Ετοιμαζόμουν να γράψω για τη δύναμη της τέχνης να παίρνει κάτι τόσο θλιβερό όσο την περιπλάνηση ενός χρήστη που αναζητά απεγνωσμένα ένα γραμμάριο ηρωίνης στην άδεια, αποπνικτικά ζεστή Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου και να τη μετατρέπει σε μια ιστορία αστεία και φαινομενικά ανάλαφρη αλλά με βαθιά ευαισθησία για την ανθρώπινη συνθήκη και τις αδυναμίες της. Για την ταινία «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, που παρότι γυρίστηκε με σχεδόν μηδενικό budget και διέρρευσε στο διαδίκτυο πριν από την επίσημη προβολή της, θριάμβευσε στα πειρατικά κανάλια, έγινε viral πριν από την εποχή του viral και συγκέντρωσε 1 εκατομμύριο views, για να κατακτήσει, στη συνέχεια, και το κοινό που την απόλαυσε διά της νόμιμης οδού, από την πρεμιέρα της στις 9 Μαρτίου 2005 στον «Μικρόκοσμο» και μετά: να αποσπάσει το βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου, τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στα κρατικά βραβεία ποιότητας και να ταξιδέψει σε σημαντικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, όπως στο Σαν Φρανσίσκο, το Παρίσι, το Λουξεμβούργο, το Σικάγο και την Ισπανία. Να εξελιχθεί σε cult διαμάντι, που λάμπει μέχρι σήμερα, και να σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά.

Και μετά έσκασε η είδηση του ναυαγίου στην Πύλο, πλημμύρισε η θάλασσα νεκρούς και ξαφνικά όλα τα άλλα έμοιαζαν λιγότερο σημαντικά, όπως συμβαίνει όποτε μια τραγωδία της επικαιρότητας ρίχνει τη σκιά της.

Είναι όμως λιγότερο σημαντικά; Ή μήπως η τέχνη είναι μερικές φορές ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε, ίσως ακόμα και να αλλάξουμε, την πραγματικότητα; Ειδικά όταν μιλάμε για μια τέχνη που δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν, τόσο ειλικρινή, θαρραλέα και ανεπιτήδευτη όσο αυτή του «Τσίου». Ή για την τέχνη του ηθοποιού και θεατρικού συγγραφέα Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, που μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την ταινία, πριν από 18 χρόνια, με εξαιρετικά σήμερα έργα στο ενεργητικό του, θεατρικά και κινηματογραφικά («Εθνικός Ελληνορώσων», «170 τετραγωνικά», «Κωλόκαιρος», «Μαγνητικά Πεδία», «Digger»), ετοιμάζεται να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη θεατρική μεταφορά του «Τσίου», που έρχεται στο Βοτανικό από το Σάββατο 17/06.

Φωτογραφία από την παράσταση «Τσίου». Photo: Κική Παπαδοπούλου

Αναρωτιέμαι πώς μπορεί η κινηματογραφική περιπλάνηση του «Τσίου» να μεταφερθεί σε μια θεατρική σκηνή.

«Κι εγώ το ίδιο αναρωτιόμουν στην αρχή. Ο χώρος όπου ήταν να γίνει πέρυσι η παράσταση, στο Αμαξοστάσιο στο Γκάζι [σ.σ.: τελικά πέρυσι αναβλήθηκε], ήταν τεράστιος, όλοι θα ήμασταν στο ίδιο επίπεδο, ακόμα και αμάξια θα μπορούσαν να μπουν στη σκηνή. Αλλά και ο Βοτανικός είναι ένας πολύ μεγάλος χώρος και ο Μάκης Παπαδημητράτος μαζί με τον σκηνογράφο μας, Γιώργο Γαβαλά, έχουν βρει μια πολύ ωραία λύση, ένα σκηνικό με διαφορετικούς χώρους και επίπεδα, που πραγματικά σού δίνει την αίσθηση της περιπλάνησης».

