Ήταν το καλοκαίρι του 1910, όταν έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο της Κυβέλης με πρωτοφανή επιτυχία ένα έργο που έμελλε να διεκδικήσει μια θέση στη σφαίρα των κλασικών: ο «Πειρασμός» του Γρηγορίου Ξενόπουλου.

Λίγες μέρες μετά, ο συγγραφέας θα περιέγραφε σε συνέντευξή του μια σκηνή όπου ο «κύριος» της ψυχοκόρης, η οποία συνιστά τον «πειρασμό» του τίτλου, της βάζει σκοπίμως τρικλοποδιά, ενώ εκείνη μεταφέρει έναν δίσκο γεμάτο πιάτα, και τη ρίχνει κάτω. Τότε αρχίζει, τάχα θυμωμένος, να τη μαλώνει, ενώ η σύζυγός του απευθύνεται προς τον άντρα της, «τον οποίον γνωρίζει μόνον ως τύραννον των υπηρετών: Να μη την μαλώνης, έτσι, μην της αγριομιλής! Από τώρα άρχισες καϋμένε;! Με αυτό η αυλαία πίπτει. Ο θεατής γελά, διότι αυτός ηξεύρει ότι πραγματικώς ο άνδρας της Αγγέλας άρχισε πάρα πολύ γρήγορα να… πειράζει την δουλίτσαν, ενώ η γυναίκα του θέλει να του πη ότι άρχισε να την… κακομεταχειρίζεται. Νομίζω ότι είνε ό,τι χρειάζεται για το τέλος μιας πράξεως».

Πίσω από εκείνο το έργο, που χάριζε και χαρίζει ακόμα το γέλιο, είναι η δούλα, η δουλίτσα, η ψυχοκόρη με την ορατή/ αόρατη παρουσία της, που στοιχειώνει την ελληνική οικογένεια σαν μια κακοφορμισμένη και ξεχασμένη πια πληγή, σύμφωνα με την περιγραφή της νέας παράστασης «Η Δούλα. Η αλήθεια πίσω από τον “Πειρασμό” του Γρ. Ξενόπουλου», που παρουσιάζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο Αθηναϊκή Σκηνή. Με αυτή την αφορμή, μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδά της, Αλεξάνδρα Βουτζουράκη, για την κακοποίηση εκείνων των κοριτσιών στα ελληνικά σπίτια του παρελθόντος, αλλά και για παρόμοια φαινόμενα μέχρι σήμερα σε κάθε γωνιά του κόσμου.

Γιατί επιλέξατε να δουλέψετε τον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα;

«Καταρχήν γιατί αυτή είναι και η ταυτότητα της “Αθηναϊκής σκηνής”, η προσέγγιση κλασικών κειμένων μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Η αλήθεια είναι, επομένως, ότι πρώτα επέλεξα το πρίσμα και μετά το έργο. Έχοντας κάνει τη διδακτορική μου διατριβή στον Ξενόπουλο ήθελα να προσεγγίσω και σκηνοθετικά ένα έργο του. Καθώς η πλειοψηφία των θεατρικών και μυθιστορηματικών έργων του περιστρέφονται κυρίως γύρω από τη γυναίκα και τη σχέση των δύο φύλων και με δεδομένο τη δημοφιλία τους, γίνονται ένα μέσο για να δούμε τις έμφυλες σχέσεις στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα και να τις προσεγγίσουμε με τη ματιά του 21ου αιώνα. Η θέση της υπηρέτριας και η σεξουαλική εκμετάλλευσή της είναι ένα θέμα που επανέρχεται και σε άλλα έργα του Ξενόπουλου (θεατρικά και μυθιστορηματικά), όπως στα”Φωτεινή Σάντρη”,”Ο κόσμος και ο Κοσμάς” κ.ά. Φαίνεται πως είναι ένα κοινωνικό ζήτημα που τον απασχολεί και, έμμεσα, χωρίς να θίξει την αγαπημένη του αστική τάξη που στήριζε και το έργο του, το αναδεικνύει, ακόμα και μέσα από το όχημα της κωμωδίας, όπως ο “Πειρασμός”. Ομολογώ πως, εν τέλει, δεν προσεγγίζω το έργο μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα αλλά πως εστιάζω στην καρδιά του, καλά κρυμμένη πίσω από έναν αστραφτερό διάλογο, μια καλοδουλεμένη πλοκή και μια κωμικότητα».

