Φωτογράφος: Νίκος Παπαδόπουλος
Στη συνέντευξή μας κάνω κάτι που δεν συνηθίζω: της ζητάω να ποζάρουμε μαζί, για να δείξω τη φωτογραφία στον γιο μου, που την έχει αγαπήσει από πέρυσι, από τα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά, που έπαιζε τη «μαμά του Χάρη Γαμμάτου». Ο αρχικός δισταγμός μου -σκέφτομαι, θα είναι ήδη υπερβολικά κουρασμένη μετά την πολύωρη πρόβα για να ανταποκριθεί σε ένα έξτρα αίτημα, όσο απλό κι αν είναι- εξανεμίζεται αμέσως, καθώς δέχεται με προθυμία, επιβεβαιώνοντας ότι η πρώτη εντύπωση που δίνει, αυτή της φυσικής ευγένειας, δεν είναι παραπλανητική. Το θεατρόφιλο κοινό την αποθεώνει σε κάθε εμφάνισή της (ανάμεσα στις κορυφαίες εμφανίσεις της στο παρελθόν, οι παραστάσεις «Αρίστος», «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου» και «Ξύπνα, Βασίλη!»), ενώ στην περσινή τηλεοπτική σεζόν πολλοί την έβλεπαν με αγάπη και στο «Ποιος Παπαδόπουλος».
Φέτος η Ελένη Ουζουνίδου επέλεξε να αφοσιωθεί στο θέατρο, αφήνοντας στην άκρη την τηλεόραση, τουλάχιστον για λίγο, όπου «τα γυρίσματα είναι πολύ κουραστικά, καθημερινά και δεκάωρα, προσωπική ζωή δεν υπάρχει, κι εγώ θέλω να διαβάσω κάτι παραπάνω, να δω τον άντρα μου πάνω από μία ώρα την ημέρα και να έχω την ευκαιρία να πηγαίνω στους γονείς μου, στην Κομοτηνή, να τους βλέπω όσο συχνότερα γίνεται».
Άλλωστε δεν υπήρξε δεύτερη σεζόν για τα «Νούμερα», «αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, για την οικογένεια που δημιουργήσαμε. Σίγουρα θα κάνουμε κάτι άλλο! Ίσως υπάρχει ένα φως στο τούνελ», προσθέτει δίνοντας αισιοδοξία σε όσους την αγάπησαν σαν «Αντιγόνη», την εκ πρώτης όψης παραδοσιακή Ελληνίδα μάνα, που νταντεύει τον προ πολλού ενήλικο γιο της, αλλά στην εξέλιξη της σειράς κάνει την ανατροπή όχι μόνο ανεβαίνοντας στη σκηνή της «Νέας Μάντρας» του Αττίκ και τραγουδώντας με χάρη και υπέροχη φωνή, αλλά και αγκαλιάζοντας τη νεοφερμένη νύφη της και τους μιγάδες έφηβους γιους της: ξεπερνώντας «τα ρατσιστικά θέματά της», όπως σχολιάζει η Ελένη Ουζουνίδου.
Την ανατροπή κάνει και η ηρωίδα που υποδύεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, η Σίρλεϊ, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου, μια 45χρονη σύζυγος και μητέρα της εργατικής τάξης στην Αγγλία του ’70. Εκεί διαδραματίζεται το έργο του Ουίλι Ράσελ, ενώ η κεντρική ηρωίδα του είναι παντρεμένη με τον Τζο, «ο οποίος δεν είναι ο απόλυτος σατράπης, αλλά με τα χρόνια έχει αποκτήσει τον ρόλο που του έδωσε η κοινωνία: του άντρα του βαρύ, του κακοποιητή, που μπορεί να μην έχει απλώσει χέρι πάνω της, αλλά την περιόρισε στην κουζίνα του σπιτιού», μας λέει χαρακτηριστικά η ηθοποιός. «Η Σίρλεϊ λοιπόν αποφασίζει να δραπετεύσει από την κουζίνα και να ταξιδέψει για δεκαπέντε μέρες σε ένα ελληνικό νησί, για να σώσει τον εαυτό της, τον Τζο και τον γάμο τους. Δυστυχώς, οι άντρες ακόμα και σήμερα έχουν μεγαλύτερη ελευθερία να κυνηγούν τα όνειρά τους, αλλά τελικά είναι μια απόφαση το να κάνεις ένα βήμα και να ζήσεις. Η ιστορία της Σίρλεϊ είναι ένα ρομάντζο με τη ζωή και τον εαυτό της. Μέσα από αυτό το ταξίδι ευχαριστιέται τη θάλασσα, τη φύση, τη δική της φύση – το σώμα της».
