Με ένα εξαιρετικό μοντάζ, που από τα πρώτα κιόλας λεπτά του πρώτου επεισοδίου μάς οδηγεί, αντίστροφα προς τη ροή του χρόνου, από τα σκοτάδια της φυλακής, στο φρούριο Μπούρτζι του Ναυπλίου, στο φως της ελπίδας για μια καινούρια, καλύτερη ζωή, ανοίγει η νέα σειρά μυθοπλασίας της COSMOTE TV «17 Κλωστές», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη και σε αληθινά γεγονότα, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου και Κάτιας Κισσονέργη. Παρακολουθήσαμε τα δύο πρώτα επεισόδιά της λίγο πριν από την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα, τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου.
Αυτό το μοτίβο, της εναλλαγής ανάμεσα στο λαμπερό φως και το βαθύ σκοτάδι, που χάρη στο χωρίς ορατές ραφές μοντάζ αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές φάσεις της ζωής του κεντρικού ήρωα ενώ ταυτόχρονα εξομαλύνει τις χρονικές και χωρικές μεταβάσεις στην αφήγηση, από το παρελθόν στο παρόν και τούμπαλιν, επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Και ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι παρακολουθούμε όλα τα γεγονότα που μετέτρεψαν τον κεντρικό χαρακτήρα, Αντώνη, από φιλήσυχο και εσωστρεφή τσαγκάρη, χαρισματικό λυράρη που απολαμβάνει τον θαυμασμό του χωριού του, μοναχοπαίδι που εισπράττει απλόχερα την αγάπη από τους γονείς και την αρραβωνιαστικιά του, σε μισητό σε όλη τη χώρα ισοβίτη που αντιμετωπίζει την απειλή της θανατικής ποινής, καταδικασμένο για τη μαζικότερη δολοφονία στην Ελλάδα.
Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι παρακολουθούμε όλα τα γεγονότα που μετέτρεψαν τον κεντρικό χαρακτήρα, Αντώνη, από φιλήσυχο και εσωστρεφή τσαγκάρη, χαρισματικό λυράρη που απολαμβάνει τον θαυμασμό του χωριού του, σε μισητό σε όλη τη χώρα ισοβίτη που αντιμετωπίζει την απειλή της θανατικής ποινής, καταδικασμένο για τη μαζικότερη δολοφονία στην Ελλάδα.
Οι ρεαλιστικές ερμηνείες, τα υψηλής ποιότητας κοστούμια, τα σκηνικά που συνδυάζουν τα φυσικά τοπία των Κυθήρων με αυθεντικά παλαιά κτίσματα που διατηρούν την πατίνα του χρόνου, οι ήχοι περιβάλλοντος, όλα μαζί τα επιμέρους στοιχεία συνθέτουν μια κινηματογραφική εμπειρία που ταξιδεύει τον θεατή με όλες τις αισθήσεις του στα Κύθηρα των αρχών του 20ου αιώνα.
Για τη σειρά «17 Κλωστές»
Η σειρά διαδραματίζεται στα έτη 1906-1909 στα Κύθηρα. Ο Αντώνης είναι ένα πρόσωπο αγαπητό, μέχρι τη στιγμή που κατηγορείται ότι έκανε ανήθικες προτάσεις σε μια παντρεμένη πελάτισσά του. Μετά το περιστατικό η τοπική κοινωνία τον εξωθεί σε φυγή. Μετακομίζει στον Πειραιά, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ορθοποδήσει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στη μεγαλούπολη, αφήνοντας τον Αντώνη οργισμένο και πικραμένο απέναντι στον κόσμο. Μη μπορώντας να διαχειριστεί τον θυμό του, αποφασίζει να επιστρέψει στα Κύθηρα και να πάρει εκδίκηση.
