Φωτογράφος: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-TALES)
Γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Τασκένδη, στο Ουζμπεκιστάν, σε οικογένεια πολιτικών προσφύγων, σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ήταν 7 ετών όταν επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Αγάπησε τόσο τα μουσεία της πόλης, ώστε έκανε σχολικές κοπάνες για να τα επισκέπτεται.
Η αντισυμβατική πορεία ζωής της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου, που μικρή ήθελε να γίνει νευροεπιστήμονας, συνεχίστηκε στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ αφού σε μια εποχή που άλλοι γονείς ονειρεύονταν να δουν τα παιδιά τους γιατρούς ή δικηγόρους, οι δικοί της την παρακίνησαν να ασχοληθεί με το θέατρο. Δεν ανακόπηκε ούτε όταν, σχεδόν πριν από δεκαπέντε χρόνια, ένα σοβαρό ατύχημα σε πρόβες για το Φεστιβάλ Αθηνών παραλίγο να την αφήσει ανάπηρη από τον λαιμό και κάτω. Κατάφερε να ξαναπερπατήσει και να γυρίσει στις παραστατικές τέχνες, αν και πλέον συμμετέχει κυρίως σε κινηματογραφικές παραγωγές, αλλά και στο «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, μέσα από το οποίο έχει συστηθεί στο ευρύτερο κοινό ως Σοφία.
Η ηθοποιός, δραματουργός και μεταφράστρια, με συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με τους σκηνοθέτες Κώστα Γαβρά, Πάνο Κούτρα, Angela Schanelec, Nikos Labôt, Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, φέτος, για πρώτη φορά μετά το 2010, επιστρέφει στο σανίδι για έναν πολύ καλό λόγο: για να συμπρωταγωνιστήσει με τον Νίκο Καραθάνο σε σκηνοθεσία Τιάγκο Ροντρίγκες και Αργυρώς Χιώτη στο πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε ο Πορτογάλος δημιουργός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, τον «Χορό των εραστών», από τις 10 Οκτωβρίου 2024 έως τις 19 Ιανουαρίου 2025 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης. Οι παράλληλοι μονόλογοι ενός ζευγαριού, μιας γυναίκας και ενός άνδρα, ηχούν ως μία φωνή σε ένα έργο-ύμνο στην αγάπη, που μπορεί να γίνει σανίδα σωτηρίας στους πιο ταραγμένους και σκοτεινούς καιρούς.
Ποιοι παράγοντες σας έπεισαν να επιστρέψετε στο θέατρο – πέρα από τους προφανείς, φυσικά, των συντελεστών της νέας παράστασης;
«Η προσέγγιση έγινε από τους ανθρώπους της Στέγης, τον Κωνσταντίνο Τζάθα και την Ιλειάνα Δημάδη, και ήταν ιδιαίτερα ζεστή, γενναία και γενναιόδωρη η πρότασή τους να συνεργαστώ με τον Τιάγκο Ροντρίγκες, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός δημιουργός, και τον Νίκο Καραθάνο. Κυρίως όμως όταν διάβασα το κείμενο ένιωσα αυτό που λένε “meant to be”, ότι ήταν γραφτό».
Ο αγγλόφωνος τίτλος του έργου είναι «Lovers’ Choir», όπου «love» σημαίνει και αγάπη και έρωτας. Ποιο είναι το θέμα του; Ο έρωτας, η αγάπη, ο έρωτας που εξελίσσεται σε αγάπη;
«Το κεντρικό θέμα είναι η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων. Με αφετηρία ένα πολύ έντονο γεγονός -ο ένας από τους δύο κοντεύει να πεθάνει- βλέπουμε τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο που περνάει και στη φθορά που επιφέρει. Γίνεται η διαχείριση αυτής της στιγμής, μετά της καθημερινότητας, και μετά του μέλλοντος που έρχεται. Όμως η μαγεία του κειμένου είναι ότι μέσα από τις λέξεις και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται, και από τον άνδρα και από τη γυναίκα, κάθε θεατής βιώνει κάτι πολύ προσωπικό, πολύ δικό του».
Γιατί πρέπει να φτάσουμε σε ένα οριακό σημείο για να προχωρήσουμε σε εξομολογήσεις;
«Γιατί, δυστυχώς, ειδάλλως θεωρούμε τα πάντα δεδομένα και όταν καταρριφθεί αυτή η επίφαση και αποφασίσεις και δεις ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, νομοτελειακά αλλάζεις».
Αν το δικό σας οριακό σημείο ήταν το ατύχημα που είχατε, τι άλλαξε μέσα σας;
«Με άλλαξε ριζικά και με έφερε αντιμέτωπη με μια λέξη η οποία έχει μια μεγαλοσύνη που πριν δεν μπορούσα να καταλάβω με κανέναν τρόπο και τώρα αρχίζω σιγά-σιγά να καταλαβαίνω. Αυτή η λέξη είναι η “αποδοχή” – προς τα πάντα, το πιο δύσκολο όμως είναι να αποδεχτείς αυτό που είσαι».
