Ο Στέφανος Ξενάκης είναι ιδιαίτερα ενεργός στα social media, όμως μια πρόσφατη ανάρτησή του, για μια σύντομη επίσκεψη στη Σχοινούσα για να δει τις κόρες του, ξεχωρίζει ως μια από τις ομορφότερες που έχει κάνει ο συγγραφέας. Το κείμενο, που συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική φωτογραφία ενός σκάφους που πλέει κάπου στο Αιγαίο, μοιάζει με καλοκαιρινό διήγημα, το οποίο μιλάει, μεταξύ άλλων, για την οικογένεια, την αγάπη, τις αναμνήσεις και την ταχύτητα με την οποία περνάει η ζωή.
Δες το κείμενο του Στέφανου Ξενάκη:
«Διακοπές Κουφονήσι μόνος μου μια βδομάδα με τα βιβλία μου.
»Τις ίδιες μέρες τα κορίτσια μου είναι Σχοινούσα με τη μαμά τους και φίλους. Συνεννοούμαστε με τη μαμά τους να πεταχτώ να περάσουμε μια μέρα όλοι μαζί.
»Ο Σκοπελίτης φτάνει Σχοινούσα λίγο μετά τις 11 το πρωί. Οι μικρές με περιμένουν στην άκρη της προβλήτας. Με το που κατεβαίνει η μπουκαπόρτα ξαμολιούνται στην αγκαλιά μου και δεν ξεκολλάνε. Μοναδικό το συναίσθημα.
»Θέλουν να μου δείξουν όλη την Σχοινούσα. Όταν λέμε όλη εννοούμε όλη. Φτάνουμε στο μαγικό Τσιγκούρι. Κολυμπάμε με τη μικρή μου μέχρι το νησάκι απέναντι, κάνω βουτιές τις κόρες μου και τους φίλους τους από την πλάτη μου. Εννοείται άπειρες φορές. Εννοείται χωρίς όχι. Στο τέλος η μικρή ξεθεωμένη αποκοιμιέται στην ξαπλώστρα.
»Έχω κανονίσει με καΐκι να με επιστρέψει Κουφονήσι στις οκτώ. Μετά από ένα γεμάτο δίωρο η μικρή μου ξυπνάει. Πλησιάζει η ώρα που πρέπει να φύγω. Λες και το νιώθει. Ανοίγει τα μάτια της στην αγκαλιά μου. “Δεν θέλω να φύγεις μπαμπά”. Δεν είναι αυτό που λέει αλλά πώς το λέει. Με διαλύει αλλά πιο πολύ με ανασταίνει.
«Πλησιάζει η ώρα που πρέπει να φύγω. Λες και το νιώθει. Ανοίγει τα μάτια της στην αγκαλιά μου. “Δεν θέλω να φύγεις μπαμπά”. Δεν είναι αυτό που λέει αλλά πώς το λέει».
»Ξανακοιμάται στην αγκαλιά μου. Ξαναξυπνάει σε λίγο ανήσυχη:
»”Δεν θέλω να φύγεις”.
»Νομίζω νιώθω όλα τα συναισθήματα του κόσμου μαζί.
»Η ώρα πλησιάζει οκτώ.
»Με το ζόρι ξυπνάει η μικρή. Με τη μαμά τους με οδηγούν στον Αλμυρό από όπου θα με παραλάβει το καΐκι του καπτα-Κώστα.
»Το καΐκι πλησιάζει στην προβλήτα και δίνουμε το κινητό μου στη μαμά τους να μας βγάλει φωτο σε όλες τις πιθανές κι απίθανες πόζες.
»Τα νησιώτικα στη διαπασών από το καΐκι του Κώστα κοντεύουν να δέσουν στην προβλήτα. Ξεπροβάλει ένας έφηβος 75ντάρης με μαντήλι και φάτσα πειρατή. Φιλάω τα κορίτσια μου και τις παίρνω μια τελευταία αγκαλιά. (λες και δεν θα έχει άλλη)
»Σαλτάρω στο καΐκι.
»Ο Κώστας περιμένει ότι θα μπουν κι οι υπόλοιποι. Η μαμά των κοριτσιών του γνέφει ότι θα είμαι μόνος. Κάτι λένε μεταξύ τους. Μυρίζει χιούμορ. Στο τέλος χαμογελούν συνωμοτικά.
»Ο Κώστας δεν το λέει αλλά είναι σαν να το ‘χει πει:
»”Μυαλά που τα κουβαλάτε εσείς οι Αθηναίοι”. Κουνάει το κεφάλι και χαμογελάει. Αγάπη το συναίσθημα.