Για ακόμα μία φορά μετά το «Έτερος Εγώ» (επίσης COSMOTE TV) ο Σωτήρης Τσαφούλιας επενδύει στο εύστοχο casting και αφήνει το ταλέντο κάθε ηθοποιού να ξεδιπλωθεί, χωρίς να επιχειρεί να επιβάλει κάποιο προσωπικό σκηνοθετικό όραμα. Τον Πάνο Βλάχο, που σηκώνει το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος στις πλάτες του στον ρόλο του Αντώνη, πλαισιώνουν οι Αθηνά Τσιλύρα, Θοδωρής Κατσαφάδος, Μαρίνα Ψάλτη, Κώστας Φλωκατούλας, Κώστας Φιλίππογλου, Μάνος Βακούσης, Ταξιάρχης Χάνος, Φώτης Θωμαΐδης, Θάνος Τοκάκης, Ντένια Στασινοπούλου, Μελίνα Βαμπούλα, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Άλκηστη Πουλοπούλου, Ειρήνη Ιωάννου–Παπανεοφύτου, Στέλλα Αντύπα, Χρήστος Βελιάνος, Θράσος Σταθόπουλο, Τάσος Σωτηράκης, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ελένη Δαφνή και Νικόλας Δροσόπουλος.
Για ακόμα μία φορά μετά το «Έτερος Εγώ» (επίσης COSMOTE TV) ο Σωτήρης Τσαφούλιας επενδύει στο εύστοχο casting και αφήνει το ταλέντο κάθε ηθοποιού να ξεδιπλωθεί, χωρίς να επιχειρεί να επιβάλει κάποιο προσωπικό σκηνοθετικό όραμα.
Στη σειρά συμμετέχουν, επίσης, οι Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Δήμητρα Σακαλή, Δωροθέα Βουτσαδοπούλου, Μαρία Κοντοδήμα, Κώνσταντίνος Τσεντούρος, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Μιρέλλα Παπαοικονόμου, Γιάννης Βουλγαράκης, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Φώτης Πέτσος, Γιώργος Κανέλλης, Κώστας Ροζής Άπος Κυπραίος και Πέτρος Χυτήρης.
Τι συνέβη στην προβολή των πρώτων επεισοδίων
Μετά την προβολή ακολούθησε συζήτηση με τους συντελεστές της σειράς όπου ο Σωτήρης Τσαφούλιας ξεκίνησε λέγοντας πως ακόμα και αν χάσει κάποτε τη μνήμη του θα θυμάται για πάντα τα Κύθηρα, «όλο αυτό που ζήσαμε εκεί, τη δυσκολία, τη χαρά, το δέσιμο, το πόσο ωραία ομάδα ήμασταν, πόσο ωραία ενέργεια είχαμε. Θεωρώ πως ήταν η καλύτερη κινηματογραφική εμπειρία της ζωής μου από όσα έχω κάνει μέχρι στιγμής».
«Κι εγώ προσωπικά και ο Σωτήρης και οι σειρές εν Ελλάδι εν γένει έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας» πρόσθεσε ο Πάνος Βλάχος, απαντώντας σε κομπλιμέντο για την ερμηνεία του. «Κάνουμε πολύ ωραία πράγματα, αλλά στ’ αλήθεια έχουμε πολλή δουλειά. Πηγαίνουμε ένα βήμα τη φορά. Και σε αυτή την τεράστια ανηφόρα είναι μεγάλη ευτυχία που κάποιοι άνθρωποι έπεισαν κάποιοι άλλους να κάνουν μια σειρά που θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει με κάποιο άλλο επίπεδο» πρόσθεσε.
«Ο Πάνος Βλάχος έχασε κοντά στα δέκα κιλά μυϊκής μάζας για τις σκηνές των φυλακών. Πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα για ένα τρίμηνο ιππασία, [και σε] μαθήματα λύρας, παίζει ο ίδιος λύρα. Πήγαινε και σε ένα τσαγκαράδικο και μάθαινε την ορολογία. Δουλέψαμε όπως ονειρευόμασταν»,
«Ο Πάνος Βλάχος έχασε κοντά στα δέκα κιλά μυϊκής μάζας για τις σκηνές των φυλακών. Πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα για ένα τρίμηνο ιππασία, [σε] μαθήματα λύρας, παίζει ο ίδιος τη λύρα [στη σειρά]. Πήγαινε και σε ένα τσαγκαράδικο και μάθαινε την ορολογία. Δουλέψαμε όπως ονειρευόμασταν» πρόσθεσε ο Σωτήρης Τσαφούλιας.