Τι έρχεται να μας πει η ιστορία του «Τσίου» μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια;

«Ό,τι είχε να πει και τότε. Είναι μια απλή ιστορία, της περιπλάνησης ενός ανθρώπου “περιθωριακού”. Το “Τσίου” είναι μια “κωμωδία”, αλλά από πίσω κρύβει αγάπη, κατανόηση και γλυκύτητα για αυτούς τους ανθρώπους. Mπορεί να βγάζουν γέλιο όλα όσα τραβάει ο περιπλανώμενος Τσίου στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά η ματιά, τόσο της ταινίας όσο και του θεατρικού έργου, δεν είναι καθόλου επικριτική. Βγάζει μια ανθρωπιά. Εγώ πάντα συγκινούμαι με τον τελευταίο μονόλογο του Τσίου, που λέει “σαν κι εσένα είμαι κι εγώ”. Αν κοιτάξουμε τους ανθρώπους “του περιθωρίου” με πιο ανοιχτό μυαλό και πιο ανοιχτή αγκαλιά, θα καταλάβουμε ότι είναι δικοί μας άνθρωποι. Ότι είναι εν δυνάμει εμείς. Θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους, αν τα πράγματα στη ζωή μας δεν είχαν έρθει έτσι όπως ήρθαν».

«Mπορεί να βγάζουν γέλιο όλα όσα τραβάει ο περιπλανώμενος Τσίου στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά η ματιά, τόσο της ταινίας όσο και του θεατρικού έργου, δεν είναι καθόλου επικριτική. Βγάζει μια ανθρωπιά. Εγώ πάντα συγκινούμαι με τον τελευταίο μονόλογο του Τσίου, που λέει “σαν κι εσένα είμαι κι εγώ”».

Διαβάζοντας ξανά το σενάριο, θα ήθελες να αλλάξεις κάτι – που σήμερα, ας πούμε, δεν ακούγεται «politically correct»;

«Ειλικρινά, όχι. Αν κάτι είναι μη politically correct αλλά γίνεται με αγάπη και καλή πρόθεση, εμένα προσωπικά δεν με απασχολεί καθόλου. Όταν έχει από πίσω του κακή πρόθεση και μίσος, εκεί με βρίσκει αντίθετο με όλο μου το είναι. Αλλά σε αυτή την παράσταση δεν υπάρχει καμία κακή πρόθεση».

Φωτογραφία από την παράσταση «Τσίου». Photo: Κική Παπαδοπούλου

Τι σε γοητεύει περισσότερο στους «ανθρώπους της διπλανής πόρτας», που υποδύεσαι συνήθως;

«Είναι χαρακτήρες που μπορείς να καταλάβεις, να ακουμπήσεις. Δεν τους επιλέγω για την ευκολία του πράγματος αλλά γιατί αυτοί οι ήρωες με αφορούν πάρα πολύ. Όχι όμως ότι δεν θα έμπαινα και σε διαδικασία, ξέρω ‘γω, να παίξω το ρόλο ενός υπουργού, ενός μονάρχη».

«Αν κάτι είναι μη politically correct αλλά γίνεται με αγάπη και καλή πρόθεση, εμένα προσωπικά δεν με απασχολεί καθόλου. Όταν έχει από πίσω του κακή πρόθεση και μίσος, εκεί με βρίσκει αντίθετο με όλο μου το είναι. Αλλά σε αυτή την παράσταση δεν υπάρχει καμία κακή πρόθεση».

Ειδικά στα «Μαγνητικά Πεδία» ένιωσα να παρακολουθώ, σε εσένα και την Έλενα Τοπαλίδου, δύο αληθινούς ανθρώπους, να παίζουν τον εαυτό τους.

«Σε ποσοστό 95% οι διάλογοι είναι αυτοσχεδιαστικοί. Είναι μια εμπειρία που θα θυμάμαι για πάντα. Η αγάπη με την οποία προσεγγίστηκε η όλη διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας ήταν πραγματικά πρωτόγνωρη. Γενικά είμαι τυχερός –ένα μεγάλο ποσοστό των συνεργασιών μου είναι δικές μου επιλογές, με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά μου– αλλά αυτή η συνεργασία ήταν μαγική. Στις 11-12 μέρες, που κράτησαν τα γυρίσματα, ζούσαμε σε έναν άλλο κόσμο, ένα παραμύθι».

