Οι τροποποιήσεις του Nόμου 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία συζητήθηκαν χτες, Τετάρτη 21/2, στην Ολομέλεια της Βουλής, και τίθενται σε ψήφιση σήμερα, Πέμπτη 22/12. Λίγο πριν, λοιπόν, το Κέντρο Διοτίμα υπενθυμίζει τις δικές του προτάσεις, «αποτέλεσμα πολυετούς εμπειρίας στην υποστήριξη των επιζωσών έμφυλης βίας, που έχει ανεβάσει και στη διαβούλευση» σύμφωνα με την ανακοίνωσή του.
Ακολουθεί το κείμενο που έδωσε στη δημοσιότητα το Κέντρο για τα Έμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα:
«Κατά γενική ομολογία και με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις έγκριτων επιστημονικών ενώσεων και εταιριών (π.χ. Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων), νομικών σχολών, δικηγορικών συλλόγων, κ.λπ., οι τροποποιήσεις που εισάγονται στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μέσω του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο “Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας” πλήττουν το κράτος δικαίου και τον νομικό πολιτισμό μας.
»Παράλληλα το νομοσχέδιο εισάγει παρεμβάσεις στον Ν.3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, πολλές από τις οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (Ν. 4531). Μάλιστα οι τροποποιήσεις αυτές προτείνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κατεπείγουσες συστάσεις της Επιτροπής GREVIO που περιλαμβάνονται στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης της χώρας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η τροποποίηση του Ν. 3500/2006 (Κεφάλαιο Δ’ νομοσχεδίου) δεν εισάγεται σε διακριτό σχέδιο νόμου, αλλά στο συνολικότερο πλαίσιο των τροποποιήσεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, γίνεται κατά παράβαση των κανόνων ορθής και αποτελεσματικής νομοθέτησης.
»Το Κέντρο Διοτίμα εκφράζει τον βαθύτατο προβληματισμό και την ανησυχία του καταρχάς διότι το νομοσχέδιο έρχεται στη δημόσια διαβούλευση χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με την Κοινωνία των Πολιτών. Μάλιστα, παρά τις αυστηρές συστάσεις της Επιτροπής GREVIO για την επιτακτική ανάγκη και τη σημασία της ενεργού συμμετοχής των φεμινιστικών και γυναικείων οργανώσεων σε δημόσιες διαβουλεύσεις για θέματα ισότητας των φύλων, οι φεμινιστικές ΜΚΟ και συλλογικότητες δεν κλήθηκαν σε διάλογο προκειμένου να καταθέσουν την εμπειρογνωμοσύνη και τις προτάσεις τους, εισφέροντας ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή/συντροφική έμφυλη βία.
«Οι φεμινιστικές ΜΚΟ και συλλογικότητες δεν κλήθηκαν σε διάλογο προκειμένου να καταθέσουν την εμπειρογνωμοσύνη και τις προτάσεις τους, εισφέροντας ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή/συντροφική έμφυλη βία».
»Διατρέχοντας το νομοσχέδιο και συγκεκριμένα τα σημεία που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας καταλήγουμε στις εξής βασικές και σημαντικές διαπιστώσεις:
»Δεν υπάρχει μια διακριτή, τυποποιημένη ποινική πρόβλεψη για την αφαίρεση της ζωής γυναικών εντός συντροφικής σχέσης, με την αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με έμφυλα χαρακτηριστικά, παρά την υιοθέτηση αυτής της νομικής θεώρησης από αρκετές άλλες χώρες.