Για τις προκλήσεις της δημιουργίας μιας σειράς εποχής και τα επίκαιρα μηνύματα στις «17 Κλωστές» ο σκηνοθέτης συμπλήρωσε τα εξής: «Είναι μια ιστορία η οποία συνέβη πριν από 116 χρόνια περίπου και για εμένα, σε κοινωνικό επίπεδο, παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό που πήρα από τη σειρά είναι το πώς εμείς μετατρέπουμε τους συνανθρώπους μας σε τέρατα και, όταν αυτά απασφαλίσουν και μας χτυπήσουν κάποια στιγμή, αναρωτιόμαστε τι κάναμε εμείς οι καημένοι για να μας αξίζει να μας κάνει αυτό το πράγμα το τέρας, όταν εμείς οι ίδιοι με τη συμπεριφορά μας έχουμε συνεισφέρει στις συνθήκες της εκτροπής των συνανθρώπων μας. Το βλέπουμε να γίνεται, βλέπουμε θύματα να ενοχοποιούνται, ακούς ότι μια γυναίκα βιάστηκε ένα βράδυ έξω απ’ το μπαρ και η πρώτη ερώτηση είναι τι δουλειά είχε στο μπαρ με κόκκινη φούστα. Και νομίζω ότι κάτι τέτοιο λέει η ιστορία, πώς ενώ ένας άνθρωπος έχει πολύ καλή πρόθεση, και όλοι τριγύρω του έχουν καλές προθέσεις, συγκλίνουν οι ενέργειες στο να γίνει κάτι κακό. Το πρόβλημα είναι στο πώς στέκονται οι άνθρωποι αφού γίνει το κακό. Αυτός για μένα ήταν ο πυρήνας, [ο λόγος] που ήθελα να μοιραστώ αυτή την ιστορία με τον κόσμο».
«Αυτό που πήρα από αυτή τη σειρά είναι το πώς εμείς μετατρέπουμε τους συνανθρώπους μας σε τέρατα και όταν αυτά απασφαλίσουν και μας χτυπήσουν κάποια στιγμή αναρωτιόμαστε τι κάναμε εμείς οι καημένοι για να μας αξίζει».
«Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο και φυσικά μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία και άρχισα να γράφω το σενάριο, το παρουσιάσαμε δύο φορές με τον Πάνο Δημάκη με αφορμή τη σειρά που θα γυριζόταν» είπε η Μιρέλλα Παπαοικονόμου. «Στο κοινό υπήρχαν άνθρωποι που ήταν απόγονοι θυμάτων και αυτό ήταν πολύ συγκινητικό.
»Δεν προσπαθήσαμε να δικαιώσουμε εκείνο τον άνθρωπο που πιέστηκε τόσο πολύ από το bullying, από την κακή μεταχείριση του κόσμου, ώστε να φτάσει σε αυτό το σημείο. Αυτός ο άνθρωπος και ως ιδιοσυγκρασία ήταν φοβερά εσωστρεφής, ένα ιδιαίτερο παιδί. Όταν συμπεριφέρεσαι σε κάποιον άσχημα, εκτονώνεται με κάποιον τρόπο. Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν μάζευε, μάζευε, μέχρι που έσκασε. Αυτό προσπαθήσαμε να περάσουμε γράφοντας το σενάριο και στη συνέχεια όλοι οι υπόλοιποι, ότι είχε και μια προδιάθεση, θα έλεγα, για να φτάσει στο σημείο να εκραγεί με αυτό τον τρόπο, άρα δεν δικαιώνεται, μπορεί να τον καταλάβεις αλλά δεν τον δικαιώνεις για τους φόνους που έκανε, ανθρώπων που δεν έφταιγαν, που ήταν αθώοι. Μιλήσαμε και με συγγενικά πρόσωπα και ήταν πάρα πολύ θετικά με την προσπάθεια που κάναμε».
«Πολλές φορές και με τον Πάνο [Βλάχο] υπήρχαν άνθρωποι που μας ρωτούσαν, ήρθατε εδώ να μας κάνετε να φανούμε κακοί;» πρόσθεσε ο Σωτήρης Τσαφούλιας, αναφερόμενος στην εμπειρία του από τα γυρίσματα στα Κύθηρα. «Και μετά όσο προχωράγαμε τα στόματα άνοιγαν, η γενική ατάκα όταν τούς λέγαμε τι κάναμε ήταν, τον τρελάνανε τον άνθρωπο.