«Η θέση της υπηρέτριας και η σεξουαλική εκμετάλλευσή της είναι ένα θέμα που επανέρχεται και σε άλλα έργα του Ξενόπουλου (θεατρικά και μυθιστορηματικά) όπως στα “Φωτεινή Σάντρη”, “Ο κόσμος και ο Κοσμάς” κ.ά.»

Στην «Δούλα» προχωρήσατε σε παρεμβάσεις στο πρωτότυπο κείμενο; Ή το διατηρήσατε αυτούσιο και επιχειρείτε με άλλους τρόπους, π.χ. σκηνοθετικά ή μέσα από την ερμηνεία, να αναδείξετε το μήνυμα πίσω από αυτό, της παρενόχλησης/κακοποίησης;

«Οι παρεμβάσεις στο κείμενο ήταν λίγες και αφορούσαν κυρίως τη συντόμευσή του. Αφαίρεσα τα “κατ’ ιδίαν” της Καλλιόπης που δείχνουν πως από πρόθεση φλερτάρει τους άνδρες του σπιτιού, ένωσα κάποιους ρόλους, όπως ο ρόλος του υπηρέτη Κοσμά ενώθηκε με εκείνον του Μήτσου, του αρραβωνιαστικού της, ενώ αφαιρέθηκαν οι ρόλοι των γονιών της Αγγέλας. Από την άλλη, δεν έχω παρέμβει σχεδόν καθόλου στο ίδιο το κείμενο, φράσεις και λέξεις φωτίζονται διαφορετικά για να δείξουν την υποτίμηση των υπηρετών από τα αφεντικά τους, ενώ οι ήδη υπάρχουσες σκηνές κακοποίησης και παρενόχλησης έγιναν πιο έντονες ή, μάλλον, πιο ρεαλιστικές. Μια σκηνή που προστέθηκε και αποτελεί κατ’ εμέ την καρδιά του έργου είναι ο βιασμός της Καλλιόπης από τον Νίκο».

«Οι ήδη υπάρχουσες σκηνές κακοποίησης και παρενόχλησης έγιναν πιο έντονες ή, μάλλον, πιο ρεαλιστικές. Μια σκηνή που προστέθηκε και αποτελεί κατ’ εμέ την καρδιά του έργου είναι ο βιασμός της Καλλιόπης από τον Νίκο» λέει η σκηνοθέτιδα Αλεξάνδρα Βουτζουράκη για την παράστασή της (φωτό).

Πώς θα περιγράφατε την πραγματική θέση μιας ψυχοκόρης/υπηρέτριας όπως η «Καλλιόπη» του Ξενόπουλου σύμφωνα με την προσωπική έρευνά σας; Πέρα από το βιβλίο «Σμιλεύοντας την υποταγή. Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ου αιώνα» της Ποθητής Χαντζαρούλας, που έχετε αναφέρει σε προηγούμενη συνέντευξη, υπήρξαν άλλες πηγές που σας βοήθησαν να την προσεγγίσετε;

«Τα χιλιάδες παιδιά που έρχονταν από την επαρχία και γίνονταν ψυχοκόρες σε σπίτια δεν είχαν καμία προστασία ούτε από το κράτος ούτε από το νόμο ούτε από την οικογένειά τους. Ανήκαν στις κυρίες και τους κυρίους τους, δεν είχαν ωράριο ή κάποια εξασφάλιση. Η εξαντλητική εργασία και η σωματική τους κακοποίηση φαίνεται πως ήταν δεδομένες ενώ η σεξουαλική κακοποίηση μια αδήλωτη πραγματικότητα, ανεκτή για τους ανύπαντρους άνδρες ενός σπιτιού αλλά επιλήψιμη για τους παντρεμένους. Το εξοργιστικό, όμως, είναι πως όταν η σεξουαλική σχέση αποκαλυπτόταν πάντα η ευθύνη έπεφτε στην υπηρέτρια. Αυτή ήταν ο “πειρασμός”, που με τα θέλγητρά της αναστάτωσε την οικογενειακή εστία, και αυτή βίωνε την τιμωρία που ορισμένες φορές, κυρίως την δεκαετία του ’20, ήταν ο εγκλεισμός της σε πορνείο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Κάποια άλλα βιβλία που βοήθησαν στην έρευνά μου είναι τα “Ο φεμινισμός την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία” της Έφη Αβδέλα και της Αγγελικής Ψάρα, “Η εξέγερση των κυριών. Η γέννηση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907” της Μαρίας- Ζωής Αφένδρα- Μέργου κ.ά».

