Υπάρχει μια ασυνήθιστη κωμωδία του 2011, η «Μηχανή της Χαράς», με τους Μάγκι Γκίλενχαλ, Τζόναθαν Πράις, Ρούπερτ Έβερετ, που διέδωσε περαιτέρω τη θεωρία πως στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η διάγνωση της υστερίας ήταν ιδιαίτερα της μόδας, οι γιατροί χρησιμοποιούσαν δονητές για τη θεραπεία της. Όσο εξωπραγματικό κι αν μοιάζει το σενάριό της, είναι βασισμένο στο βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης «Ηδονήσεις. Η γυναικεία σεξουαλική κακοποίηση, η “υστερία” και ο δονητής» (1999, εκδ. Τραυλός), όπου η συγγραφέας και ιστορικός Τεχνολογίας Rachel Pearl Maines έχει ισχυριστεί ότι ο δονητής, αρχικά, εμφανίστηκε ως ένα ηλεκτρομαγνητικό ιατρικό όργανο που ανταποκρινόταν άμεσα σ’ αυτού του είδους τη θεραπευτική αγωγή.

Παρόλο που πρόσφατες μελέτες αμφισβητούν τη θεωρία της Rachel Pearl Maines, στα τέλη του 19ου αιώνα, πράγματι, τα ποικιλόμορφα συμπτώματα που είχαν τοποθετηθεί κάτω από την ομπρέλα της «υστερίας» συνδέονταν άμεσα από τους ειδικούς της εποχής με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Άλλωστε ο όρος προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για τη μήτρα, που τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Πλάτωνας πίστευαν ότι μετακινείται ελεύθερα μέσα στο σώμα προκαλώντας μια σειρά από σωματικές και ψυχικές διαταραχές.

Υστερία και σεξουαλική στέρηση

Αργότερα, τον 2ο αιώνα π.Χ., ο Γαληνός υποστήριζε πως αιτία της υστερίας ήταν η σεξουαλική στέρηση, επομένως για τη θεραπεία της συνιστούσε σεξ για τις παντρεμένες γυναίκες και αυτοϊκανοποίηση, ως λύση ανάγκης προφανώς, για τις ανύπαντρες και τις χήρες, μια σύσταση που όχι απλώς μακροημέρευσε στη δυτική ιατρική, αλλά επιβίωσε μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Το 18ο αιώνα ο Γάλλος γιατρός Francois Boissier de Sauvages περιέγραφε τα συμπτώματα της υστερίας ως εξής: «διογκωμένη κοιλιά, στηθάγχη ή δύσπνοια, δυσφαγία, ψυχρά άκρα, δάκρυα και γέλιο, χασμουρητό, παραλήρημα, άφθονα και διαυγή ούρα…», συνδέοντάς τη, με τη σειρά του, με τη σεξουαλική στέρηση. Για του λόγου το αληθές παρέθετε το περιστατικό μιας «υστερικής» μοναχής η οποία θεραπεύτηκε μόνο αφού ένας μπαρμπέρης ανέλαβε το καθήκον να την ικανοποιήσει ερωτικά.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ένας ψυχίατρος από τον Καναδά, ο Richard Maurice Bucke, πρότεινε να ληφθούν πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της υστερίας, την αφαίρεση της μήτρας των ασθενών ή υστερεκτομή.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ένας ψυχίατρος από τον Καναδά, ο Richard Maurice Bucke, πρότεινε να ληφθούν πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της υστερίας, την αφαίρεση της μήτρας των ασθενών ή υστερεκτομή.

Από την άλλη, η σύσταση του Silas Weir Mitchell το 1850 έμοιαζε πιο ήπια: Ο Αμερικανός γιατρός συνιστούσε στις γυναίκες που διαγιγνώσκονταν με «υστερία» τη «θεραπεία της ξεκούρασης», ήτοι τη μακροχρόνια αποφυγή οποιασδήποτε σωματικής ή πνευματικής δραστηριότητας. (Για τους λιγοστούς «υστερικούς άντρες», αντιθέτως, συνιστούσε υπαίθρια άσκηση.)