»Με τη Μιρέλλα είχαμε παιδευτεί πολλά βράδια και μέχρι σήμερα διαφωνούμε, εγώ δεν πιστεύω ότι είχε προδιάθεση [για το έγκλημα]. Η Μιρέλλα πιστεύει ότι έχει ακριβώς επειδή ήταν εσωστρεφής. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι παράγοντες [για την πράξη του τσαγκάρη]. Αφενός το χασίσι και αφετέρου ότι όταν επέστρεψε στα Κύθηρα έπιασε δουλειά στην επεξεργασία λιναριού, που είναι οπιοειδές και η κατεργασία του γίνεται με το στόμα, οπότε όταν είσαι υπό την επήρεια του χασισιού και του οπιοειδούς και βλέπεις τη μάνα σου να σαπίζει μες στο σπίτι και κανείς να μην έρχεται, θα συμφωνήσω με τη Μιρέλλα ότι και προδιάθεση να μην είχε θα την αποκτούσε. Το ότι έσφαξε λάθος χωριό είναι κι αυτό επίκαιρο όσο ποτέ. Στην Αμερική το βλέπουμε συχνά, να γίνεται bullying σε ένα παιδί και δύο χρόνια μετά να παίρνει ένα όπλο, να μπαίνει στο σχολείο και να σκοτώνει τρεις άλλες τάξεις. Σε καμία από τις περιπτώσεις δεν δικαιώνουμε την πράξη, γι’ αυτό όλη τη σεκάνς της σφαγής τη δείξαμε όσο πιο ωμά μπορούσαμε για να φανεί η κτηνωδία της και να μην πάρουμε τη μία ή την άλλη πλευρά».
«Ότι έσφαξε λάθος χωριό είναι κι αυτό επίκαιρο όσο ποτέ. Στην Αμερική το βλέπουμε συχνά, να γίνεται bullying σε ένα παιδί και δύο χρόνια μετά να παίρνει ένα όπλο, να μπαίνει στο σχολείο και να σκοτώνει τρεις άλλες τάξεις».
Για τις δυσκολίες που ενδεχομένως ενέχει ένα έργο εποχής, όπως η απεικόνιση του προξενιού και του έρωτα της πρώτης ματιάς στην πατριαρχική κοινωνία των Κυθήρων του 1900, ο σκηνοθέτης είπε ότι ουσιαστικά δεν αποτελούσαν για εκείνον δυσκολίες καθώς μεγάλωσε στα Ψαρά, όπου «ακόμα και τώρα έτσι είναι. Είμαστε 250 άνθρωποι, φανταστείτε ότι πριν από 15 χρόνια, όταν η κόρη μου η μεγάλη ήταν τριών χρονών, ήρθε άνθρωπος να δώσουμε τα χέρια, που ο γιος του ήταν πέντε, όταν τα παιδιά πάνε 15 να λογοδοθούν. Οπότε όλη αυτή την προσέγγιση την έχω ζήσει. Δεν μου ήταν τόσο ξένο να βλέπω ένα προξενιό, δύο άντρες να μιλούν για τη γη, για τις ελιές». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην εξαιρετική συνεισφορά των συνεργατών του στην αναπαράσταση της εποχής αλλά και των φυσικών σκηνικών στο νησί, στα οποία δεν παρενέβησαν αλλά τα άφησαν με την πατίνα του παρελθόντος.
«Με τον Θοδωρή [Κατσαφάδο] μάς γεννήθηκε μια σκέψη μέσα στο γύρισμα, που λέγαμε ότι τελικά αν είσαι υγιής στο μυαλό σου ως άντρας, αν δεν είσαι απλά αρσενικός και έχεις γίνει άντρας, για αυτού του είδους τους ανθρώπους τα πρώτα θύματα αυτού που λέμε πατριαρχία ίσως να είναι οι ίδιοι οι άντρες. Δηλαδή το ότι εμένα ο πατέρας μου δεν είδε ποτέ την πάνα μου γιατί δεν με άλλαζε, πράγμα που εγώ έκανα κατά κόρον με τις κόρες μου, πιστεύω ότι ήταν κάτι που έχασε εκείνος. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου κερδισμένο. Άρα με αυτό το μοντέλο της πατριαρχίας πολλοί άντρες υπέφεραν, που δεν μπορούσαν να γελάσουν, να κλάψουν, να αλλάξουν το παιδί τους. Και από μια σκηνή που μου έβγαλε μια πολύ ωραία συγκίνηση ο Θοδωρής τον έπιασα και του λέω, πάμε να κάνουμε έναν τέτοιου είδους πατέρα, που θα βάλει τη φωνή, θα ρίξει το χαστούκι αλλά δεν θα του είναι εύκολο. Και ο Θοδωρής το απογείωσε».
