Η Sherine Tadros είναι δημοσιογράφος η οποία κάλυπτε τα γεγονότα στο Κάιρο, μετά την ανατροπή του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ. Έζησε εκεί για τέσσερα χρόνια, μέσα στα οποία συνάντησε τον (πρώην) σύντροφό της, τον οποίο επρόκειτο να παντρευτεί. Εργάζονταν και οι δύο ως ρεπόρτερ και σχεδίαζαν να παντρευτούν και να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη, πόλη στην οποία ο σύντροφός της είχε πρόταση για δουλειά. Εκείνη σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αφήσει τη δημοσιογραφία, καθώς ένιωθε κόπωση σωματική και ψυχική. Την ημέρα του γάμου της, ωστόσο, όλα ανατράπηκαν.
Η ίδια περιγράφει την ιστορία της στο βιβλίο “Taking Sides: A Memoir About Love, War and Changing the World”, πώς αυτή της η εμπειρία τη βοήθησε να βρει τη δουλειά των ονείρων της και έναν σύντροφο που τη λατρεύει.
Διαβάστε παρακάτω ένα κομμάτι ιστορία της:
«Ακριβώς έναν χρόνο μετά την πρόταση γάμου, ο αρραβωνιαστικός μου και εγώ θα υπογράφαμε τα χαρτιά του γάμου μας στο Κάιρο, όπου ζούσαμε τέσσερα χρόνια και εργαζόμασταν ως ρεπόρτερ. Θα μετακομίζαμε στη Νέα Υόρκη, όπου του είχε προταθεί δουλειά. Προσωπικά, δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να συνεχίσω τη δημοσιογραφία. Είχα μόλις παραιτηθεί από ρεπόρτερ του Sky News και ένιωθα εξαντλημένη από αυτή την εργασία και τους περιορισμούς της.
Ήταν ξεκάθαρο πως είχα εξαντληθεί, παρά τα βραβεία και την αναγνώριση που λάμβανα με την ομάδα μου. Ένιωθα πως δεν έκανα τίποτα για να αλλάξω τη ζωή των ανθρώπων που φωτογράφιζα με την ομάδα μου και κατέγραφα τη ζωή τους. Δεν με ενδιέφερε πλέον να εξηγήσω τα άσχημα που συνέβαιναν στον κόσμο. Επιθυμούσα περισσότερο να σταματήσω αυτές τις αδικίες.
Είχα ήδη ξεκινήσει να συνομιλώ με τη Διεθνή Αμνηστία. Έψαχναν για υπεύθυνο στα γραφεία της Νέας Υόρκης. Παρά τη λιγοστή εμπειρία μου στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δέχτηκαν να κάνουμε συνέντευξη μέσω Zoom. Η μόνη στιγμή που μπορούσαν, βέβαια, ήταν το πρωινό της ημέρας του γάμου μου. Ήμουν πολύ διστακτική απέναντι σε αυτή την αλλαγή. Η δημοσιογραφία ήταν το μόνο που γνώριζα, ενώ όλοι μου έλεγαν πως ήμουν τρελή που αφήνω μια στρωμένη και επιτυχημένη καριέρα.
Πάλευα με τις σκέψεις μου, όταν άκουσα την πόρτα του διαμερίσματος να χτυπά δυνατά. Ήταν ο αρραβωνιαστικός μου. “Πρέπει να μιλήσουμε”, μου είπε. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και η φωνή του έτρεμε. Τον είχα δει ξανά συγχυσμένο ή έπειτα από ένα δύσκολο ρεπορτάζ, αλλά ποτέ σε αυτή την κατάσταση.
Άρχισε να μιλά για μια διαφωνία που είχαν οι γονείς μας για τον γάμο και τις προσκλήσεις. Και τελικά μου είπε: «Δεν θέλω να παντρευτούμε. Δεν νομίζω πως σε αγαπάω αρκετά».
Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε. Μέχρι να φτάσουν οι γονείς μου, 45 λεπτά μετά, μάζευα τα δικά μου σε σακούλες σκουπιδιών. Έβγαλα το δαχτυλίδι αρραβώνων και το άφησα πάνω στο τραπέζι, δίπλα στις βέρες που θα ανταλλάζαμε εκείνο το βράδυ. Οι τρεις μας πήραμε την αμέσως επόμενη πτήση αναχώρησης από το Κάιρο.