Ακόμα κι αν η προοπτική της «θεραπείας της ξεκούρασης» ακούγεται δελεαστική σε μια σύγχρονη, κουρασμένη γυναίκα όπως οι περισσότερες από εμάς, ας μην υποτιμήσουμε τον καταπιεστικό χαρακτήρα της. Είναι ενδεικτικό ότι όταν υποβλήθηκε σε αυτήν η Αμερικανίδα συγγραφέας Charlotte Perkins Gilman τη βίωσε τόσο τραυματικά, ώστε τη μετέφερε στο λογοτεχνικό έργο «The Yellow Wallpaper», που αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας η οποία εξαναγκάζεται σε αδράνεια από τον γιατρό της, τον σύζυγό της και τον αδερφό της.

Τι σημαίνει «υστερία»;

Ο όρος «υστερία» αποδείχθηκε εξωφρενικά ανθεκτικός. Το 1968 ήταν η τελευταία φορά που βρήκε τη θέση του στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, το οποίο χρησιμοποιούν ειδικοί ψυχικής υγείας αλλά και νομικοί από όλο τον κόσμο, για να βγει από εκεί οριστικά (;) μόλις το 1980.

Σήμερα το διαδικτυακό λεξικό του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας περιγράφει ως εξής το λήμμα «υστερία»: «1.(ψυχιατρ.) νεύρωση η οποία εκδηλώνεται με παροδικές διαταραχές της σκέψης, της αισθητικότητας ή της κίνησης ή και με διάφορα μονιμότερα χαρακτηριστικά (παράλυση, πόνους, σπασμούς κτλ.). 2. έξαλλη, ανεξέλεγκτη συναισθηματική κατάσταση που φθάνει ως το παραλήρημα: Όλη η χώρα είχε πάθει πολεμική ~. Φαινόμενα μαζικής υστερίας εκδηλώθηκαν κατά την εμφάνιση του νεαρού τραγουδιστή. || για υπερβολικό εκνευρισμό, για μη ελεγχόμενα νεύρα: M΄ έπιασε ~ / έπαθα ~ όταν το άκουσα. [λόγ. < γαλλ. hystérie < hystér(ique) = υστερ(ικός) -ie = -ία]».

Μπορεί να μη συνιστώνται σήμερα χειρουργικές επεμβάσεις και άλλες ακραίες μέθοδοι για τη θεραπεία της, μπορεί οι γιατροί να μην την αναγνωρίζουν καν ως διαταραχή, όμως ο επιθετικός προσδιορισμός συνεχίζει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για γυναίκες, που δυσκολεύονται να ελέγξουν το θυμό τους και/ή καταφεύγουν σε «ακραία» και «παράλογα» ξεσπάσματα. Συχνά, μάλιστα, συνοδεύεται από τη, ρητή ή άρρητη, υπόθεση ότι η «υστερική γυναίκα» θα έβρισκε την ηρεμία στην αγκαλιά ενός ερωτικού παρτενέρ ο οποίος θα αναλάμβανε να καλύψει τις σεξουαλικές ανάγκες της.

Η αλεπού μέσα μας

Ο Πλάτωνας παρομοίαζε την «ατίθαση» μήτρα με ζώο που έπρεπε να τιθασευτεί διαμέσου όχι απλώς του σεξ, αλλά της αναπαραγωγής. Αυτή η εικόνα θυμίζει την παραδοσιακή ιαπωνική πρόληψη ότι οι «υστερικές γυναίκες» είχαν καταληφθεί από πνεύμα αλεπούς, την οποία η Γερμανίδα συγγραφέας Κριστίνε Βούνικε αναπτύσσει στο μυθιστόρημά της «Η αλεπού και ο δρ. Σιμαμούρα» (εκδ. Αιώρα).

Σε αυτό το ασυνήθιστο βιβλίο, θολώνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία του κεντρικού χαρακτήρα του, του δόκτορος Σιμαμούρα: του Ιάπωνα γιατρού -βασισμένου σε υπαρκτό πρόσωπο- που στα τέλη του 19ου αιώνα, την περίοδο που η πατρίδα του ανοίγεται στη Δύση μετά από αιώνες απομόνωσης, στέλνεται με υποτροφία στην Ευρώπη, για να έρθει σε επαφή με τις πρωτοποριακές ιδέες της ιατρικής της. Τον δόκτορα Σιμαμούρα, ωστόσο, στοιχειώνει διαρκώς η εμπειρία εξορκισμού μιας όμορφης νεαρής γυναίκας, της Κίγιο, που εθεωρείτο ότι είχε καταληφθεί από πνεύμα αλεπούς και την οποία είχε αναλάβει να «κουράρει» πριν από την αναχώρησή του για την Ευρώπη.

