Στη διάρκεια της πανδημίας η Ρηνιώ Κυριαζή και οι συνεργάτες της δεν βυθίστηκαν στη βραδύτητα, αλλά αξιοποίησαν τους ρυθμούς της για να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Ίδρυσαν την Εταιρεία Θεάτρου Άλκη, ως «ένα πλαίσιο που θα αγκάλιαζε τη δουλειά μας για να καταφέρει να ανθήσει». Οι θερμές κριτικές των πρώτων παραγωγών τούς δικαιώνουν και ανεβάζουν ακόμα πιο ψηλά τον πήχυ για τη νέα τους παράσταση στο Θέατρο Σφενδόνη. Με τίτλο «Αντιγόνη, μετέωρη. Μια ματιά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή», έγινε αφορμή για μια συνέντευξη του Marie Claire με τη δημιουργό και ερμηνεύτρια, η οποία συμμετέχει στη σκηνοθεσία, στη δραματουργική επεξεργασία και σε μία από τις ερμηνείες.
«Τι θέλουν να μας πουν όλες αυτές οι Αντιγόνες;»
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ασχολούμαι με το κείμενο της “Αντιγόνης”. Νομίζω ότι ήταν και η αφορμή για να ασχοληθώ με το θέατρο. Θυμάμαι να παρακολουθώ, ως παιδί, την παράσταση του Μίνου Βωλανάκη με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης και να με συνεπαίρνει η σύνθεση των διαφορετικών υλικών.
»Αργότερα αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με ένα απόσπασμα από την “Αντιγόνη” – σε μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου τότε, την οποία επίσης αγαπώ πάρα πολύ. Μετά έτυχε να ξαναπαίξω στην “Αντιγόνη”, στη Μικρή Επίδαυρο, σε μια σκηνοθεσία του Δημήτρη Μπίτου.
«Φέτος ανεβαίνουν πάρα πολλές “Αντιγόνες”. Μήπως θέλουν να μας πουν κάτι; Ίσως ότι κάπου πρέπει να ησυχάζει μέσα του ο άνθρωπος, να σταματήσει να πολεμάει τον εαυτό του και τους άλλους. Να προχωρήσουμε, να δώσουμε ένα χέρι, να μην αφήνουμε πια άταφα κορμιά να τα κατασπαράζουν τα σκυλιά».
»Φέτος ανεβαίνουν πάρα πολλές “Αντιγόνες”. Μήπως θέλουν να μας πουν κάτι; Ίσως ότι κάπου πρέπει να ησυχάζει μέσα του ο άνθρωπος, να σταματήσει να πολεμάει τον εαυτό του και τους άλλους. Να προχωρήσουμε, να δώσουμε ένα χέρι, να μην αφήνουμε πια άταφα κορμιά να τα κατασπαράζουν τα σκυλιά. Ξέρετε, είναι μια ιστορία που έχει να κάνει και με το πένθος του καθενός μας, το οποίο δεν έχουμε το χρόνο να αγκαλιάσουμε.
»Προσωπικά, το περασμένο καλοκαίρι είχα μια απώλεια, έχασα τον πατέρα μου και αισθάνομαι ότι τρέχει τόσο η ζωή γύρω μου, που δεν έχω προλάβει να τον πενθήσω. Βέβαια το κάνω μέσα από τη δουλειά μου, του αφιερώνω ό,τι δημιουργώ, αλλά δεν υπάρχει το πλαίσιο για να αγκαλιάσουμε τον πόνο, τη λύπη, το θρήνο, το κενό, το θυμό. Νομίζουμε ότι πάντα πρέπει να είμαστε ωραίοι, χαρούμενοι και δυνατοί».
«Χωρίς αποχαιρετισμούς, δεν προχωράμε»
«Όταν δουλεύαμε την “Αντιγόνη” με τον Λευτέρη Βογιατζή, σε μια πρόβα μάς είχε δείξει ένα ντοκιμαντέρ όπου ένα κοπάδι από ελέφαντες προχωρούσε και κάποιος λύγισε τα ποδαράκια του και πέθανε. Οι υπόλοιποι έπιασαν με την προβοσκίδα χώμα και το έριξαν πάνω στο νεκρό ελέφαντα. Αυτή η σκηνή δεν μπορεί να φύγει από το κεφάλι μου. Αυτή η ανάγκη δεν είναι μόνο ανθρώπινη. Επιστρέφουμε στο χώμα να δώσουμε πίσω αυτό που πήραμε, και είναι ΟΚ.
