Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει ανθρώπινος νους, αποτυπώνεται καρέ-καρέ στην πρόταση του εισαγγελέα Πρωτοδικών, Γεωργίου Νούλη, προς το Δικαστικό Συμβούλιο για την υπόθεση θανάτου της 9χρονης Τζωρτζίνας Δασκαλάκη. Με την πρότασή του, ο εισαγγελέας ζητεί την παραπομπή σε δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου όχι μόνο για τη δολοφονία του παιδιού της με κεταμίνη στο «Αγλαΐα Κυριακού», αλλά και για απόπειρα δολοφονίας του στο Καραμανδάνειο, με αποτέλεσμα η 9χρονη να καταστεί τετραπληγική. Αποτιμώντας τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κ. Νούλης κάνει λόγο για «πρωτοφανούς φρικαλεότητας εγκληματικό σενάριο», το οποίο εξύφανε η κατηγορουμένη προκειμένου να εκδικηθεί τον εν διαστάσει σύζυγό της Μάνο Δασκαλάκη.
Η εισαγγελική πρόταση απαριθμεί 37 σελίδες και είναι καταπέλτης για την 33χρονη μητέρα αλλά και για τον πατέρα των άτυχων κοριτσιών, ο οποίος δεν αντιμετωπίζει καμία κατηγορία, πλην όμως «σκιαγραφείται» ως ένα άτομο χωρίς συγκρότηση, με έλλειψη επαφής και σταθερότητας στις σχέσεις του, ακόμη και με τα παιδιά του. Επικαλούμενος τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κ. Νούλης αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της πρωτοφανούς αυτής υπόθεσης, από τη στιγμή της γνωριμίας της Ρούλας Πισπιρίγκου με τον εν διαστάσει σήμερα σύζυγό της. Ακολούθως, αναφέρεται στην απόπειρα ανθρωποκτονίας της 9χρονης στο Καραμανδάνειο στις 11.4.2021, αλλά και στην «εξολόθρευσή της» στο «Αγλαΐα Κυριακού» στις 29.1.2022.
Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη αξία είναι η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο, η 33χρονη χορήγησε, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, την κεταμίνη στην κόρη της. «Την ποσότητά της σε υγρή μορφή δηλητηριώδους κεταμίνης, που προμηθεύτηκε και έφερε μαζί της την ενέχυσε με τη χρήση σύριγγας μέσω της γαστροστομίας που έφερε το παιδί στην κοιλιακή του χώρα. Αφού εμπότισε με σοβαρή (θανατηφόρα) δόση της ταχείας δράσεως δηλητηριώδους ουσίας ενεργοποίησε παράλληλα τη λειτουργία προσωρινής σίγασης του ήχου της συσκευής του οξύμετρου…», αναφέρει ο εισαγγελικός λειτουργός, ενώ σε ό,τι αφορά στην απόπειρα δολοφονίας της 9χρονης στο Καμανδάνειο επισημαίνει πως η κατηγορουμένη «απόφραξε με τα χέρια της τις έξω αεροφόρους οδούς (μύτη και στόμα) του παιδιού» και «έτσι εμπόδισε την ελεύθερη αναπνευστική του λειτουργία με αποτέλεσμα να προκαλέσει σε αυτό καρδιακή ανακοπή».
«Την ποσότητά της σε υγρή μορφή δηλητηριώδους κεταμίνης, που προμηθεύτηκε και έφερε μαζί της την ενέχυσε με τη χρήση σύριγγας μέσω της γαστροστομίας που έφερε το παιδί στην κοιλιακή του χώρα».