Όταν έφτασα στο πατρικό μου στο Λονδίνο, κοιμήθηκα βαθιά. Το επόμενο πρωί, καθώς ο ήλιος ανέτειλε, βγήκα από το σπίτι με τις πιτζάμες και περπατούσα αργά προς τον δρόμο. Δεν ένιωθα τα πόδια μου να κουνιούνται. Κατέβηκα από το πεζοδρόμιο και στάθηκα στη μέση του δρόμου.
Δευτερόλεπτα μετά εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Έτρεξε και με τράβηξε στην άκρη. Καθίσαμε για λίγο στην άκρη του πεζοδρομίου χωρίς να μιλάμε και έπειτα ο πατέρας μου, δίχως να πει τίποτα, με οδήγησε στο σπίτι. Νομίζω δεν θα καθόμουν εκεί για ώρα και θα είχα κινηθεί αμέσως μόλις άκουγα αυτοκίνητο. Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρη.
Αφού πήρα πρωινό με τους γονείς μου και είχαμε μια πολύ ήρεμη συζήτηση, ένιωσα λιγάκι καλύτερα. Κοιτούσα τα μηνύματα και τα email μου, όταν είδα ένα από το γραφείο προσωπικού της Διεθνούς Αμνηστίας. Με ενημέρωναν πως η συνέντευξή μου είχε ακυρωθεί, αφού δεν εμφανίστηκα. Απάντησα εξηγώντας πως μου έτυχε κάτι πολύ προσωπικό και ζητώντας δεύτερη συνέντευξη, αυτή τη φορά από κοντά, αφού βρισκόμουν στο Λονδίνο.
Ήμουν αποφασισμένη να πάρω τη δουλειά. Ήξερα ακριβώς τι να κάνω. Μακριά από τον πρώην αρραβωνιαστικό μου και τις προσδοκίες των άλλων, οι αμφιβολίες που είχα διαλύθηκαν. Το να αφήσω τη δημοσιογραφία δεν ήταν πια μια δύσκολη επιλογή, αλλά η μόνη λογική κίνηση. Μου απάντησαν θετικά και βρέθηκα στα γραφεία τους το ίδιο απόγευμα.
Στο τέλος της ημέρας και παρά τις αρνητικές πιθανότητες που είχα, πήρα τη δουλειά. Και παρά το ότι η ζωή μου όπως την ήξερα και ο ίδιος μου ο εαυτός είχαν διαλυθεί μόλις 48 ώρες πριν, αυτή η αλλαγή μου έδωσε το κουράγιο να συνεχίσω σε μία δουλειά που ήταν γραφτό μου να βρεθώ.
Εφτά χρόνια μετά εργάζομαι ακόμα στη Διεθνή Αμνηστία. Πλέον, δουλειά μου είναι να σιγουρευτώ πως κάτι θα γίνει για όλους εκείνους που υποφέρουν και κατέγραφα στη διάρκεια των ρεπορτάζ μου. Nα κάνω τη διαφορά στη ζωή των ανθρώπων, βοηθώντας να αλλάξουν οι πολιτικές είτε προσπαθώντας να βρω δικαιοσύνη είτε παλεύοντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε διαφορετικές χώρες.
Μόνο αφού με παράτησε ο αρραβωνιαστικός μου κατάφερα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου για το ποια πραγματικά ήθελα να γίνω. Κατάφερα να αφιερώσω τον εαυτό μου στον ακτιβισμό. Ήταν αυτή η συνειδητοποίηση που με οδήγησε στη Νέα Υόρκη και στο να βρω τελικά την ευτυχία με έναν άνθρωπο που με αγαπά και με κάνει να νιώθω ασφάλεια. Η ζωή μου δεν εξελίχθηκε όπως ακριβώς σχεδίαζα, αλλά κατέληξα εκεί ακριβώς που εγώ χρειαζόμουν και με τον άνθρωπο που ήταν γραφτό μου να είμαι μαζί».