»Οι τελετουργίες μας τώρα όλο και φθίνουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα μοιρολόγια γυναικών σε κηδείες και τη φροντίδα του νεκρού σώματος – το ντύσιμο, το στόλισμα, τα λουλούδια. Είναι ένας αποχαιρετισμός που έχει να κάνει με την τιμή που προσφέρεις στο νεκρό, αλλά κυρίως με το πώς θα μπορέσεις εσύ να κάνεις ένα βήμα χωρίς αυτόν. Οι τελετουργίες έχουν μια σοφία, γιατί ησυχάζει το μυαλό σου. Πρέπει να φτιάξεις το συγκεκριμένο φαγητό, να καλέσεις τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι πράγματα που πρέπει να κάνεις, αλλά είναι ανακουφιστικά».
«Λέγαμε, θα είμαστε διαφορετικοί μετά την πανδημία»
«Αυτό που ζήσαμε με την πανδημία ήταν φρικτό, να βλέπεις ανθρώπους μέσα σε σακούλες. Να μην μπορεί κανείς να παραβρεθεί σε μια κηδεία να αποχαιρετήσει τον άνθρωπό του. Και λέγαμε, θα είμαστε διαφορετικοί μετά από αυτό. Αλλά δεν είμαστε. Δεν βλέπω, ας πούμε, να δίνουμε διαφορετική αγάπη στα πράγματα, στους ανθρώπους μας. Στις δραματικές σχολές, όπου εργάζομαι, ξεκινήσαμε τη χρονιά λες και δεν υπήρχε αύριο: τόσο πολλή δουλειά με τόσο πολλή ένταση, που τελικά δεν είναι δημιουργική. Δηλαδή δεν μάθαμε ότι χρειάζεται, τελικά, και η βραδύτητα;
»Δεν γίναμε καλύτεροι άνθρωποι, όπως πιστέψαμε κάποια στιγμή. Ας πούμε, θυμάστε, βγαίναμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε τους γιατρούς. Και τελικά δεν έχουμε κανένα σεβασμό απέναντί τους. Όπως στην “Αντιγόνη”, όπου τελειώνει η μάχη, βγαίνει ο χορός και λέει: “Αχτίδα του ήλιου, το γλυκύτερο φως που έχει λάμψει ποτέ στην επτάπυλη Θήβα”. Και ξεκινάει πόλεμος! Σαν να μην έγραψε τίποτα.
«Δεν γίναμε καλύτεροι άνθρωποι, όπως πιστέψαμε κάποια στιγμή. Ας πούμε, θυμάστε, βγαίναμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε τους γιατρούς. Και τελικά δεν έχουμε κανένα σεβασμό απέναντί τους».
»Βέβαια πιστεύω ότι σε όλους μας υπάρχουν όμορφα στοιχεία. Μπορούμε να προσπαθήσουμε ώστε να αφήσουν το χνάρι τους. Δηλαδή να δημιουργούμε πράγματα που αξίζουν. Μικρές κινήσεις που τελικά θα επηρεάσουν, δεν μπορεί, το σύμπαν. Τουλάχιστον επηρεάζουν τη δική μας πραγματικότητα και καθημερινότητα».
«Ο καλλιτέχνης καλό είναι να μένει με τις εμμονές του»
«Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δουλειά μας έχει να κάνει με τον ήχο, τη φωνή, το λόγο, το τραγούδι. Από νωρίς ασχολήθηκα με αυτό, με πολύ σπουδαίους δασκάλους και κυρίως με τη Μίρκα Γεμεντζάκη, μια εξαιρετική δασκάλα διεθνούς φήμης. Έψαχνα τι σημαίνει μιλάω, εκφράζομαι μέσω μιας λέξης. Όλο αυτό το υλικό το χρησιμοποιώ και στη διδασκαλία μου σε σχολές θεάτρου και στη σκηνοθεσία μου.
»Ας πούμε, στην “Αντιγόνη” που σκηνοθετώ ο Τειρεσίας είναι ένα σύνολο ηχητικό από όλους μας, χορικό, όταν μαντεύει πηγαίνει στην πιο μαγική διάσταση του ήχου. Στην παράσταση υπάρχουν ίχνη από παραδοσιακές φόρμες τραγουδιών και μοιρολογιών, με τα οποία επίσης έχει να κάνει η δουλειά μου.