«Το ατύχημα με άλλαξε ριζικά και με έφερε αντιμέτωπη με μια λέξη η οποία έχει μια μεγαλοσύνη που πριν δεν μπορούσα να καταλάβω με κανέναν τρόπο και τώρα αρχίζω σιγά-σιγά να καταλαβαίνω. Αυτή η λέξη είναι η “αποδοχή” – προς τα πάντα, το πιο δύσκολο όμως είναι να αποδεχτείς αυτό που είσαι».
Μετά το ατύχημα τι σας βοήθησε να ξανασταθείτε κυριολεκτικά στα πόδια σας;
«Εκ των υστέρων, αυτό που μου συνέβη από την πρώτη στιγμή -και εδώ συνδέομαι απόλυτα με το κείμενο- είναι η αίσθηση της αγάπης ως κάτι υπαρκτό όπως το νερό και η τροφή. Ήταν η κινητήριος δύναμη από τα παιδιά μου, από τη βιολογική και την πνευματική οικογένειά μου, από τους ανθρώπους γύρω μου και μετά από τον ίδιο μου τον εαυτό. Η δύναμη έρχεται μέσω του άλλου και ενισχύει αυτή που βρίσκεται μέσα μας. Τουλάχιστον έτσι συνέβη σε μένα».
Στους χρόνιους πόνους από τους οποίους υποφέρετε μέχρι σήμερα, έχετε αισθανθεί ποτέ να υποτιμάται ή και να αμφισβητείται η βιωμένη εμπειρία σας, ίσως λόγω έμφυλων στερεοτύπων του τύπου «γυναίκα είναι, υπερβάλλει»;
«Όχι, ποτέ δεν ένιωσα έτσι. Υπάρχει αυτή η τάση στην εποχή μας, όταν ένας άνθρωπος μοιράζεται την εμπειρία του κι εμείς δεν έχουμε το ανάλογο βίωμα να νομίζουμε ή να νιώθουμε ότι υπερβάλλει. Αλλά κανένας τρίτος δεν μπορεί να κρίνει το βίωμα ούτε τον πόνο του άλλου. Εγώ είχα την τύχη και την ευλογία στη ζωή μου να έχω στο περιβάλλον μου μόνο ανθρώπους με ενσυναίσθηση».
Αν οι προσωπικές ιστορίες που αφηγείται ο Ροντρίγκες έχουν και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, αυτό ισχύει και στον «Χορό των εραστών»;
«Το να συνεχίζεις να πιστεύεις στην αγάπη και να την εμπιστεύεσαι, στους καιρούς που διανύουμε και με τα γεγονότα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι κάθε μέρα, απαιτεί θάρρος και είναι μια πολιτική πράξη».
Εσάς τι σας κάνει περισσότερο να ασφυκτιείτε καθημερινά;
«Η αγένεια και η αδικία. Και σε μεγαλύτερη κλίμακα, η αγένεια και η αδικία στον κόσμο. Εκφράζονται με άπειρους τρόπους, από το πώς θα σου μιλήσει κάποιος στο φανάρι μέχρι το πώς μια χώρα φέρεται στον άμαχο πληθυσμό και τους ανθρώπους μιας άλλης – χωρίς να θέλω να εξισώσω αυτά τα δύο».
«Η αγένεια και η αδικία με κάνουν περισσότερο να ασφυκτιώ καθημερινά. Και σε μεγαλύτερη κλίμακα, η αγένεια και η αδικία στον κόσμο. Εκφράζονται με άπειρους τρόπους, από το πώς θα σου μιλήσει κάποιος στο φανάρι μέχρι το πώς μια χώρα φέρεται στον άμαχο πληθυσμό και τους ανθρώπους μιας άλλης – χωρίς να θέλω να εξισώσω αυτά τα δύο».
Αναρωτιέμαι αν η αγένεια και η αδικία έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια ή αν εμείς μεγαλώνοντας γινόμαστε πιο ευαίσθητοι απέναντι στις εκφάνσεις τους.
«Νομίζω ότι ισχύουν και τα δύο. Παρατηρώντας τον κόσμο -μέσα στον οποίο ανήκω κι εγώ, δεν βγάζω απέξω τον εαυτό μου- θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια γινόμαστε όλο και πιο αγενείς και άδικοι. Από την περίοδο της καραντίνας και μετά όλοι μας νιώθουμε πολύ πιο ασφυκτικά στις ζωές μας, κι αυτή η ασφυξία βγάζει μια ένταση και σωματική, και λεκτική, και νευρική. Κατά τη διάρκεια του COVID και μετά άλλαξαν πάρα πολλά στην καθημερινότητά μας και τον τρόπο με τον οποίο ακόμα και η πολιτική διαχειρίζεται την πραγματικότητα που ζούμε. Το συλλογικό αποτύπωμα που έχει αφήσει αυτή η περίοδος σε όλους μας είναι τεράστιο και θα το ανακαλύπτουμε αργά-αργά και σταθερά».