»Η ψυχολογική βία εισάγεται ως μορφή βίας που αφορά μόνο τους/τις ανήλικους/ανήλικες. Στον αντίποδα, το νομοσχέδιο δεν θεωρεί αξιόποινες μια σειρά από συμπεριφορές που συνιστούν ενδοοικογενειακή βία, υπό τον διευρυμένο ορισμό της Σύμβασης, δηλαδή την ψυχολογική βία σε βάρος ενηλίκων και την οικονομική βία. Δεν είναι κατανοητό για ποιον λόγο δεν ποινικοποιείται στον Ν. 3500/2006 η ψυχολογική βία, ενώ σε άλλα νομοθετήματα, είτε υπάρχει αναφορά σε τρόμο ή ανησυχία, που συνιστούν μορφές ψυχολογικής βίας (π.χ. άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ), είτε γίνεται σαφής αναφορά σε ψυχολογική βλάβη (Ν. 4808/2021 άρθρο 4, παρ. 2). Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή GREVIO, ακριβώς εξαιτίας του ότι η ψυχολογική βία δεν αποτυπώνεται στο νόμο, ενώ καταγγέλλεται, δεν διώκεται μεμονωμένα παρά μόνον σε συνδυασμό με τη σωματική βία. Σε ό,τι αφορά την οικονομική βία συνιστά σπουδαία έλλειψη η απουσία ορισμού, ενώ προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση.
«Το νομοσχέδιο δεν θεωρεί αξιόποινες μια σειρά από συμπεριφορές που συνιστούν ενδοοικογενειακή βία, υπό τον διευρυμένο ορισμό της Σύμβασης, δηλαδή την ψυχολογική βία σε βάρος ενηλίκων και την οικονομική βία».
»Όσον αφορά στο αδίκημα του βιασμού, παρόλο που ρητά, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα θεωρείται πλέον ενδοοικογενειακή βία όταν τελείται σε ενδοοικογενειακό/συντροφικό πλαίσιο, ο νομοθέτης παραλείπει να βελτιώσει νομοτεχνικά τον ορισμό του βιασμού. Αυτό σημαίνει ότι στον υπάρχοντα ορισμό δεν διασαφηνίζεται η έννοια της συναίνεσης και δεν προκύπτει ότι οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη ή συμπεριφορά θα πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Ταυτόχρονα ο ισχύων ορισμός περιορίζεται στην στενή έννοια της “γενετήσιας πράξης”, όπου δεν μπορούν να ενταχθούν ασελγείς πράξεις που δεν προϋποθέτουν τη διείσδυση. Θεωρούμε ότι οι παραλείψεις αυτές δεν συνάδουν με όσα ορίζει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 36), και ταυτόχρονα δεν εκφράζουν σαφή πολιτική βούληση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας.
»Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, παρά την αναγνωρισμένη κοινωνική ανάγκη και τη γνωμοδότηση από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, και παρά το γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται (και) στην αδυναμία της Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί και να προστατεύσει τα θύματα από την κλιμάκωση των βίαιων συμπεριφορών.
«Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, παρά την αναγνωρισμένη κοινωνική ανάγκη και τη γνωμοδότηση από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, και παρά το γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται (και) στην αδυναμία της Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί και να προστατεύσει τα θύματα από την κλιμάκωση των βίαιων συμπεριφορών».
»Τα πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας, όπως και το σύνολο σχεδόν των πλημμελημάτων του ΠΚ, από εδώ και στο εξής θα εκδικάζονται από μονομελή πλημμελειοδικεία. Θεωρούμε πως η εκδίκαση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από μονομελείς συνθέσεις απαξιώνει τη σοβαρότητα του φαινομένου, ακόμη και αν την υπαγορεύει η υποστελέχωση των Δικαστηρίων.
»Το νομοσχέδιο αναφέρεται εξαντλητικά στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης ως δυνητική περίπτωση μη έναρξης της ποινικής δίωξης κατά δραστών πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον παρακολουθήσουν συμβουλευτικά-θεραπευτικά προγράμματα. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι με εξαίρεση τα Κέντρα Κοινωνικής Στήριξης του ΕΚΚΑ σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, που υλοποιούν ειδικά προγράμματα για θύτες και για τα οποία δεν διαθέτουμε δεδομένα ως προς την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών τους, στην υπόλοιπη χώρα υπάρχει διαπιστωμένη έλλειψη πιστοποιημένων ή/και κρατικά εποπτευόμενων δομών με σχετικά προγράμματα που μπορούν να παρακολουθήσουν οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας. Θεωρούμε, επιπλέον, ακατανόητη και εξόχως προβληματική την αναφορά σε “προγράμματα απεξάρτησης από την ενδοοικογενειακή βία”. Με τον τρόπο αυτό, ψυχιατρικοποιείται το φαινόμενο και ο βίαιος δράστης ταυτίζεται με μια “έξη” την οποία μάλιστα δεν μπορεί να αποβάλει με ίδιες δυνάμεις. Τα προγράμματα για τους δράστες θα πρέπει να στηρίζονται πρωτίστως στην προστασία της ευάλωτης κατάστασης στην οποία βρίσκεται το θύμα και ταυτόχρονα στην ελεύθερη βούληση και όχι στον εξαναγκασμό του δράστη
«Θεωρούμε ακατανόητη και εξόχως προβληματική την αναφορά σε “προγράμματα απεξάρτησης από την ενδοοικογενειακή βία”. Με τον τρόπο αυτό, ψυχιατρικοποιείται το φαινόμενο και ο βίαιος δράστης ταυτίζεται με μια “έξη” την οποία μάλιστα δεν μπορεί να αποβάλει με ίδιες δυνάμεις».
