Η Νία Βαρντάλος στο εξώφυλλο του Marie Claire. Οι γονείς της ξενιτεύτηκαν. Ηταν μετανάστες πρώτης γενιάς. Ο πατέρας της γεννήθηκε στα Καλάβρυτα. Αυτή στον Καναδά. Μετανάστρια δεύτερης γενιάς. Εβγαλε βόλτα στον κόσμο τη χώρα καταγωγής της με την κωμωδία «Γάμος αλά ελληνικά». Γράφω αυτό το κείμενο ακολουθώντας τα ίχνη μιας συγκίνησης, μιας πορείας και μιας επιστροφής, η οποία έχει να κάνει με τον κύκλο που μερικές φορές αναλαμβάνουν να κλείσουν τα παιδιά για χάρη των μεταναστών γονιών τους.
Μέρες, βδομάδες, μήνες έκαναν στα χρόνια της μεγάλης ελληνικής μετανάστευσης τα πλοία. Διάβαζαν οι ξενιτεμένοι το χρόνο στο σώμα τους, στα γένια και τα μαλλιά που μεγάλωναν στο ταξίδι, στις εγκυμοσύνες των συνταξιδιωτών τους που προχωρούσαν, στις ώρες που μαζεύονταν και μούδιαζαν τον όποιο αρχικό ενθουσιασμό. Οταν έπιασαν λιμάνι, υποθέτω πως ένα πράγμα κατάλαβαν: Δεν θα ξανάβλεπαν εκείνους που άφησαν πίσω. Εκείνη πρέπει να ήταν μια τρομακτική στιγμή. Με ποιον τρόπο όμως αποδέχεται ο χάρτης της καρδιάς τον οριστικό αποχωρισμό και ποια είναι τα υλικά με τα οποία τον γεμίζει.
Μέρες, βδομάδες, μήνες έκαναν στα χρόνια της μεγάλης ελληνικής μετανάστευσης τα πλοία. Διάβαζαν οι ξενιτεμένοι το χρόνο στο σώμα τους, στα γένια και τα μαλλιά που μεγάλωναν στο ταξίδι, στις εγκυμοσύνες των συνταξιδιωτών τους που προχωρούσαν, στις ώρες που μαζεύονταν και μούδιαζαν τον όποιο αρχικό ενθουσιασμό.
Διηγήσεις. Κάθε ξενιτεμένος το ίδιο θα σου πει. Τις εικόνες που βρίσκονται στα μάτια του, όχι όταν τα κρατάει ανοιχτά, αλλά όταν τα κλείνει, δεν μπορεί κανείς άλλος να τις δει. Αρχίζει να ζορίζεται και τότε πιάνει τις ιστορίες. Πιάνει τις λέξεις, λέει την ιστορία, και είναι σαν να δίνει τη σκυτάλη της ανάμνησης. Τώρα υπάρχει ένας ακόμα για να θυμάται. Η πραγματική τέχνη όμως βρίσκεται στο «Υπάρχει ένας ακόμα για να νοσταλγεί». Κι απορώ συχνά, όταν συναντώ μετανάστες δεύτερης γενιάς, πόσο δυνατά είναι τα μάγια με τα οποία γονείς, κατά κανόνα αγράμματοι, τους έδεσαν με τον χαμένο τόπο.
Κι επειδή μιλάμε για διήγηση, η διήγηση μόνο δεν φτάνει. Για να το πούμε αλλιώς, η διήγηση από μόνη της δεν φτιάχνει μυθολογία. Η μυθολογία της μετανάστευσης έχει δικούς της ήχους, δικούς της θεούς, έχει άλλη γλώσσα για μέσα στο σπίτι, άλλη για έξω, έχει δικούς της κώδικες τιμής, δικές της μυρωδιές κουζίνας, άρα και μυρωδιές χαράς, δικό της τελετουργικό λύπης. Οι λέξεις είναι άνοστες από μόνες τους. Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, το σώμα φτιάχνει τη νοσταλγία. Το νανούρισμα σε άλλη γλώσσα από αυτήν που ακούς όταν βγαίνεις έξω. Οι συγγενείς που φτάνουν με ταψιά, με κατσαρόλια, με γλυκά σε αλουμινόχαρτο και με σκέψεις που μονίμως αφορούν απόντες. Οι απόντες κάπου-κάπου ξεπηδούν σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες μέσα από τα ντουλάπια και οι ήχοι από κλαρίνα και μπουζούκια ακούγονται ανάλογα με τις εποχές: στην αρχή από το πικάπ, μετά από το κασετόφωνο, ύστερα από τα CD. Χοροπηδητά και τσακίσματα που δεν τα βλέπεις αλλού και αρραβωνιάσματα με συμπεθέρια που κάνουν σαματά, σαν χίλιοι νοματαίοι.
Η μυθολογία της μετανάστευσης έχει δικούς της ήχους, δικούς της θεούς, έχει άλλη γλώσσα για μέσα στο σπίτι, άλλη για έξω, έχει δικούς της κώδικες τιμής, δικές της μυρωδιές κουζίνας, άρα και μυρωδιές χαράς, δικό της τελετουργικό λύπης.
Κύκλοι κλειστοί εξ ανάγκης για την πρώτη γενιά. Χούγια και καμώματα που ακόμα και στον τόπο τους είχαν ξεχαστεί. Μα εκείνοι τα κρατούσαν με σχοινιά, όπως στον τόπο τους κρατούσαν ακόμα τα γαϊδούρια. Εχει κάτι κωμικό όλο αυτό, άμα είσαι στη δεύτερη γενιά, και μια συμπόνια. Την Ελλάδα που έμεινε πίσω τη βλέπουμε συχνά στους ξενιτεμένους δημιουργούς. Πρώτης, δεύτερης, ακόμα και τρίτης γενιάς. Ακόμα κι όταν δεν μιλούν για την Ελλάδα, συχνά μιλούν μέσα από αυτήν. Το βλέμμα διαθλάται, λες και διασχίζει ξανά και πίσω το Αιγαίο. Λες και περνάει τα βουνά.
Παλιότερα, όταν το τραύμα ήταν ακόμα νωπό, όταν ο λόγος ανήκε στην πρώτη γενιά, το βλέμμα αφορούσε την απώλεια. Κάθε είδους. Είχε μια τραγικότητα αυτό το βλέμμα. Η δεύτερη γενιά απέκτησε την ελαφρότητα που αντιστοιχεί σε κάθε επόμενη γενιά σε σχέση με τα βάσανα της προηγούμενης. Βλέπει τον καιρό της και την άλλη πλευρά μιας αλήθειας. Η ξενιτιά δεν ήταν μόνο πόνος. Ήταν μια καινούρια ζωή σε έναν καινούριο τόπο, με καινούριες χαρές, που έφτιαξε μια απολύτως δική της μυθολογία, αστεία για τους ξένους, τρυφερή για τους οικείους, αλλοπρόσαλλη μέσα στην προσαρμοστικότητα και την ταυτόχρονη άρνηση της προσαρμοστικότητας. Μέχρι να έρθει ο επόμενος, θα έχουμε τη Νία Βαρντάλος να ρίχνει φως, με κωμικό τρόπο, εκεί όπου η πρώτη γενιά μένει ακόμα δέσμια στον κώδικα αξιών μιας χαμένης πατρίδας.