»Σε μια παράσταση που είχα κάνει πολλά χρόνια πριν, τη “Φεύγουσα κόρη”, μια δουλειά της Μίρκας Γεμεντζάκη με αφορμή το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Μια ψυχή”, είχαμε χρησιμοποιήσει υλικό από μοιρολόγια της Ηπείρου, της Μάνης και της Λέσβου. Μάλιστα είχα ανακαλύψει και μια ξεχασμένη ηχογράφηση της προγιαγιάς μου, η οποία ήταν “επαγγελματίας” μοιρολογήτρα, πράγμα που δεν ήξερα όταν είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με όλο αυτό.
»Ο καλλιτέχνης καλό είναι να μένει με τις εμμονές του. Όσες φορές δεν το έχω κάνει δεν μπορώ να πω ότι το έχω μετανιώσει, αλλά έχω στραφεί σε πράγματα που δεν ήταν τόσο κομβικά για τη ζωή μου».
«Οι καλογυρισμένες τηλεοπτικές σειρές έχουν πάντα επιτυχία»
«Και ο μικρός μου ρόλος στην τηλεοπτική σειρά “Άγιος Παΐσιος” είχε σχέση με το θρήνο: της “κυρα Γιώργαινας”, που στον πόλεμο του ‘40 παίρνει ένα γράμμα από το στρατό, ότι ο γιος της σκοτώθηκε και δεν υπάρχει πτώμα. Οπότε θρηνεί στην πλατεία του χωριού. Και μετά από χρόνια ανεβαίνει στα βουνά να μαζέψει πτώματα και να θρηνήσει άλλα παιδιά, όχι δικά της, νιώθοντας ότι είναι τιμή και για το δικό της.
»Η ελληνική τηλεόραση έχει αναβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Βλέπουμε πολύ ωραίες ερμηνείες και πολύ ωραίες σκηνοθεσίες και ηθοποιούς “του θεάτρου” όπως λέγαμε παλαιότερα, όταν υπήρχε πιο έντονα ο διαχωρισμός.
«Είναι πολύ άσχημο να λέμε στην τέχνη “αυτά θέλει ο κόσμος”. Όχι, ο κόσμος πρέπει να δει κάτι για να ξέρει αν το θέλει ή αν δεν το θέλει. Κι αν μερικές φορές χαζεύει κάτι πρόχειρο, δεν σημαίνει ότι του αρέσει κιόλας».
»Οι καλογυρισμένες σειρές έχουν πάντα επιτυχία. Πρέπει να το καταλάβουμε και εμείς και οι παραγωγοί, γιατί πολλές φορές νομίζουν ότι “εντάξει, πάρε έναν ηθοποιό να το κάνει εύκολα, έναν σκηνογράφο να το κάνει με τα λιγότερα”. Είναι πολύ άσχημο να λέμε στην τέχνη “αυτά θέλει ο κόσμος“. Όχι, ο κόσμος πρέπει να δει κάτι για να ξέρει αν το θέλει ή αν δεν το θέλει. Κι αν μερικές φορές χαζεύει κάτι πρόχειρο, δεν σημαίνει ότι του αρέσει κιόλας.
»Ο ρόλος της τηλεόρασης, και της κρατικής και της ιδιωτικής, είναι να προσφέρει ανακούφιση, που για μένα έρχεται από την ποιότητα, δεν μπορεί να έρθει από την προχειρότητα. Το πιο σκληρό έργο να δω, όταν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα έχει ποιότητα αισθάνομαι μια ανακούφιση μέσα μου».
«Οι μοιρολογήτρες είχαν την ποίηση στην καθημερινότητά τους»
«Ήμουν τεσσάρων χρονών όταν πέθανε η μοιρολογήτρα προγιαγιά μου, έχουμε όμως μια φωτογραφία όπου με κρατάει αγκαλιά και μου τραγουδάει. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με τη Μίρκα Γεμεντζάκη δεν το θυμόμουν αυτό. Κάποια στιγμή, σε ένα φωνητικό αυτοσχεδιασμό, με ρωτάει, είσαι από την Ήπειρο; Λέω, ναι, η μία πλευρά μου. Μου λέει, ψάξε το ηπειρώτικο μοιρολόι.