«Ανωριμότητα και ιδέες μεγαλείου»
Στην πρότασή του, ο εισαγγελέας αναφέρεται αρχικά στη γνωριμία του ζεύγους Δασκαλάκη – Πισπιρίγκου, στη σχέση που ανέπτυξαν μετά το γάμο τους και τη γέννηση της Τζωρτζίνας, της Μαλένας και της Iριδας. Οπως επισημαίνει, η έγγαμη συμβίωση του ζευγαριού σταδιακά «από άποψη συζυγικής πίστης» άρχισε να διακρίνεται «από μία διαρκή χαλαρότητα» καθώς «ήδη, από το έτος 2018 ο Δασκαλάκης διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις» και «στην πρακτική αυτή τον ακολούθησε παροδικά και η κατηγορούμενη», ενώ «υπήρχαν διαστήματα απομακρύνσεων και επανασυνδέσεων με αποχωρήσεις από την κοινή εστία για μικρά ή μεγάλα διαστήματα».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η εξέλιξη αυτή της έγγαμης συμβίωσης του ζεύγους «προφανώς και ήταν απόρροια της ανωριμότητας των εν λόγω συζύγων, εν όψει και του νεαρού της ηλικίας τους αλλά και των επιμέρους στοιχείων της προσωπικότητάς τους, τα οποία προκύπτουν από εκθέσεις ειδικών πραγματογνωμόνων αφού:
1) Ο μεν Δασκαλάκης εμφανίζει ελλιπή συγκρότηση εαυτού, έλλειψη επαφής και σταθερότητας στις σχέσεις του με άλλους (ακόμη και τα παιδιά του), απουσία συναισθήματος, αδυναμία έκφρασης και υποστήριξης προσωπικής θέσης και αντιδράσεις στην επιρροή των άλλων, έναντι των οποίων τηρεί υποτακτική στάση.
2) Η δε κατηγορουμένη εμφανίζει ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα, βρίσκεται σε διαρκή διαπραγμάτευση αλήθειας και ψέματος, στερείται γνήσιου συναισθήματος και αντιλαμβάνεται τα παιδιά της ως μια ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού της». Οπως αναφέρεται στην πρόταση, «κρίσιμο στοιχείο της όλης προσωπικότητας της κατηγορουμένης ήταν η εμμονική σχέση κτητικότητας προς τον σύζυγό της, αφού διαρκώς τελούσε σε κατάσταση αντιζηλίας και διεκδίκησής του από άλλες γυναίκες, ασχολούνταν μονίμως με αυτόν και τις προηγούμενες σχέσεις του ακόμα, οι σκέψεις της επικεντρώνονταν γύρω από το πρόσωπό του και τελούσε υπό τον φόβο ότι θα την εγκαταλείψει. Σημειωτέον ότι ο Δασκαλάκης είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης αμοιβαίας αδυναμίας και αγάπης προς τη θυγατέρα του Γεωργία, την οποία θεωρούσε προέκταση του εαυτού του…».
«Η δε κατηγορουμένη εμφανίζει ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα, βρίσκεται σε διαρκή διαπραγμάτευση αλήθειας και ψέματος, στερείται γνήσιου συναισθήματος και αντιλαμβάνεται τα παιδιά της ως μια ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού της»
Εγκληματικό σενάριο
Συνεχίζοντας, ο κ. Νούλης υπεισέρχεται στα όσα διαδραματίστηκαν στο Καραμανδάνειο της Πάτρας, τον Απρίλιο του 2021, τα οποία και στοιχειοθέτησαν το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος της Ρούλας Πισπιρίγκου: «Η κτητική εμμονή της κατηγορουμένης με το σύζυγό της και η προδοσία που βίωσε από τις επανειλημμένες απιστίες του και τη διαφαινόμενη οριστική απώλειά του (λόγω της πρόσφατης τότε και διαρκούσας έως και σήμερα εξωσυζυγικής σχέσης που συνήψε) την ώθησαν στην εξύφανση πρωτοφανούς φρικαλεότητας εγκληματικού σεναρίου εξόντωσης της θυγατέρας τους Γεωργίας ως μέσο εκδίκησης του Δασκαλάκη, ενόψει και της ιδιαίτερης αδυναμίας που έτρεφε αυτός προς το παιδί. Αμέσως μετά τον συμβάντα την 21.3.2021 θάνατο του αβάπτιστου βρέφους του ζεύγους (σ.σ.: πρόκειται για την Iριδα που έφυγε από τη ζωή ενώ ήταν μόλις έξι μηνών στις 21.3.2022) η κατηγορουμένη συνέλαβε την ιδέα να σκοτώσει την ηλικίας 8,5 ετών Γεωργία υπό συνθήκες οι οποίες δεν θα δημιουργούσαν υπόνοιες σε βάρος της, εν όψει και της πρόσφατης απώλειας του βρέφους στο σπίτι και στα χέρια της, σύμπτωση που θα την καθιστούσε αυτόματα ύποπτη για τους διαδοχικούς θανάτους και των 2 παιδιών της».
«Αμέσως μετά το θάνατο του αβάπτιστου βρέφους του ζεύγους (σ.σ.: πρόκειται για την Iριδα που έφυγε από τη ζωή ενώ ήταν μόλις έξι μηνών στις 21.3.2022) η κατηγορουμένη συνέλαβε την ιδέα να σκοτώσει την ηλικίας 8,5 ετών Γεωργία»
Για τον σκοπό αυτό «απεργάστηκε σχέδιο εκτέλεσης του παιδιού κατά την παραμονή του σε νοσηλευτικό ίδρυμα, στο οποίο θα εισαγόταν για ιατρικώς ανύπαρκτους λόγους». Εκεί, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του παιδιού, θα έβρισκε «την κατάλληλη ευκαιρία να το εκτελέσει» και μάλιστα «σε χώρο που θα παραπέμπει σε παθολογικά αίτια θανάτου (νοσοκομείο) και δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με δική της ενέργεια, όπως θα συνέβαινε αν το διέπραττε στην οικία της».
Κατά την εισαγγελική πρόταση, η 33χρονη «προς υλοποίηση του ανθρωποκτόνου σχεδίου της, το πρωί της 8ης Απριλίου 2021 (σ.σ.: μόλις 18 ημέρες μετά τον θάνατο της Ιριδας) προσήλθε συνοδεύοντας την υγιέστατη Γεωργία» στο Καραμανδάνειο και «στους λαβόντες το ιστορικό του παιδιού ιατρούς ανέφερε ψευδώς ότι αυτό εμφάνισε περί ώρα 05:30 επεισόδια απώλεια συνείδησης με σπασμούς». Ωστόσο, γιατρός της κλινικής «δεν πείστηκε για την αλήθεια του συμβάντος περί σπασμών, που της εξέθεσε η κατηγορουμένη», πλην όμως το παιδί «εισήχθη προληπτικώς στο νοσοκομείο» και λόγω της «επιμονής» της μητέρας του.Μάλιστα, η μικρή δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της γιατρού όταν πήγε να πάρει το ιστορικό της, «συμπεριφορά που προφανώς είχε υποδειχθεί από την κατηγορουμένη για να μην αποδειχθεί το αναληθές του ιστορικού που επικαλέστηκε».
Οταν, δε, οι γιατροί αποφάσισαν ότι η 9χρονη πρέπει να πάρει εξιτήριο, η Ρούλα Πισπιρίγκου «ανέφερε ψευδές δήθεν επεισόδιο του παιδιού με εμετό, δύσπνοια, βήχα και κοιλιακό άλγος» και «αντέδρασε έντονα στην πιθανότητα εξόδου του από το νοσοκομείο». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, ο εισαγγελέας σημειώνει πως η 33χρονη, «ενόσω το παιδί νοσηλεύονταν επιχειρούσε κυνικά συναισθηματικό εκβιασμό» στον εν διαστάσει σύζυγό της «προς επιστροφή του κοντά της με μοχλό πίεσης την υγεία της αγαπημένης του θυγατέρας».
Οταν, δε, οι γιατροί αποφάσισαν ότι η 9χρονη πρέπει να πάρει εξιτήριο, η Ρούλα Πισπιρίγκου «ανέφερε ψευδές δήθεν επεισόδιο του παιδιού με εμετό, δύσπνοια, βήχα και κοιλιακό άλγος» και «αντέδρασε έντονα στην πιθανότητα εξόδου του από το νοσοκομείο».
Εν τέλει, «περί ώρα 18:50 η κατηγορουμένη βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε για να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας της θυγατέρας της». Ενώ ήταν μόνη της με το παιδί στον θάλαμο «αφαίρεσε διαδοχικά τόσο τη συσκευή ρινικού οξυγόνου που έφερε στο πρόσωπό του όσο και τη συσκευή του παλμικού οξυμέτρου, που είχε τοποθετηθεί στο δάχτυλό του προς άμεση ειδοποίηση του νοσηλευτικού προσωπικού για την πιθανή πτώση του οξυγόνου» και «απόφραξε με τα χέρια της τις ανώτερες έξω αεροφόρους οδούς του (μύτη και στόμα)». Ετσι, «εμπόδισε την ελεύθερη αναπνευστική του λειτουργία με αποτέλεσμα να προκαλέσει σε αυτό καρδιακή ανακοπή».