Ο Πλάτωνας παρομοίαζε την «ατίθαση» μήτρα με ζώο που έπρεπε να τιθασευτεί διαμέσου της αναπαραγωγής.

Με υποδόριο χιούμορ, σαν το πνεύμα της σκανδαλιάρας και πονηρής αλεπούς που κυρίευε τις νεαρές Γιαπωνέζες, η Κριστίνε Βούνικε γράφει, μεταξύ άλλων, για το χάσμα μεταξύ της «ορθολογικής» Δύσης και της «προσκολλημένης στις δοξασίες του παρελθόντος» Ανατολής και τις προσπάθειες γεφύρωσής του, μη αφήνοντας ωστόσο τίποτα όρθιο με το χιούμορ της, σατιρίζοντας ακόμα και ιερά τέρατα της δυτικής ιατρικής.

Για παράδειγμα, μέσα από την αφήγηση του δόκτορος Σιμαμούρα η συγγραφέας σκιαγραφεί τον «πατέρα της γαλλικής νευρολογίας» Ζαν-Μαρτέν Σαρκό σαν έναν σόουμαν:

«”Σαρκό”, είπε ο Σιμαμούρα μέσα από τα δόντια του», μετά την παρουσίαση μιας «υστερικής ασθενούς» μπροστά στο κοινό σαν νούμερο σε τσίρκο. « “Της δείξατε τις ξυλογραφίες μου”, είπε ο Σιμαμούρα. “Είχατε πάει μαζί της στην Παγκόσμια Έκθεση. Είστε απατεώνας. Αγύρτης. Κομπογιαννίτης, αλήτης, παλιοψεύτης, παλιάνθρωπος και τσαρλατάνος”. Από τα λεπτά χείλη του Σιμαμούρα ξεχυνόταν ολόκληρο το γερμανικό λεξικό. “Είστε ένα όνειδος”, είπε ο Σιμαμούρα, “για ολόκληρη τη Νευρολογία. Ένας… ένας θεατρίνος!”. Ο λαιμός του παλλόταν. Το λεξικό είχε αρχίσει να εξαντλείται. “Ένας κανάγιας”, είπε αγριεμένος ο Σιμαμούρα και άρχισε να ουρλιάζει. Πρόλαβε να την ακούσει, την κραυγή του. Αλλά μετά δεν άκουσε τίποτε άλλο. […] Όταν ξύπνησε, ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, με σκισμένο πουκάμισο και το κεφάλι του ακουμπισμένο στα πόδια της ξανθιάς ασθενούς. […] “Κύριε συνάδελφε”, είπε ο Σαρκό, λάμποντας τόσο, που φωτίστηκε το δωμάτιο, “αυτή ήταν η πιο πλήρης, η πιο όμορφη και η πιο λεπτομερής Grande Hysterie που έχω δει ποτέ σε άντρα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Για τη Νευρολογία. Για μένα. Για όλους τους ανθρώπους, ιατρούς και μη. Για όλες τις γυναίκες αυτού του μισαλλόδοξου κόσμου! Εδώ και χρόνια προσπαθώ να διαλύσω την προκατάληψη ότι το ισχυρό φύλο είναι απρόσβλητο από αυτή τη νόσο. Σας ευχαριστώ. Ως συνάδελφος. Ως συναγωνιστής. Μαζί θα αποδείξουμε στον κόσμο…”. “Oui, oui! Προκατάληψη!” αναφώνησε η ασθενής. Και τότε ο Ιάπωνας έπεσε πάλι αναίσθητος».