«Όταν η σεξουαλική σχέση αποκαλυπτόταν πάντα η ευθύνη έπεφτε στην υπηρέτρια. Αυτή ήταν ο “πειρασμός”, που με τα θέλγητρά της αναστάτωσε την οικογενειακή εστία, και αυτή βίωνε την τιμωρία που ορισμένες φορές, κυρίως την δεκαετία του ’20, ήταν ο εγκλεισμός της σε πορνείο για ορισμένο χρονικό διάστημα».

Ποιες συνθήκες της εποχής καθιστούσαν μια «ψυχοκόρη» ιδιαίτερα ευάλωτη στην παρενόχληση και την κακοποίηση;

«Η οικονομική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, που έπληξε ιδιαίτερα την επαρχία, έστειλε χιλιάδες κορίτσια στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση εργασίας. Το φτηνό αυτό εργατικό δυναμικό έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε σπίτι, ακόμα και αστικό ή μικροαστικό, να έχει την “ψυχοκόρη” του, που με ψίχουλα υπηρετούσε και εξυπηρετούσε πολλαπλές ανάγκες. Ειδικά στα πιο φτωχά σπίτια αυτά τα κορίτσια ήταν και μαγείρισσες και γκουβερνάντες και καθαρίστριες και, πολλές φορές, ερωμένες. Το νεαρό της ηλικίας τους, η απόλυτη εξάρτησή τους από τις οικογένειες στις οποίες εργάζονταν και σίγουρα η εγγύτητα, καθώς έμεναν στα σπίτια που υπηρετούσαν, τις έκαναν το πιο εύκολο θύμα στις όποιες ορέξεις των ανδρών του σπιτιού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εκείνη την εποχή η ανδρική σεξουαλική ορμή θεωρούταν ανεξέλεγκτη και ήταν ευθύνη της γυναίκας να διαφυλάξει την τιμή της, εξού και οι κοπέλες που έμεναν έγκυες εκτός γάμου αντιμετώπιζαν μόνο εκείνες τις συνέπειες ενώ ο ερωτικός τους σύντροφος (παντρεμένος ή ανύπαντρος) δεν έφερε καμία ευθύνη ή υποχρέωση ούτε προς αυτές ούτε προς το παιδί».

«Εκείνη την εποχή η ανδρική σεξουαλική ορμή θεωρούταν ανεξέλεγκτη και ήταν ευθύνη της γυναίκας να διαφυλάξει την τιμή της, εξού και οι κοπέλες που έμεναν έγκυες εκτός γάμου αντιμετώπιζαν μόνο εκείνες τις συνέπειες». Φωτογραφία από την παράσταση.

Οι «κυρίες» ενός σπιτιού ήταν σε θέση να αντιδράσουν, με κάποιον τρόπο, σε τυχόν κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου τους ή δεν το επέτρεπε η δική τους υποτέλεια;

«Οι κυρίες ενός σπιτιού μην ξεχνάμε πως ήταν μεγαλωμένες με την ίδια νοοτροπία που μεγάλωναν και οι άντρες τους. Οι υπηρέτριες ήταν για εκείνες από τη φύση τους πιο “πρόστυχες” και προκλητικές, έτοιμες και πρόθυμες να τους κλέψουν τον άντρα. Εξάλλου ο όρος “αντροχωρίστρα” χρησιμοποιείται ευρέως και σήμερα χωρίς να έχουμε μια αντίστοιχη ορολογία για τον άνδρα που κάνει σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα. Η γυναίκα δεχόταν την απιστία του άντρα, που θεωρούταν δεδομένη, και προσπαθούσε να περισώσει τα προσχήματα διώχνοντας ή κακοποιώντας και εκείνη με τη σειρά της τον “πειρασμό”».

