ticketservices.gr
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή – Απόδοση – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης. Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης. Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη. Κοστούμια: Διδώ Γκόγκου. Κινησιολογία: Σεσίλ Μικρούτσικου. Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας. Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου. Φωτογραφίες / Trailer: Χρήστος Συμεωνίδης. Γραφιστική επιμέλεια: Δημήτρης Γκέλμπουρας. Social media: Loox media. Εκτέλεση Παραγωγής: Μαργαρίτα Κυριάκου. Διεύθυνση & Οργάνωση παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου – Μαρία Αναματερού. Συμπαραγωγή των εταιρειών: Σκαφίδας – Δωροπούλου Ε.Ε. {Γ.Ι.Δ.Σ} – Νέο Σύγχρονο Θέατρο ΑΜΚΕ. Παίζουν: Παντελής Δεντάκης, Μιχάλης Οικονόμου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Σταύρος Σβήγκος, Θάλεια Σταματέλου
Κεντρική φωτογραφία: Βαγγέλης Γαβριηλίδης