Ο «αγενής» Φρόιντ

Λίγο πριν από την επιστροφή του Ιάπωνα αφηγητή της στο Τόκιο η Βουνίκε δεν διστάζει να καταρρίψει με την πένα της το τελευταίο οχυρό, τοποθετώντας τον δρα Σιμαμούρα να σχολιάσει, για την επιστημονική προσέγγιση του Φρόιντ, ότι «ο αναλυτικός διάλογος ως θεραπευτική μέθοδος της τραυματικής υστερίας είναι άνευ χρηστικής αξίας για την Ιαπωνία, καθώς αντιβαίνει στην αίσθηση της ευγενείας μας και πέραν τούτου έχει υπερβολικά μεγάλη διάρκεια».

Η συγγραφέας του «Η αλεπού και ο δρ. Σιμαμούρα» αντιμετωπίζει με τη σαρωτική δύναμη του λεπτού χιούμορ τη «διαταραχή» που από αρχαιοτάτων χρόνων διαιωνίζει υποτιμητικά και ενίοτε επικίνδυνα στερεότυπα κατά των γυναικών, όπως η «αδυναμία» του «ασθενούς φύλου», η «συναισθηματική αστάθειά του», και η «εξάρτησή» του από το σεξ και την αναπαραγωγή. Συνθέτει, σε κάθε περίπτωση, ένα ανάγνωσμα που οι «New York Times» χαρακτηρίζουν «αληθινό κόσμημα», το οποίο η Βουνίκε έχει προλογίσει, πολύ ταιριαστά, με μια φράση του Αντρέ Μπρετόν από το «Δεύτερο μανιφέστο του υπερρεαλισμού» (1930): «Δόξα και τιμή στην υστερία και τις γυμνές κοπέλες της, που γλιστρούν εν πομπή πάνω στις στέγες!».

Για το βιβλίο

Το καλοκαίρι του 1891, ο νεαρός γιατρός Σιμαμούρα περιπλανιέται στα χωριά της ιαπωνικής υπαίθρου για να εξετάσει γυναίκες που φημολογείται ότι έχουν καταληφθεί από πνεύμα αλεπούς. Οξυδερκής και φιλομαθής –αλλά και φιλόδοξος–, ο Σιμαμούρα αμφισβητεί αυτή την παραδοσιακή ιαπωνική πρόληψη, μέχρι που συναντάει την Κίγιο και βλέπει κάτω από το δέρμα της να κινείται μια μορφή που μοιάζει με αλεπού.

Η ιαπωνική κυβέρνηση, στα τέλη του 19ου αιώνα, πρόθυμη πια να ανοιχτεί στον κόσμο, στέλνει τον Σιμαμούρα με υποτροφία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στη Βιέννη για να έρθει σε επαφή με τις πρωτοποριακές ιδέες της Δύσης και με τους γιατρούς που εκείνη την εποχή θεμελιώνουν τις επιστήμες της νευρολογίας και της ψυχιατρικής: Σαρκό, Τουρέτ, Μπρόιερ, Φρόιντ. Τι αναδεικνύεται μέσα από τη συνεργασία αλλά και τις συγκρούσεις των επιστημόνων, από τη συνάντηση αλλά και τις αντιφάσεις των δύο κόσμων; Τι στοιχειώνει τον Σιμαμούρα μετά την επιστροφή του στην πατρίδα; Και ποιο ρόλο παίζουν στη ζωή του οι τέσσερις γυναίκες που ζουν μαζί του;

Μια παράδοξη ιστορία, γραμμένη με διεισδυτική ματιά, διακριτική ειρωνεία και λεπτό χιούμορ, που εξερευνά τα όρια Ανατολής και Δύσης, θρησκείας και επιστήμης, λογικής και δεισιδαιμονίας, μνήμης και βιώματος.

Σε αυτό το ασυνήθιστο βιβλίο, θολώνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία του κεντρικού χαρακτήρα του, του δόκτορος Σιμαμούρα: του Ιάπωνα γιατρού -βασισμένου σε υπαρκτό πρόσωπο- που στα τέλη του 19ου αιώνα, την περίοδο που η πατρίδα του ανοίγεται στη Δύση μετά από αιώνες απομόνωσης, στέλνεται με υποτροφία στην Ευρώπη, για να έρθει σε επαφή με τις πρωτοποριακές ιδέες της ιατρικής της.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below