»Άρχισα να πηγαίνω στην Όλγα και τη Φρόσω Χαρίση, δύο εκπληκτικές γυναίκες που δεν ζούνε πια, οι οποίες μού έκαναν, κατά κάποιον τρόπο, μαθήματα. Το πιο εντυπωσιακό, ποιο είναι; Τα μοιρολόγια έχουν μια συγκεκριμένη μελωδία και στο τέλος έναν ήχο που σε διαπερνάει. Δεν είναι όμως ακατάσχετος θρήνος, είναι τραγούδι, που σε βάζει σε μια ησυχία, παρά τη σκληρότητα των λόγων.
«Τα μοιρολόγια έχουν μοτίβα, όπως ολόκληρη η δημοτική ποίηση, αλλά οι μοιρολογήτρες αυτοσχεδιάζουν στο στίχο, ανάλογα με την ιστορία κάθε νεκρού: ποιος ήταν, πόσο χρονών έφυγε, αν παντρεύτηκε, πού δούλευε».
»Τα μοιρολόγια έχουν μοτίβα, όπως ολόκληρη η δημοτική ποίηση, αλλά οι μοιρολογήτρες αυτοσχεδιάζουν στο στίχο, ανάλογα με την ιστορία κάθε νεκρού: ποιος ήταν, πόσο χρονών έφυγε, αν παντρεύτηκε, πού δούλευε. Όλα αυτά, πολύ σπαρακτικά όταν πρόκειται για μικρά παιδιά ή νέους, λιγότερο για έναν άνθρωπο που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής. Ώρες ώρες είναι σαν να διαβάζεις την “Οδύσσεια” ή αρχαία τραγωδία.
»Οι μοιρολογήτρες έλεγαν και νανουρίσματα, τραγούδια του γάμου, είχαν όλο τον κύκλο της ζωής στα χέρια τους. Μπορεί να μην ήταν μορφωμένες με την έννοια ότι πήγαν σε σπουδαία σχολεία, αλλά η ποίηση ήταν μέσα στην καθημερινότητά τους. Είχαν μια σχέση με τη γλώσσα πολύ πιο δημιουργική από αυτήν που έχουμε εμείς σήμερα. Δηλαδή εμείς μιλάμε πολύ φλατ, πολύ μπανάλ, δεν υπάρχει ανατροπή. Ενώ όταν ακούς ένα μοιρολόγι ναξιώτικο που λέει “κρίμα μες στο χώμα να ‘μπεις, που κι αποθαμένο λάμπεις”, εμένα μου σηκώνεται η τρίχα κάθε φορά, λέω, ποια ψυχή το σκέφτηκε και το έβαλε σε λέξεις; Είναι πολύ υψηλή λογοτεχνία, που ζυμώνεται μέσα από τις ανάσες, τις ανάγκες της στιγμής».
«Το παιδί είναι ένας μικρός σοφός»
«Άρχισα τις σπουδές μου στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το παράτησα, τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μετά επέστρεψα και τελείωσα τη σχολή νηπιαγωγών. Δεν ήταν τυχαία επιλογή, όλη η οικογένειά μου ήταν, και είναι, δάσκαλοι και καθηγητές. Ήταν και φωτισμένοι άνθρωποι, που αγαπούσαν πολύ τη δουλειά τους, υπήρχε πάντα η αγάπη για το σχολείο, για το μικρό παιδί. Το μικρό παιδί είναι ένας μικρός σοφός.
»Νιώθω ότι η κόρη μου μού μαθαίνει πράγματα από τη στιγμή που γεννήθηκε – τώρα είναι έξι ετών. Είδα πράγματα που πάντα μου περιέγραφε και η Μίρκα Γεμεντζάκη, η οποία έλεγε ότι ο άνθρωπος όταν γεννιέται έχει την τέλεια αναπνοή. Το ίδιο έλεγε και μια άλλη δασκάλα μου, η Kristin Linklater, ότι πρέπει να θυμηθούμε να απελευθερώσουμε τη φυσική μας φωνή, που είναι εκεί από τότε που γεννηθήκαμε. Δείτε πόσο υπέροχες νότες και ήχους βγάζει ένα παιδί πριν ακόμα μάθει λέξεις.
«Νιώθω ότι η κόρη μου μού μαθαίνει πράγματα από τη στιγμή που γεννήθηκε – τώρα είναι έξι ετών. Είδα πράγματα που πάντα μου περιέγραφε και η Μίρκα Γεμεντζάκη, η οποία έλεγε ότι ο άνθρωπος όταν γεννιέται έχει την τέλεια αναπνοή».