«Ο όρος “αντροχωρίστρα” χρησιμοποιείται ευρέως και σήμερα χωρίς να έχουμε μια αντίστοιχη ορολογία για τον άνδρα που κάνει σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα».

Υπήρξε, από όσο γνωρίζουμε, κάποια υπηρέτρια/ψυχοκόρη που κατάφερε όχι μόνο να δραπετεύσει από ένα κακοποιητικό σπίτι αλλά και να μιλήσει ανοιχτά για την κακοποίησή της; Ή αυτό το φαινόμενο το γνωρίζουμε μόνο μέσα από μαρτυρίες τρίτων;

«Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες κοριτσιών, μάλιστα κάποιες από αυτές έβγαιναν και στις εφημερίδες της εποχής. Πρόκειται όμως κυρίως για σωματικές κακοποιήσεις, όπως η περίπτωση της Σπυριδούλας τη δεκαετία του ’60, που πήρε ιδιαίτερη έκταση. Η σεξουαλική κακοποίηση γενικότερα δεν γίνεται αντιληπτή εκείνη την εποχή με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ακόμα και σε περιπτώσεις βιασμών πρωτεύουσα σημασία είχε η αποκατάσταση της τιμής της οικογένειας και το ψυχικό τραύμα των βιασμένων ήταν δευτερευούσης σημασίας, γι’ αυτό και αρκετά κορίτσια εξαναγκάζονταν σε γάμο με τον βιαστή τους, όταν ήταν αντίστοιχης κοινωνικής τάξης ή η οικογένειά τους είχε κάποια δύναμη».

«Ακόμα και σε περιπτώσεις βιασμών πρωτεύουσα σημασία είχε η αποκατάσταση της τιμής της οικογένειας και το ψυχικό τραύμα των βιασμένων ήταν δευτερευούσης σημασίας, γι’ αυτό και αρκετά κορίτσια εξαναγκάζονταν σε γάμο με τον βιαστή τους» λέει η Αλεξάνδρα Βουτζουράκη (φωτό).

Γιατί επιλέξατε, με τη Μένια Τσιγάρου, να ντύσετε μουσικά την παράσταση με τραγούδια του Αττίκ;

«Ο Αττίκ φέρει την αύρα εκείνης της εποχής με μια ενσωματωμένη μελαγχολία που, για μένα, εκφράζει απόλυτα τον βουβό και καταπιεσμένο πόνο των γυναικών αυτών. Τα τραγούδια του μου θυμίζουν δάκρια ντυμένα με δαντέλα και μετάξι».

Στην εποχή που γράφτηκε ο «Πειρασμός» υπήρχαν οι συνθήκες ώστε να αντιληφθεί κάποιος το πρόβλημα που έθιγε ο Ξενόπουλος με πρόσχημα την κωμωδία; Ή είναι ένα κείμενο που μόνο σε μεταγενέστερες εποχές θα μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί τη βαθύτερη σημασία του;

«Δεν υπήρχαν. Η κωμωδία έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία για τα δεδομένα της εποχής, ο κόσμος διασκέδασε και γέλασε. Εξάλλου είναι μια κωμωδία που παίζεται ακόμα αρκετά συχνά και διασκεδάζει εξίσου. Αυτό σημαίνει πως και σήμερα ο κόσμος γελάει, όπως γελάει και με ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 όταν βλέπει, για παράδειγμα, το χαστούκι του Παπαμιχαήλ στη Βουγιουκλάκη στο “Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο” ή την πρόταση του Αλεξανδράκη στον Κωνσταντίνου να δείρει τη γυναίκα του αντί να τη χωρίσει στη “Σωφερίνα”».

«Και σήμερα ο κόσμος γελάει με ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, όταν βλέπει, για παράδειγμα, το χαστούκι του Παπαμιχαήλ στη Βουγιουκλάκη στο “Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο” ή την πρόταση του Αλεξανδράκη στον Κωνσταντίνου να δείρει τη γυναίκα του αντί να τη χωρίσει στη “Σωφερίνα”».