«Δυστυχώς, οι άντρες ακόμα και σήμερα έχουν μεγαλύτερη ελευθερία να κυνηγούν τα όνειρά τους, αλλά τελικά είναι μια απόφαση το να κάνεις ένα βήμα και να ζήσεις. Η ιστορία της Σίρλεϊ είναι ένα ρομάντζο με τη ζωή και τον εαυτό της».
Και όπως και η Αντιγόνη και η Σίρλεϊ, η Ελένη Ουζουνίδου έκανε την ανατροπή μετά τα 40, όταν γνώρισε τον άντρα που τελικά παντρεύτηκε, σε κλειστό κύκλο, σε ένα ξωκλήσι στην Κομοτηνή. «Τον κοίταξα στα μάτια, με κοίταξε, κι αυτό ήταν», έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή της.
«Δεν έχει σημασία η ηλικία, άνθρωποι ερωτεύονται στα 50, στα 60, στα 70, έχουμε ακούσει πολλές ιστορίες και πρέπει να παραδειγματιζόμαστε από αυτές», σχολιάζει στο Marie Claire. «Γι’ αυτό τις λέμε και οι ηθοποιοί, γιατί δεν ξέρεις πότε θα σου συμβεί. Πιθανόν έχει να κάνει με την τύχη και με τον τρόπο σκέψης σου, αν δείχνεις στους άλλους ότι αυτό το κομμάτι του εαυτού σου είναι απροσπέλαστο δεν θα σε πλησιάσουν».
«Κακούργα πεθερά»
Με τη γυναικεία ενδυνάμωση καταπιάνεται κατά κάποιον τρόπο και η επόμενη δουλειά της στο θέατρο, η «Κακούργα πεθερά», σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη, στο Θέατρο Πόρτα. Το κείμενο της Νεφέλης Μαϊστράλη είναι προϊόν μυθοπλασίας εμπνευσμένο από το διαβόητο Έγκλημα στου Χαροκόπου: Το μακρινό 1931, μετά τον εντοπισμό του διαμελισμένου πτώματος ενός άντρα, η έρευνα της Αστυνομίας υποδεικνύει ως ενόχους την πεθερά, τη σύζυγο, τον ξάδερφό της και την υπηρέτρια του σπιτιού. Η σκληρή πατριαρχική κοινωνία αδυνατεί να πιστέψει ότι μια γυναίκα -ακόμη κι αν είναι θύμα χρόνιας κακοποίησης, όπως αποδείχθηκε στη δίκη- είναι ικανή για μια τόσο φρικιαστική πράξη. «Το έργο διαπραγματεύεται το πόση δύναμη είχε και έχει μια γυναίκα, αν όντως φτάσαμε σήμερα σε σημείο να μπορεί να πει, “φτάνει πια, δεν αντέχω, θα φύγω, θα πάρω διαζύγιο”, χωρίς να τη σκοτώσουν ή να την κρεμάσουν από τα μανταλάκια».
Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στα σχεδόν 100 χρόνια που έχουν περάσει από το έγκλημα, η ηθοποιός πιστεύει ότι «μάλλον δεν έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικό στα περιστατικά έμφυλης βίας. Χρειάζεται δουλειά ακόμα, σε πολλά επίπεδα, αρχίζοντας από το πώς μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα αγόρια. Ίσως πρέπει να ειπωθούν πολλές φορές κάποια πράγματα για να μπουν στο πετσί και στο μυαλό μας, ότι άνθρωπος είναι ο άντρας, η γυναίκα ή όπως θέλει να λέγεται ο καθένας, ελεύθερα, για να είναι το μέσα μας ισορροπημένο, να είμαστε όλοι χαρούμενοι. Διαφορετικά, βλέπετε τι ξεσπάσματα βίας υπάρχουν παντού».
«Ίσως πρέπει να ειπωθούν πολλές φορές κάποια πράγματα για να μπουν στο πετσί και στο μυαλό μας, ότι άνθρωπος είναι ο άντρας, η γυναίκα ή όπως θέλει να λέγεται ο καθένας, ελεύθερα, για να είναι το μέσα μας ισορροπημένο, να είμαστε όλοι χαρούμενοι. Διαφορετικά, βλέπετε τι ξεσπάσματα βίας υπάρχουν παντού».
Η ίδια παραδέχεται πως δυσκολεύεται πολύ να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. «Μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν κοσμοϊστορικά γεγονότα και ο κόσμος έχει επηρεαστεί πάρα πολύ, οι συμπεριφορές μας είναι αψυχολόγητες, απρόβλεπτες. Ζω στο κέντρο της Αθήνας και φοβάμαι να διασχίσω έναν δρόμο, δεν ξέρω ποιος θα παραβιάσει το φανάρι, τι θα συμβεί, ποια τρέλα θα έρθει στους ανθρώπους, που τους καταλαβαίνω, είναι λογικό όταν ζούμε σε ένα τέτοιο χάος να μην ξέρουν πώς να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα να τα εκφράσουν λάθος και, κυρίως, βίαια.
»Όλα με τρομάζουν πια. Ακόμα και η προσπάθεια των γυναικών να δείχνουν τέλειες, ακόμα κι αυτή μου φαίνεται πολύ επιθετική: τα μπότοξ και τα υαλουρονικά, τα ακούνητα χείλη, τα ακούνητα ζυγωματικά, τα σιδερωμένα μέτωπα. Αυτά που βλέπω όχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά και στο δρόμο – ακόμα και σε κοριτσάκια 14χρονα, 15χρονα».
«Εγώ είμαι της βραδύτητας, θέλω ήρεμους, ανατολίτικους ρυθμούς και στη ζωή και στη σκέψη και στα συναισθήματα».
Αναρωτιέμαι πώς λειτουργούν μέσα της τα social media με όλες τις αντιφάσεις τους, την προώθηση από τη μία της συμπερίληψης και του body positivity, από την άλλη της τελειότητας: «Έχω επαφή μαζί τους τόσο όσο. Μπαίνω κυρίως στο Twitter, όπου ακολουθώ κάποιους. Δεν ποστάρω, έχω κουραστεί πολύ. Ενας φίλος μου τα περιέγραψε σαν “οπτική διάρροια” και, πραγματικά, κάπως έτσι είναι, με τόσες πληροφορίες μέσα σε δευτερόλεπτα. Εγώ είμαι της βραδύτητας, θέλω ήρεμους, ανατολίτικους ρυθμούς και στη ζωή και στη σκέψη και στα συναισθήματα».