Φωτογραφία από την παράσταση «Τσίου». Photo: Κική Παπαδοπούλου

Παρόλο που τα «Μαγνητικά Πεδία» γυρίστηκαν με τόσο χαμηλό budget, βγήκαν εκτός των συνόρων, μάλιστα παραλίγο να βρεθούν ανάμεσα στις υποψηφιότητες για Όσκαρ. Τι μπορεί να δώσει ο ελληνικός κινηματογράφος διεθνώς, αφού το budget δεν είναι ούτως ή άλλως το δυνατό σημείο του;

«Στον ελληνικό κινηματογράφο δίνονται πραγματικά πολύ λίγα χρήματα. Όχι τόσο λίγα όσο αυτά με τα οποία γυρίστηκαν τα “Μαγνητικά πεδία”, αλλά πάρα πολύ λίγα για να γυριστεί μια ταινία και οι συντελεστές της να πληρωθούν αρκετά ώστε να είναι ικανοποιημένοι, να μπορούν να ζουν από αυτό και να δημιουργούν μέσα σε αυτό. Το κράτος δίνει ψίχουλα σε σχέση με τις οικονομικές απαιτήσεις που έχει ο κινηματογράφος.

»Αλλά μπορεί να σταθεί, κατά τη γνώμη μου, σε διεθνές επίπεδο, αρκεί να σταματήσει να αποτελεί προϊόν μίμησης και να βγάλει μπροστά την ελληνικότητά του. Ήδη πηγαίνει πολύ καλύτερα: βλέπουμε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους να αναγνωρίζονται σε διεθνή φεστιβάλ, βλέπουμε μια γενιά κινηματογραφιστών που πραγματικά έχουν να δώσουν πολλά. Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε να μιμούμαστε, και να αντλήσουμε τη θεματολογία μας από ό,τι έχουμε δίπλα μας: από τον τόπο, το χώρο, τον καιρό, το κλίμα όπου ζούμε.

»Για παράδειγμα το “Digger”, μια αρκετά καλή κινηματογραφική παραγωγή που μπορεί να σταθεί στο εξωτερικό, και στάθηκε, είχε μια βαθιά ελληνικότητα. Ήταν ένα γουέστερν, αλλά στην ελληνική επαρχία».

«Ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να σταθεί, κατά τη γνώμη μου, σε διεθνές επίπεδο, αρκεί να σταματήσει να αποτελεί προϊόν μίμησης και να βγάλει μπροστά την ελληνικότητά του».

Νιώθεις πιο κοντά στο θέατρο ή στον κινηματογράφο;

«Και τα δύο τα κάνω με πολλή αγάπη, αλλά εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια το σινεμά με έχει μαγέψει. Ζητάω συγγνώμη από το θέατρο, αλλά έτσι αισθάνομαι τώρα. Το θέατρο –με την επανάληψη, τις εξαντλητικές πρόβες, τις χαμηλές αμοιβές, το κοινό που περιμένει να σε κρίνει επί τόπου– είναι αρκετά σκληρό με τους ηθοποιούς. Στο σινεμά υπάρχει μεγαλύτερη φροντίδα, από όλους τους συντελεστές, προς τους ηθοποιούς. Υπάρχει μια ευγένεια».

Φωτογραφία από την παράσταση «Τσίου». Photo: Κική Παπαδοπούλου

Στην ελληνική τηλεόραση έχεις δει να αλλάζει κάτι προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια;

«Σήμερα υπάρχουν καλύτερες συνθήκες παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά η μυθοπλασία είναι τόσο πίσω σε σχέση με το εξωτερικό, που δεν ξέρω αν θα το φτάσουμε ποτέ. Ακόμα και στην πιο δυνατή και ωραία τηλεοπτική σειρά, χάνεται το νόημα. Βρήκες κάποια λαμπερά ονόματα, έφτιαξες ένα σενάριο που ακολουθεί κάποιους υποτυπώδεις κανόνες μυθοπλασίας, και είπες τι; Για ποια πράγματα ήθελες να μιλήσεις; Για τον πόνο, την αδικία, τον πόλεμο, τις καταστάσεις που ζούμε; Όχι. Παραμένεις ένα προϊόν που ο άλλος καταναλώνει μαγειρεύοντας με την τηλεόραση ανοιχτή».