»Η κόρη μου είναι μεγάλη χαρά και ανακούφιση, το καταφύγιό μου, είναι εκείνη που με στηρίζει και στις μεγάλες απώλειες, δηλαδή δεν μπορώ να διανοηθώ πώς θα ήμουν όταν έχασα τον πατέρα μου αν δεν υπήρχε αυτή. Ο άνθρωπος είναι ένα θαύμα και πραγματικά δεν θέλει πολλή φροντίδα. Φυσικά υπάρχουν κούραση και πρακτικές δυσκολίες στο να μεγαλώνεις ένα παιδί, αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα τελικά μπροστά σε μια αγκαλιά, ένα γέλιο του».
Για τη νέα παράσταση
«Η παράστασή μας έχει ένα σκηνικό έρημης χώρας, κατά κάποιον τρόπο. Υπάρχει ένα σημείο στη μετάφραση του Βολανάκη όπου ο Αίμων λέει στον πατέρα του, Κρέοντα: “Ωραία θα εξουσίαζες έρημη χώρα”. Αν δούμε τη μανία ανθρώπων για εξουσία, είναι κωμικοτραγική: δηλαδή ανάμεσα σε ερείπια εσύ θέλεις να επιβάλεις τι, ακριβώς;
»Βλέπουμε την πιο καθαρή, σεμνή, υπέροχη μορφή του έργου, τον Αίμωνα, που ενδεχομένως θα ήταν ένας άξιος ηγέτης με όλη την αισθαντικότητα και την εξυπνάδα που έχει να αντιλαμβάνεται το τι συμβαίνει γύρω του, να πεθαίνει. Είναι αυτό που λέμε, έχε το νου σου στο παιδί, αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα. Σκοτώνουμε το παιδί μέσα μας και μετά καθόμαστε και κοιτάμε τα ερείπια.
«Υπάρχει ένα σημείο στη μετάφραση του Βολανάκη όπου ο Αίμων λέει στον πατέρα του, Κρέοντα: “Ωραία θα εξουσίαζες έρημη χώρα”. Αν δούμε τη μανία ανθρώπων για εξουσία, είναι κωμικοτραγική: δηλαδή ανάμεσα σε ερείπια εσύ θέλεις να επιβάλεις τι, ακριβώς;»
»Το άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι το έργο δίνει λόγο σε αυτόν που δεν έχει. Υπάρχει, ας πούμε, ο φύλακας, ο τελευταίος των τελευταίων, ένας άνθρωπος που ο Κρέοντας έβαλε να φυλάει ένα πτώμα. Κι όμως αυτός έρχεται απέναντι από το βασιλιά και κρίνει τη στάση του. Μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο απέναντι, δίπλα σε κάποιον που αποφασίζει.
»Είναι ένα πολιτικό θέατρο, βαθιά και ουσιαστικά. Ο Κρέων και η Αντιγόνη και όλα αυτά τα πρόσωπα είναι αφορμές για να πούμε κάτι που μας αφορά και σήμερα. Πιστεύω ότι αν κάποιος θεωρήσει ότι μπορεί να σκηνοθετήσει ή να παίξει την “Αντιγόνη”, κάποια ύβρι θα διαπράξει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να προσφέρουμε την αγάπη μας για το λόγο και τη μουσικότητα και την πολιτική διάσταση του έργου και να διαγράψουμε μια χειρονομία πάνω σε αυτό».
Info
«Αντιγόνη, μετέωρη. Μια ματιά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή», 8 – 26 Ιουνίου, Τετάρτη – Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 20:00. Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Ακρόπολη (Αθήνα), Μετρό Ακρόπολη, τηλ.: 215 5158968. Προπώληση: www.ticketservices.gr, τηλ.: 210 7234567, εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα.
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης. Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Ρηνιώ Κυριαζή. Μουσική: Νίκος Βελιώτης. Σκηνικός Χώρος: Σωτήρης Μελανός. Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα. Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση. Ηθοποιοί: Δήμητρα Γκλιάτη, Ειρήνη Κουμπαρούλη, Αρετή Πολυμενίδη, Γιούλη Καρναχωρίτη, Μοχάμεντ Μπελχέντι, Ρηνιώ Κυριαζή. Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Κωλέτσης. Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζήση. Φωτογραφίες: Karol Jarek. Αφίσα: Παναγιώτης Ανδριανός