«Το ότι εμένα ο πατέρας μου δεν είδε ποτέ την πάνα μου γιατί δεν με άλλαζε, πράγμα που εγώ έκανα κατά κόρον με τις κόρες μου, πιστεύω ότι ήταν κάτι που έχασε εκείνος. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου κερδισμένο».
«Έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει στη Μάνη. Τη δεκαετία του ‘50 αυτά τα τοπία μού ήταν οικεία και αυτές οι ιστορίες, οι βεντέτες, οι σκοτωμοί, μου ήταν κι αυτά οικεία. Είναι σαν να βλέπω τα παιδικά μου χρόνια [στη σειρά] και θα πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Σωτήρη που μου έδωσε την ευκαιρία να είμαι κομμάτι αυτής της ιστορίας» είπε ο Θοδωρής Κατσαφάδος.
Στις πιο απαιτητικές σκηνές υπήρξαν και κάποια τραγελαφικά περιστατικά που μοιράστηκαν οι συντελεστές. Όπως στα γυρίσματα της σκηνής της δημόσιας διαπόμπευσης του τσαγκάρη, όπου ο Σωτήρης Τσαφούλιας απογοητευμένος από τις «χλιαρές» αντιδράσεις των κομπάρσων, «μου λέει ο Πάνος, δώσε! Πάω λοιπόν στο πλήθος σε δυο τρία πηγαδάκια και λέω, όποιος τον πετύχει [θα έχει] πενήντα ευρώ από εμένα! Πάω μετά στους αστυνομικούς [που τον συνόδευαν] και λέω, τους έχω πει να τον πετύχουν, αν δεν τα καταφέρουν, έχετε πενήντα ευρώ από εμένα! Και κάνουμε το πέρασμα και ξαφνικά βλέπω λίγο αίμα στον Πάνο και λέω, εγώ δεν του είπα να του βάλουν αίμα. Μου λένε, δικό του είναι! Η σκηνή ήταν σπαρακτική, με την άδεια του Πάνου».
Μάλιστα σε εκείνη τη σκηνή χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ξύλα και πέτρες αλλά σε κάποια φάση άρχισαν οι άνθρωποι να «ξεχνιούνται», πρόσθεσε ο Πάνος Βλάχος, σε σημείο που «όπως μου είπε ο Σωτήρης την επόμενη ημέρα, μια κυρία είχε πάρει μια κανονική πέτρα». Ο Σωτήρης Τσαφούλιας συμπλήρωσε: «Μετράω τις πέτρες από αφρολέξ και βρίσκω μία [που περίσσευε]. Και λέω, έχετε όλοι τις πέτρες; Μου λένε, ναι. Και η μία ήταν κανονική. Λέω, κυρία μου, θα την πετάγατε;».
Δείτε το τρέιλερ:
Info
Η σειρά έξι επεισοδίων, σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου – Κάτιας Κισσονέργη και σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, θα προβάλλεται κάθε Δευτέρα στις 23:00 αποκλειστικά στο COSMOTE CINEMA 1HD. Αμέσως μετά την προβολή του στο κανάλι, κάθε νέο επεισόδιο της σειράς θα είναι διαθέσιμο on demand, σε 4Κ ανάλυση. Περισσότερες πληροφορίες για τις «17 Κλωστές» εδώ.
Συντελεστές
Παραγωγή: COSMOTE TV. Εκτέλεση Παραγωγής: Tanweer Productions. Σενάριο: Μιρέλλα Παπαοικονόμου, Κάτια Κισσονέργη. Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας. Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Ναταλύ Δούκα. Executive Producers: Δημήτρης Μιχαλάκης, Φαίη Τσιτσιπή. Production Designer: Μιχάλης Σαμιώτης. Διευθυντής Φωτογραφίας: Claudio Bolivar. Μουσική: Μίνως Μάτσας. Ηχοληψία: Πάνος Παπαδημητρίου. Μοντάζ: Γιώργος Γεωργόπουλος. Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα. Hair Stylist: Έλενα Παρασκευά. Make-up Artist: Κατερίνα Βαρθαλίτου. Casting: Σταύρος Ράπτης – Fin Casting.
Οι «17 Κλωστές» που βασίζονται στο ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, είναι μια παραγωγή της COSMOTE TV, ενώ η εκτέλεση παραγωγής γίνεται από την «Tanweer Productions».