«Βρήκες κάποια λαμπερά ονόματα, έφτιαξες και ένα σενάριο που ακολουθεί κάποιους υποτυπώδεις κανόνες μυθοπλασίας και είπες τι; Για ποια πράγματα ήθελες να μιλήσεις; Για τον πόνο, την αδικία, τον πόλεμο, τις καταστάσεις που ζούμε; Όχι. Παραμένεις ένα προϊόν που ο άλλος καταναλώνει μαγειρεύοντας με την τηλεόραση ανοιχτή»

Πού αλλού θα σε δούμε τους επόμενους μήνες, εκτός από το «Τσίου» και τον «Κωλόκαιρο»;

«Κάποιες ταινίες είναι ακόμα στα σκαριά… Την επόμενη χρονιά μάλλον θα βγει και η ταινία “Μαλδίβες” του Ντάνιελ Μπόλντα. Η ιστορία ενός δασκάλου μουσικής που ζει σε ένα ορεινό χωριό μαζί με το σκύλο του. Μια μέρα αυτός ο σκύλος χάνεται και προσπαθεί να τον βρει. Γυρίστηκε στον Παρνασσό, ήμουν πολύ τυχερός που συμμετείχα, και περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα».

Δείτε το τρέιλερ της παράστασης:

Info

«Τσίου», Βοτανικός, Ιερά Οδός 72 & Σπ. Πάτση. Από 17 Ιουνίου, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.00. Προπώληση εισιτηρίων: www.viva.gr

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο – Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητράτος. Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς. Κοστούμια: Μελίνα Αρβανιτάκη. Επιμέλεια Κοστουμιών: Λίνα Σταυροπούλου. Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας. Πρωτότυπη μουσική ταινίας: Κωνσταντίνος Βήτα, The Savage Mambas, Dr Vodkatini. Βοηθός Σκηνοθέτη: Αιμιλία Σιαφαρίκα. Βοηθοί Σκηνογράφου: Μαριάννα Παπαγεωργίου, Νικόλας Καναβάρης. Βοηθός Ενδυματολόγου: Χάρης Σουλιώτης. Βοηθός Παραγωγής: Βαγγέλης Βογιατζής. Ηχητικός σχεδιασμός: Μανώλης Καλλίτσης. Φωτογραφίες: Χρήστος Τόλης, Κική Παπαδοπούλου. Νομικός Σύμβουλος: Φιλιώ Καστραντά. Social Media Manager: AD4ART Κάλλη Μαυρογένη. Διεύθυνση Παραγωγής: MeWe Κατερίνα Μπερδέκα

Ηθοποιοί: Αλέξανδρος Παρίσης (Τσίου), Μάκης Παπαδημητράτος (Νώντας), Αναστάσης Κολοβός (Γιάννης), Τραϊάνα Ανανία (Τζένη), Αντώνης Τσιοτσιόπουλος (Στέλιος & Δίπλας), Στάθης Σταμουλακάτος (Τζάνκι και πελάτης), Καλλιόπη Τζερμάνη ( Στέλλα), Δημήτρης Καπετανάκος (Τάκος), Στράτος Σωπύλης (Άγγελος & Μάριος Gamer 2), Δάφνη Λιανάκη (Αγνή), Γιάννης Μητάς (Μπιλ), Νικήτας Παπαδόπουλος (Νικήτας), Κώστας Φυτίλης (Σταύρος), Στέλιος Δημόπουλος (Δημήτρης Gamer 1), Θάνος Αλεξίου (Μίλτος Μπαφάκιας & Λάκης), Πέτρος Γιωρκάτζης (Κούκι), Fuerza Negra (Μαξ & Σκακιστής), Ρεγγίνα Μανδηλάρη (Φίλη της Παμ), Μυρτώ Πετροχείλου (Χαρά), Αιμιλία Σιαφαρίκα (Όλγα), Φωτεινή Καρδάκου (Παμ).

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below