Ειδικά μετά την επιστροφή της, φέτος το καλοκαίρι, από το πατρικό της στην Κομοτηνή, «μια πόλη χτισμένη δίπλα στο βουνό, πολύ κοντά στη θάλασσα, με την ομορφιά της φύσης δίπλα σου», δυσκολεύτηκε πολύ να ξαναβρεί τα πατήματά της στην Αθήνα. «Έγιναν και όλα αυτά με τις πλημμύρες και στην αρχή δεν ήθελα να βγω από το σπίτι, έκλαιγα από το πρωί μέχρι το βράδυ». Ήταν το θέατρο που την παρακίνησε: «Μια καλή ιστορία στο θέατρο μπορεί να σου δώσει λίγο περισσότερο θάρρος και να σου εξηγήσει ότι δεν είναι ζωή αυτή που ζεις, τόσο προδιαγεγραμμένη και ρουτινιάρικη. Κάνε ένα “κλικ” και άλλαξέ τη, φέρσου καλύτερα στον σύντροφο, στον σύζυγο, στο παιδί σου, στον συνάνθρωπο, στη γειτονιά σου και κατ’ επέκταση στην κοινωνία».
«Μια καλή ιστορία στο θέατρο μπορεί να σου δώσει λίγο περισσότερο θάρρος και να σου εξηγήσει ότι δεν είναι ζωή αυτή που ζεις, τόσο προδιαγεγραμμένη και ρουτινιάρικη. Κάνε ένα “κλικ” και άλλαξέ τη, φέρσου καλύτερα στον σύντροφο, στον σύζυγο, στο παιδί σου, στον συνάνθρωπο, στη γειτονιά σου και κατ’ επέκταση στην κοινωνία».
Αν ήταν στο χέρι της, θα ζούσε σε κάποια άλλη χώρα – «κάπου με πολύ πράσινο, καθαρή ατμόσφαιρα, καθαριότητα και ηρεμία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ή να πατήσω ένα κουμπί και αυτή η κοινωνία να αλλάξει, να γίνει λίγο πιο προσεκτική και να έχουμε γύρω μας ανθρώπους που μπορούν να μας φροντίσουν».
Στην Κομοτηνή δεν θα επέστρεφε, ελλείψει επαγγελματικών επιλογών, αλλά μιλάει με νοσταλγία για τη γενέτειρά της και για τα παιδικά χρόνια εκεί: «Οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι, πηγαίναμε σε όσες καλές παραστάσεις έρχονταν στην επαρχία, αρχαία δράματα και κωμωδίες και στο Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου τα καλοκαίρια και, αργότερα, όταν δημιουργήθηκε το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, σε παραστάσεις του». Μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο πέρασε στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ είχε αρχίσει ήδη σπουδές σε μια άλλη σχολή, την οποία όμως δεν τελείωσε.
«Οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί και είναι ακόμα. Στην αρχή τούς υποσχέθηκα ότι θα έπαιρνα και τα δύο πτυχία, αλλά αν είχες πάνω από έναν συγκεκριμένο αριθμό απουσιών στη Δραματική του Κρατικού Θεάτρου έχανες το έτος, οπότε με κέρδισε το θέατρο. Τους πρώτους μήνες στη δραματική σχολή, φοβόμουν ότι θα συνέβαινε κάτι και θα μου έλεγαν, ξέρετε, έγινε λάθος, πρέπει να φύγετε τελικά! Ήταν το απόλυτο όνειρο για μένα το να γίνω ηθοποιός, το οποίο δεν εξέφραζα κιόλας, μόνο εγώ και κάνα δυο φιλενάδες μου το ξέραμε, σε όλους τους υπόλοιπους και στους γονείς μου έλεγα: “Θέλω να γίνω επιστήμονας”. Και όταν πέρασα τις εξετάσεις ήταν εξωπραγματικό, σαν να πέρασα σε άλλη διάσταση, νόμιζα πως σε λίγο θα ξυπνούσα».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ ΧΤΕΝΙΣΜΑ/ΜΑΚΙΓΙΑΖ: ENEZ MANAV (BEEHIVE ARTISTS) ΒΟΗΘΟΣ ΣΤΥΛΙΣΤΑ: ΝΤΕΜΥ ΜΠΟΥΚΗ