Γνωρίζουμε σε άλλα μέρη του κόσμου φαινόμενα όπως η Ελληνίδα «ψυχοκόρη» του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα;

«Υπήρχε σίγουρα η “ιδρυματοποίηση” των υπηρετών λόγω του εγκλεισμού, της έλλειψης ατομικού χώρου και χρόνου και της αποκοπής τους από τον κόσμο. Η επιλογή του τίτλου “Η δούλα” για την παράστασή μας δεν είναι τυχαία, έγινε για να ανοίξει μια συνομιλία με τις “Δούλες” του Ζαν Ζενέ, ένα από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά έργα του 20ου αιώνα, που βασίζεται σε αληθινό περιστατικό, στην ιστορία των αδερφών Παπίν που το 1933 στο Γαλλία δολοφόνησαν την κυρία τους και την κόρη της. Η δίκη που ακολούθησε φώτισε τις συνθήκες ζωής των υπηρετών, καθώς η κακοποίηση που υφίσταντο για χρόνια οι αδερφές Παπίν από την κυρία τους τις οδήγησε στο έγκλημα. Ενδεικτικά αναφέρω και ένα άλλο περιστατικό που πήρε δημοσιότητα, η αυτοκτονία της υπηρέτριας του διάσημου Ιταλού συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, λόγω της κακοποίησης που βίωνε από τη σύζυγό του που τη ζήλευε».

«Ένα άλλο περιστατικό που πήρε δημοσιότητα ήταν η αυτοκτονία της υπηρέτριας του διάσημου Ιταλού συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, λόγω της κακοποίησης που βίωνε από τη σύζυγό του που τη ζήλευε».

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, αν θα έπρεπε να επιλέξουμε μια σχέση εξουσίας που βρίσκεται σχετικά κοντά σε εκείνη του κυρίου και της ψυχοκόρης, ποια θα ήταν;

«Όποτε υπάρχει μια εξαρτητική σχέση εξουσίας (αφεντικού – υπαλλήλου, καθηγητή – σπουδαστή κ.λπ.) μπορούν να διαμορφωθούν αντίστοιχες κακοποιητικές συμπεριφορές. Όταν το θύμα νιώθει περιθωριοποιημένο, όταν πείθεται πως αυτή η συμπεριφορά είναι ένδειξη αγάπης ή πως είναι αναγκαία για την εξέλιξή του και κυρίως όταν μετατίθεται σε εκείνο η ευθύνη («ήταν ντυμένη προκλητικά», «φλέρταρε», «το ήθελε» κ.λπ.), τότε η κακοποιητική σχέση ομοιάζει με εκείνη του κυρίου και της ψυχοκόρης».

Info

Σάββατο 21:00, Κυριακή 20:00, Θέατρο Αθηναϊκή Σκηνή, έξω από το μετρό Ακρόπολης, Αθανασίου Διάκου & Τζιραίων 13, Αθήνα. Τηλέφωνο κρατήσεων: 6976710544 (10:00- 22:00).

Συντελεστές παράστασης

Σκηνοθεσία: Αλεξάνδρα Βουτζουράκη. Μουσική επιμέλεια: Αλεξάνδρα Βουτζουράκη, Μένια Τσιγάρου. Κουστούμια/ Σκηνικά: F&Fteam. Σχεδιασμός φωτισμού: Κατερίνα Σαλταούρα. Βοηθός παραγωγής/ Μακιγιάζ: Γιωργία Κωβαίου. Βοηθοί σκηνοθέτη: Γιώργος Τζερνιάς, Μένια Τσιγάρου. Επικοινωνία: Αντώνης Κοκολάκης. Παραγωγή: Αθηναϊκή Σκηνή Κάλβου- Καλαμπόκη. Ερμηνεύουν: Ιωάννα Αγγελίδη, Χριστίνα Βουλγαρίδου, Δημήτρης Κυριακόπουλος, Θωμάς Πανδής, Θάνος Σκόπας, Κωνσταντίνος Σωτηριάδης, Νίνα Τουμαζάτου, Μένια Τσιγάρου.

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below