»Το καΐκι ξεκινάει κι οι μικρές χορεύουν ξέφρενα πάνω στην προβλήτα, στο ρυθμό της νησιωτικής μουσικής. Μου θυμίζουν το χορό του Άντονι Κουίν στην τελική σκηνή του Ζορμπά. Έχω συγκινηθεί αφάνταστα. Η μαμά τους κοιτάει χαμογελαστή και περήφανη. Το καΐκι απομακρύνεται. Οι μικρές συνεχίζουν να χορεύουν σαν τα κατσίκια. Δεν έχω σταματήσει να τραβάω βίντεο. Πιο πολύ όμως το ζω. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
«Το καΐκι ξεκινάει κι οι μικρές χορεύουν ξέφρενα πάνω στην προβλήτα, στο ρυθμό της νησιωτικής μουσικής. Μου θυμίζουν το χορό του Άντονι Κουίν στην τελική σκηνή του Ζορμπά».
»Οι μικρές είναι πια μια κουκίδα στον ορίζοντα, κι όμως συνεχίζουν το πανηγύρι.
»Ο Κώστας μου γνέφει να κάτσω πίσω μαζί του.
»Αρνούμαι ευγενικά. Κάθομαι μπροστά. Μια ώρα δρόμος το Κουφονήσι κι εγώ θέλω να το ζήσω μόνος μου όλο αυτό.
»Πίσω παίζουν τα νησιώτικα και μπροστά όλη μου η ζωή.
»Ήταν 2003 πριν 18 χρόνια που είχα έρθει Κουφονήσι πρώτη φορά. Εδώ γνώρισα τη μαμά των κοριτσιών.
»2009 είχαμε ξαναέρθει οι τρεις μας με την μεγάλη μας τότε σκάρτα ενός έτους.
»2021 ξανά εδώ κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες.
»Ξανά στο τώρα. Δεν το χορταίνω το γαμημένο το μπλε του Αιγαίου. Τα νησιώτικα τσαλαβουτάνε με μοναδικό τρόπο μέσα μου. Στο βάθος του ορίζοντα αρχίζει να χαράζει η δύση. Κρύες πιτσιλιές (τσερπισιές τις έλεγε ο πατέρας μου) έρχονται στα μούτρα και με λυτρώνουν. Λες και πατάνε κάθε φορά το κουμπί για να γεννηθεί κι άλλο συναίσθημα. Ατέλειωτα όλα αυτά που νιώθω μέσα μου. Σαν ανεξέλεγκτος καταρράκτης. Δεν το ελέγχω αλλά ούτε και θέλω. Τα συναισθήματα ξέρουν καλά που με πάνε. Με σιγουριά κι ασφάλεια σαν την ναυτοσύνη του Κώστα.
»Όλη μου η ζωή περνάει μπροστά στα μάτια μου. Δυο χρονών που μπαρκάραμε με τη μάνα μου για να βρούμε τον πατέρα μου στα καράβια. Νηπιαγωγείο και πρώτη δημοτικού που τις έβγαλα δια αλληλογραφίας στους 5 ωκεανούς. Το δημοτικό στην Καλλιθέα. Το Γυμνάσιο στον Πειραιά.
»Τις πανελλήνιες και την ΑΣΟΕΕ. Τους πρώτους μου έρωτες. Το μεταπτυχιακό μου. Την καριέρα μου. Την επιχείρησή μου. Το γάμο, τα παιδιά, το χωρισμό, την πτώχευση, το θάνατο του πατέρα μου. Τη λόξα μου να γράφω ιστορίες.
»Λες κι ήταν Δευτέρα που πήγα Δημοτικό, Τρίτη Γυμνάσιο, Τετάρτη Πανεπιστήμιο. Πέμπτη παντρεύτηκα, Παρασκευή έκανα παιδιά και να ’μαι εδώ Κυριακή σούρουπο και δεν ξέρω πως έφυγε μισή ή ολόκληρη ζωή. Πέρασε από μπροστά μου λες κι ήταν δέκα στιγμές.
«Λες κι ήταν Δευτέρα που πήγα Δημοτικό, Τρίτη Γυμνάσιο, Τετάρτη Πανεπιστήμιο. Πέμπτη παντρεύτηκα, Παρασκευή έκανα παιδιά και να ’μαι εδώ Κυριακή σούρουπο και δεν ξέρω πως έφυγε μισή ή ολόκληρη ζωή».
»Ούτε που ξέρω τι θα συμβεί αύριο, ούτε που ξέρω αν θα υπάρξει αύριο, και μα την Παναγία αυτή τη μεθυστική στιγμή ούτε που με νοιάζει.
»Το χτύπημα του κινητού διακόπτει την ταινία στο καλύτερο.
»Είναι το ανήσυχο μήνυμα της μεγάλης μου.
»”Έφτασες μπαμπά;”.
»Ούτε που ξέρω πόσες φορές κι αν θα ξανάρθω σε τούτο τον μαγικό τόπο.
»Ούτε που ξέρω ποιος με έφερε εδώ, ούτε και γιατί.
»Ξέρω μόνο τι νιώθω.
»ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ».
Δες την ανάρτηση: