Για την υπόθεση του βιασμού της 24χρονης κοπέλας την Πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη έχουν γραφτεί πολλά. Που τα περισσότερα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά όπως φαίνεται παραείμαστε αισιόδοξοι. Αν ας πούμε ήταν αυτονόητο ότι κανείς δεν δικαιολογείται να σε βιάσει επειδή πήγες σε ένα πάρτι, δεν θα έλεγαν τόσο πολλοί «τι δουλειά είχε στη σουίτα». Είναι λυπηρό, αλλά μάλλον χρειάζεται κάποιος να εξηγήσει μερικά πολύ βασικά δεδομένα, όπως ότι κανείς δεν δικαιολογείται να σε βιάσει γενικά, ποτέ και για κανένα λόγο. Ούτε αν πας σε πάρτι σε ξενοδοχείο, σε βίλα, σε κότερο, σε αερόστατο, στο διάστημα. Ούτε αν φοράς το πιο κοντό φόρεμα του κόσμου, τα πιο ψηλά τακούνια, το πιο βαθύ ντεκολτέ, το μαγιό σου. Ούτε αν πιεις ό, τι δεν είναι καρφωμένο στο πάτωμα. Ούτε αν έχεις πάει να κάνεις σεξ, αλλά άλλαξες γνώμη. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να δίνει σε κάποιον δικαίωμα να σε ναρκώσει και να σε βιάσει, τελεία και παύλα, και όποιος λέει οτιδήποτε άλλο, περί ευθύνης του θύματος, νομιμοποιεί το βιασμό παριστάνοντας μάλιστα ότι υπηρετεί το ήθος.
Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να δίνει σε κάποιον δικαίωμα να σε ναρκώσει και να σε βιάσει, τελεία και παύλα, και όποιος λέει οτιδήποτε άλλο, περί ευθύνης του θύματος, νομιμοποιεί το βιασμό παριστάνοντας μάλιστα ότι υπηρετεί το ήθος.
Ομοίως αυτονόητο πρέπει να είναι ότι επειδή δεν ζούμε σε μια ιδανική κοινωνία χωρίς βιαστές, καλό είναι να προειδοποιούνται οι γυναίκες ότι ο κίνδυνος υπάρχει και να προστατεύονται. Το να πεις σε μια νέα, ή τέλος πάντων πιο αθώα γυναίκα, κόρη, αδελφή, φίλη, να προσέχει και να αποφεύγει τις κακοτοπιές δεν είναι victim blaming, αλλά αναγκαιότητα μέχρι να αλλάξει αυτός ο κόσμος προς το καλύτερο. Η επίθεση που δέχεται όποιος πάει να ψελλίσει ότι τα κορίτσια πρέπει να ξέρουν ότι ίσως κινδυνεύουν πηγαίνοντας σε ένα πάρτι αγνώστων που τις κάλεσε ένας όχι και τόσο φίλος τους είναι τουλάχιστον υποκριτική, αν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι όντως η ασφάλεια των γυναικών σε ρεαλιστικές συνθήκες και όχι σε αυτές που επικρατούν στη φαντασία μας.
Τις τελευταίες ημέρες, τα αυτονόητα πρέπει να τα ξαναπούμε, γιατί μάλλον πνίγονται ως ασήμαντες λεπτομέρειες στον ωκεανό οργισμένων αντιδράσεων στα σόσιαλ, διακριτικό σταύρωμα του θύματος, καταγγελιών έγκυρων ή τελείως άκυρων και ταξικής αγανάκτησης επειδή εμπλέκονται πλούσιοι. Θα τα ξαναλέμε λοιπόν, γιατί καλή η κοινή γνώμη, καλύτερη όμως η κοινή λογική.