Και ενώ το κοριτσάκι απώλεσε πλήρως τις αισθήσεις του και ήταν σχεδόν νεκρό η κατηγορουμένη με χαρακτηριστική καθυστέρηση (εν όψει της στόχευσης της μη επιβίωσής του) ειδοποίησε τελείως «χαλαρά» το εφημερεύον νοσηλευτικό προσωπικό (χτυπώντας απλά το κουδούνι του θαλάμου και χωρίς να αποταθεί άμεσα σε αυτό) ενημερώνοντας απλά και ψύχραιμα ότι «σφυρίζει το μηχάνημα και ρίχνει κορεσμό και σφύξεις». Αμέσως οι γιατροί έτρεξαν στον θάλαμο του παιδιού και μετά από 50 λεπτά προσπαθειών κατάφεραν να το κρατήσουν στη ζωή. Ωστόσο, για τους ίδιους η ανακοπή που υπέστη η Τζωρτζίνα ήταν αδιευκρίνιστη. Ακολούθως, μετά την «ηρωική επαναφορά» στη ζωή της 9χρονης, αυτή διακομίστηκε στη ΜΕΘ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών. Εκεί διασωληνώθηκε και η σίτισή της γίνονταν μόνο μέσω ρινογαστρικού καθετήρα.
Οι επιπλήξεις του ζεύγους στον εντατικολόγο Ηλιάδη
Οπως αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση, ο εντατικολόγος, υπεύθυνος της ΜΕΘ, Ανδρέας Ηλιάδης, συνομιλώντας με συνάδελφό του στο ογκολογικό κέντρο «Ελπίδα» όπου είχε νοσηλευτεί η Μαλένα Δασκαλάκη, υποπτεύθηκε «εν όψει και του ότι δεν υπήρχε στην ελληνική πραγματικότητα ανάλογο ιατρικό προηγούμενο θανάτου και των τριών παιδιών της ίδιας οικογένειας περίπτωση συνδρόμου Μινχάουζεν». Ετσι, έπειτα από επικοινωνία που είχε με ψυχιάτρους ζήτησε από το ζεύγος Δασκαλάκη να παρακολουθήσουν ειδικές συνεδρίες, στις οποίες πράγματι «μετέβη η κατηγορουμένη, συνοδευομένη από τον σύζυγό της, πλην όμως επειδή δυσαρεστήθηκαν από τις ερωτήσεις δε συνεχίστηκε η σχετική διαδικασία».
Μάλιστα, λίγο αργότερα η 33χρονη και «ο χειραγωγούμενος από αυτήν σύζυγός της κατέστησαν σαφές προς τον κ. Ηλιάδη ότι δεν επιθυμούν να ασχοληθεί με ό,τι δεν έχει σχέση με το ιατρικό σκέλος της διαδικασίας». Στο σημείο, μάλιστα, αυτό ο κ. Νούλης παραθέτει τις μαρτυρίες γιατρών και νοσηλευτών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη Ρούλα Πισπιρίγκου «ψυχρή, απαθή απρόσιτη με απρόσφορο συναίσθημα, χωρίς καμία εκδήλωση πένθους».
Ο κ. Νούλης παραθέτει τις μαρτυρίες γιατρών και νοσηλευτών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη Ρούλα Πισπιρίγκου «ψυχρή, απαθή απρόσιτη με απρόσφορο συναίσθημα, χωρίς καμία εκδήλωση πένθους».
Η ανεξήγητη ανακοπή
Στις 10 Μαΐου του 2021 και έπειτα από συνολική παραμονή στη ΜΕΘ 29 ημερών, το παιδί, κατόπιν και της σφοδρής επιθυμίας των γονιών του, εισήχθη στο Ωνάσειο προκειμένου να ερευνηθεί «το ανεξήγητο της καρδιακής ανακοπής». Εκεί οι γιατροί διαπίστωσαν ότι η λειτουργία της καρδιάς του κοριτσιού ήταν άριστη. Διενήργησαν ακόμη εξαντλητικό γενετικό έλεγχο σε δείγμα αίματος της ίδιας και των δύο αδελφών της με τα αποτελέσματα να αποκλείουν γενετικές μεταλλάξεις. Τοποθέτησαν όμως στην 9χρονη απινιδωτή-βηματοδότη, συσκευή η οποία «περιόριζε ουσιωδώς, αλλά δεν απέκλειε την επανάληψη ανάλογου επεισοδίου ανακοπής καρδιάς στο παιδί, από δε την καταγραφή των δεδομένων της θα καθίστατο αμέσως εμφανής η όποια αιφνίδια εξωτερική παρέμβαση στο σώμα του, ανάλογη με την προηγηθείσα εγκληματική ενέργεια της κατηγορούμενης».
Μετά τη νοσηλεία της στο Ωνάσειο, η Τζωρτζίνα εισήχθη εκ νέου στη ΜΕΘ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών για περαιτέρω παρακολούθηση και από κει μεταφέρθηκε στο Καραμανδάνειο, όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση τοποθέτησης γαστροστομίας για τη σίτισή της, η οποία μέχρι τότε γίνονταν πάντα μέσω ρινογαστρικού καθετήρα. Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, «η Ρούλα Πισπιρίγκου στο διάστημα της παραμονής του παιδιού της στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών εκπαιδεύτηκε από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες στη σίτιση του παιδιού και τη χορήγηση των φαρμάκων του μέσω της γαστροστομίας, καθώς και η ίδια θα έπρεπε να το κάνει μετά την έξοδό του από αυτό και την επιστροφή του στο σπίτι».
«Η Ρούλα Πισπιρίγκου στο διάστημα της παραμονής του παιδιού της στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών εκπαιδεύτηκε από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες στη σίτιση του παιδιού και τη χορήγηση των φαρμάκων του μέσω της γαστροστομίας»
Εν τέλει, η 9χρονη στις 19 Ιουλίου του 2021, επιστρέφει στο σπίτι της, όπου πλέον βρίσκονται και οι δυο γονείς της. «Από το χρονικό σημείο της απόπειρας φόνου της από την κατηγορούμενη και εντεύθεν, λόγω ακριβώς της συνέπειας αυτής κατάστασης της υγείας της τετραπληγικής πλέον Γεωργίας ο πατέρας της θα δεχθεί να επιστρέψει στην κοινή με τη μητέρα της οικία, τυπικά και μόνο για να μην αντιληφθεί το παιδί ότι οι γονείς του είναι πλέον χωρισμένοι διατηρώντας πάντα παράλληλα την εξωσυζυγική σχέση που είχε ήδη συνάψει», αναφέρει ο εισαγγελέας επικαλούμενος μηνύματα που είχε ανταλλάξει το διάστημα εκείνο το ζευγάρι. «Πλην όμως η κατάσταση αυτή δεν ικανοποιούσε την κατηγορούμενη, η οποία απαιτούσε η επιστροφή του εν διαστάσει συζύγου της να είχε γίνει για την ίδια και όχι για την ηρεμία του παιδιού αίτημα που δεν ικανοποιήθηκε από τον τελευταίο», συμπληρώνει.
Η ανθρωποκτονία
Στις 17 Ιανουαρίου του 2022, η 9χρονη εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών προκειμένου να υποβληθεί σε προγραμματισμένη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Δύο ημέρες αργότερα, ωστόσο, η μητέρα της θα τη μεταφέρει και πάλι στο ίδιο νοσοκομείο αναφέροντας «ψευδώς» ότι η κόρη της «εμφάνισε εμετούς και επεισόδια σπασμών». Η Τζωρτζίνα θα εισήχθη ξανά στο νοσοκομείο και θα νοσηλευτεί σε ΜΕΘ τρεις φορές κατόπιν των αναφορών της κατηγορουμένης για νέα επεισόδια επιδείνωσης της υγείας της εντός του νοσοκομείου, τα οποία όμως «κανένας γιατρός ή νοσηλευτής δεν είδε». Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη ΜΕΘ το παιδί δεν «παρουσιάζει κανένα επεισόδιο αντίστοιχο με αυτά που παρουσίαζε στην κλινική».
«Ο πατέρας της θα δεχθεί να επιστρέψει στην κοινή με τη μητέρα της οικία, τυπικά και μόνο για να μην αντιληφθεί το παιδί ότι οι γονείς του είναι πλέον χωρισμένοι διατηρώντας πάντα παράλληλα την εξωσυζυγική σχέση που είχε ήδη συνάψει»
Οι γιατροί βλέποντας ότι η εικόνα του κοριτσιού «δεν τελούσε σε συνάρτηση με τα επεισόδια υποτίθεται ότι εμφάνιζε» την παρέπεμψαν στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», στην Αθήνα, προκειμένου να ελεγχθεί και νευρολογικά. Εκεί η κατηγορουμένη βρήκε, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, την ευκαιρία που ζητούσε «για την επανάληψη της αμετακίνητης απόφασης της για την εξόντωση του παιδιού της, καθόσον στα νοσοκομεία που νοσηλεύτηκε αυτό προηγουμένως δεν υπήρχαν προσφορές συνθήκες για να το φονεύσει (νοσηλεία σε ΜΕΘ και περιορισμένη ελεγχόμενη παρουσία της εκεί, κίνηση υποψιών σε βάρος της από τον γιατρό Ηλιάδη)».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου «στη νέα της προσπάθεια αφαίρεσης της ζωής της Γεωργίας επέλεξε να διαφοροποιήσει τον τρόπο τέλεσης αυτής επιλέγοντας να τη σκοτώσει με φαρμακευτική δηλητηρίασή της με τη χρήση δραστικής ναρκωτικής ουσίας». Για τον σκοπό αυτό, «ήδη τουλάχιστον από τις 17 Ιανουαρίου του 2022 αναζητούσε μέσω διαδικτύου πληροφορίες για τη δράση της σχετικής ουσίας κεταμίνη και γνώριζε τις συνέπειες της χρήσης της. Η δε απόφαση μεταβολής της εγκληματικής της μεθόδου οφείλεται προφανώς στην εκτίμησή της ότι δεν θα μπορούσε η ίδια να συνδεθεί με την κατοχή μιας απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας, η δε επανάληψη όμοιας εγκληματικής δράσης με την ως άνω απόπειρα (απόφραξη ανώτερων έξω αναπνευστικών οδών) πιθανότατα θα πρόδιδε άμεσα ανάλογη επίθεση σε βάρος του παιδιού λόγω της ύπαρξης του βηματοδότη στην καρδιά του».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, 33χρονη προμηθεύτηκε από άγνωστο διακινητή την κεταμίνη και στις 29 Ιανουαρίου, ούσα μόνη της στο δωμάτιο με την Τζωρτζίνα (η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωινού βρισκόταν σε σταθερή κατάσταση), προέβη στην ανθρωποκτονία της κόρης της. «Περί ώρα 14.00 θεώρησε ότι είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να αφαιρέσει τη ζωή του άμοιρου κοριτσιού και να απαλλαγεί από αυτό. Ενέχυσε την κεταμίνη με τη χρήση σήριγγας μέσω της γαστροστομίας που έφερε το παιδί στην κοιλιακή του χώρα και παράλληλα ενεργοποίησε τη λειτουργία προσωρινής σίγασης του ήχου της συσκευής του οξυμετρου», αναφέρει ο εισαγγελέας και συνεχίζει: «Περί ώρα 14:28, ενόσω το παιδί ψυχορραγούσε και είχε χάσει πλέον κάθε ελπίδα σωτηρίας, η κατηγορούμενη προσήλθε στη στάση των νοσηλευτών στο διάδρομο της κλινικής. Περπατώντας χωρίς να καλεί σε βοήθεια και μιλώντας προς τις ευρισκόμενες εκεί νοσηλεύτριες (οι οποίες από τη στάση της εξέλαβαν ότι ήθελε να ζητήσει κάτι επουσιώδες) χαλαρά και ψιθυριστά τους ανέφερε δια νευμάτων την εμφάνιση νέου επεισόδιο σπασμών».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, 33χρονη προμηθεύτηκε από άγνωστο διακινητή την κεταμίνη και στις 29 Ιανουαρίου, ούσα μόνη της στο δωμάτιο με την Τζωρτζίνα (η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωινού βρισκόταν σε σταθερή κατάσταση), προέβη στην ανθρωποκτονία της κόρης της
Η αντίστροφη μέτρηση όμως για τον θάνατο του κοριτσιού είχε ξεκινήσει αρκετά λεπτά πριν και οι προσπάθειες των γιατρών να το σώσουν απέβησαν άκαρπες. Την προηγούμενη ημέρα η 9χρονη είχε υποβληθεί σε εξετάσεις, οι οποίες δεν έδειξαν κάποιο «νευρολογικό σύμπτωμα», η δε μητέρα της «προφασιζόμενη» λόγους ασφαλείας ρώτησε μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού αν υπήρχε κάμερα παρακολούθησης.