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσετε μια όμορφη ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια, ποια θα ήταν;
«Δύσκολο αυτό! Θυμάμαι -μια ανάμνηση στην οποία μου αρέσει να ανατρέχω- ότι πολύ συχνά με τη μαμά μας πηγαίναμε όχι μόνο στο θέατρο και στην όπερα, αλλά και σε ένα μόνιμο τσίρκο που υπήρχε στην Τασκένδη. Το πιο αγαπημένο μου ήταν να βλέπω τους κλόουν. Πολύ μικρή τότε σε ηλικία σκεφτόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα ήθελα κι εγώ να γίνω κλόουν. Συνδεόμουν πιο πολύ με την αίσθηση της ελευθερίας τους, με το ότι μπορείς να δείχνεις ό,τι αισθάνεσαι και να κάνεις ό,τι θέλεις τη στιγμή που το νιώθεις. Υπό αυτή την έννοια, ελπίζω να έγινα κλόουν».
Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια πολιτικών προσφύγων, εκ των υστέρων πώς σας επηρέασε αυτή η κληρονομιά;
«Με επηρέασε όπως επηρεάζει τους ανθρώπους που ζουν τώρα την προσφυγιά και αναγκάζονται να φύγουν από τις χώρες τους. Σε προσωπικό επίπεδο, είναι ένα κομμάτι Ιστορίας στο οποίο πρόσφατα έχουμε αρχίσει να αναφερόμαστε, δεν το συζητούσαν πολύ οι άνθρωποι όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, επομένως τότε ήταν δύσκολο να καταλάβεις κι εσύ πού βρίσκεσαι».
Οι νευροεπιστήμες, με τις οποίες ονειρευόσασταν να ασχοληθείτε μεγαλώνοντας, έχουν κοινά με την υποκριτική;
«Ναι, υπό την έννοια ότι και τα δύο έχουν πάρα πολλή έρευνα σε ένα αχαρτογράφητο τοπίο: στις νευροεπιστήμες είναι το ανθρώπινο νευρικό σύστημα και στην υποκριτική το να χτίσεις ένα χαρακτήρα από την αρχή».
«Πολύ μικρή σε ηλικία σκεφτόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα ήθελα κι εγώ να γίνω κλόουν. Συνδεόμουν πιο πολύ με την αίσθηση της ελευθερίας τους, με το ότι μπορείς να δείχνεις ό,τι αισθάνεσαι και να κάνεις ό,τι θέλεις τη στιγμή που το νιώθεις».
Όταν κάνατε σχολικές κοπάνες για να πάτε όχι για καφέ, όπως φαντάζομαι οι περισσότεροι συμμαθητές σας, αλλά σε μουσεία, νιώθατε κατά κάποιον τρόπο διαφορετική στην τάξη σας;
«Όχι, γιατί ήμασταν μια παρέα όπου ο καθένας μπορούσε να είναι αυτό που ήθελε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είπαμε να κάνουμε μια κοπάνα με μια φίλη μου, εκείνη μου λέει πάμε στην παραλία για καφέ. Και της λέω, εντάξει, πρώτα θα πάμε σε δύο μουσεία, μετά θα σου δείξω τη μόνιμη έκθεση αγιογραφίας στον Λευκό Πύργο -ήθελα οπωσδήποτε να τη δει- και μετά πάμε όπου γουστάρεις. Και έτσι κάναμε, και περάσαμε υπέροχα. Ημασταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι στις παρέες μας -και πολλοί συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι από το Δημοτικό και να συναντιόμαστε-, αλλά σεβόμασταν ο ένας τον άλλον».
Στο «Maestro» με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, όπου συνεχίζετε και στο νέο κύκλο επεισοδίων, έχετε κοινά με την ηρωίδα που υποδύεστε, τη Σοφία;
«Η κοινή βάση είναι ότι κι εγώ θα έκανα τα πάντα για τα παιδιά μου».
Τι έχει κάνει το «Maestro» να ξεχωρίσει σε σημείο να γίνει η πρώτη ελληνική τηλεοπτική σειρά στο Netflix;
«Η παραγωγή, η δουλειά του Χριστόφορου και οι ηθοποιοί της. Τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι τους απολαμβάνω και τους θαυμάζω».
Αν, τέλος, ο Ροντρίγκες φημίζεται ότι κάνει συνδημιουργούς τους ηθοποιούς σε κάθε παράστασή του, ποια είναι η μεγαλύτερή σας συνεισφορά στον «Χορό των εραστών»;
«Το κορμί μου, που είναι όρθιο εκεί».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ.
ΧΤΕΝΙΣΜΑ – ΜΑΚΙΓΙΑΖ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΛΤΑΝΗ (D-TALES). ΒΟΗΘΟΣ ΣΤΥΛΙΣΤΑ: ΜΑΡΙ ΙΝΑΣΑΡΙΤΖΕ