»Τέλος, θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό κενό το γεγονός ότι το νομοσχέδιο συνδέει την αποζημίωση των θυμάτων από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης με το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, εφόσον η μεν Αρχή έχει αποδειχθεί στην πράξη ανενεργός, η δε αποζημίωση των θυμάτων δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο σε περιπτώσεις που έχουν υπαχθεί στην ποινική διαμεσολάβηση. Άλλωστε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης (αρ.30) τα κράτη οφείλουν να χορηγούν επαρκή κρατική αποζημίωση ανεξαιρέτως στα άτομα τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους, στο βαθμό που αυτή η βλάβη δεν καλύπτεται από άλλες πηγές, όπως άλλωστε συστήνει και η GREVIO (σημεία 184-185). Η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι πως όλες ανεξαιρέτως οι ευάλωτες επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική οικονομική υποστήριξη και αρωγή στα πρώτα, τουλάχιστον, βήματα διαφυγής τους από βίαιες/κακοποιητικές σχέσεις, ανεξάρτητα από τη δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης ενδοοικογενειακής βίας.
«Η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι πως όλες ανεξαιρέτως οι ευάλωτες επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική οικονομική υποστήριξη και αρωγή στα πρώτα, τουλάχιστον, βήματα διαφυγής τους από βίαιες/κακοποιητικές σχέσεις, ανεξάρτητα από τη δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης ενδοοικογενειακής βίας».
»Η επιχειρούμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας είναι μία κυβερνητική παρέμβαση, που έρχεται να προστεθεί στις πολλές που έχουν λάβει χώρα από το 2019 και εντεύθεν, η οποία γίνεται χωρίς καν την ύπαρξη νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και με βασική στόχευση την αυστηροποίηση των ποινών. Το Κέντρο Διοτίμα, από κοινού με πλήθος επιστημονικών ενώσεων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης, είναι αντίθετο με την αυστηροποίηση των ποινών και την εισαγωγή της ισόβιας κάθειρξης ως της μόνης ποινής για σημαντικό αριθμό εγκλημάτων. Όπως έχει τεκμηριωθεί εδώ και χρόνια από σχετικές έρευνες η αυστηροποίηση των ποινών δεν συμβάλλει στην αποτροπή της εγκληματικότητας. Παράλληλα με την προσέγγιση αυτή παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 25 – Αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων).
»Στο ίδιο πνεύμα, οι παρεμβάσεις στον νόμο 3500/2006 λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που η Πολιτεία δεν κατορθώνει να αποκριθεί ικανοποιητικά στον τομέα της πρόληψης και της προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας παραβιάζοντας βασικές αρχές της Σύμβασης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε πως ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Σύμβασης είναι να τεθεί τέλος στην ατιμωρησία των δραστών. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο την επιβολή κυρώσεων εναντίον τους μέσω της νομοθεσίας, αλλά και διασφάλιση των απαραίτητων νομικών οδών για τα θύματα. Ταυτόχρονα το ίδιο το Κράτος οφείλει να συμμορφώνεται με την υποχρέωση της δέουσας επιμέλειας στην πρόληψη και διερεύνηση των πράξεων βίας».