«Θρασύτητα και αχαριστία»
Καταρρίπτοντας έναν προς έναν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς που προβάλλει η 33χρονη, αρνούμενη της σε βάρος της κατηγορίες, ο κ. Νούλης αναφέρει πως η ύπαρξη της κεταμίνης αποδόθηκε από την κατηγορουμένη με «θρασύτητα και αχαριστία» στους γιατρούς που προσπάθησαν να σώσουν τη ζωή του παιδιού. Ωστόσο, κατά τον ίδιο η «απόλυτη βεβαιότητα θανάτωσης» της 9χρονης από τηνμητέρα της, «προκύπτει ανενδοίαστα από το γεγονός ότι αυτή ήταν η μόνη που ήταν δίπλα στο παιδί κατά το χρόνο που (εξαιτίας ακριβώς της χορήγησης της) υπέστη τη μοιραία καρδιακή ανακοπή».
Επιπρόσθετα: «Πέραν της αρχικής εύλογης αδυναμίας επιστημονικής ερμηνείας της εκδημίας του (η οποία λύθηκε μετά τη διακρίβωσή τους από τις τοξικολογικές εξετάσεις) η απόλυτη βεβαιότητα θανάτωσης του παιδιού από την κατηγορουμένη επιρρωνύεται περαιτέρω από το ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του εκεί όπου φονεύθηκε ουδέποτε του χορηγήθηκε από τους θεράποντες ιατρούς ή το νοσηλευτικό προσωπικό κανένα σκεύασμα που να περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία, σε καμία μορφή, καθόσον:
α) ουδέποτε συνταγογραφήθηκε στη μικρή ασθενή κεταμίνη,
β) ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε στην Α’ Παιδιατρική Κλινική του νοσοκομείου η εν λόγω ουσία
γ) δεν υπάρχει καν στο απόθεμα της κλινικής, καθόσον πρόκειται για φάρμακο που δεν χρησιμοποιείται από παιδιάτρους και, κατά το θεραπευτικό πρωτόκολλο της ΜΕΘ του νοσοκομείου, δεν γίνεται χρήση της ως κατασταλτικό φάρμακο πρώτης επιλογής
δ) από το φαρμακείο του νοσοκομείου δεν είχε εκτελεστεί καμία συνταγή με τη συγκεκριμένη ουσία στο όνομα του θύματος, όσο νοσηλευόταν εκεί και
ε) κατά τις προσπάθειες ανάνηψης δεν έγινε χρήση του, καθώς το παιδί δεν πληρούσε καμία ένδειξη χορήγησης κατασταλτικού φαρμάκου.
Η δε χορήγηση της κεταμίνης στο θύμα από την κατηγορουμένη ενόσω αυτό βρισκόταν εν ζωή (και η μη παροχή της από τους γιατρούς κατά τις απέλπιδες προσπάθειες ανάνηψής του) προκύπτει εμφατικά από την ανεύρεση μεταβολίτη της κεταμίνης στα ούρα του παιδιού και ενόσω λειτουργούσαν τα όργανά της για να τη μεταβολίσουν δεν θα είχε δε ανιχνευτεί αν η παροχή της είχε γίνει μετά την παύση των ζωτικών του λειτουργιών».
Πλέον, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο θα κρίνει αν θα κάνει δεκτή την πρόταση του εισαγγελέα παραπέμποντας την προφυλακισμένη Ρούλα Πισπιρίγκου σε δίκη. Την ίδια ώρα, ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την κλήτευση της 33χρονης σε απολογία και για τις ανθρωποκτονίες των άλλων δύο κοριτσιών της, της 3,5 ετών Μαλένας και της μόλις έξι μηνών αδελφής της, Ίριδας.
Πηγή: protothema.gr